Ημέρες 1994 φαίνεται πως θα ζήσει μέρος των εργαζομένων στη νύχτα, τουλάχιστον εκείνοι που εργάζονται στα κέντρα της Παραλιακής, μετά την απόφαση των τοπικών Αρχόντων να επιβάλλουν σιωπητήριο από τις 23.00, κατεβάζοντας τον «γενικό» στη μουσική.
Την αρχή έκανε ο Δήμος Αλίμου, με τον Δήμαρχο Ανδρέα Κονδύλη να δηλώνει στο «S» πως η δημοτική Αρχή έκανε ότι περνούσε από το χέρι της για να λυθεί το ζήτημα, όμως, όπως υποστήριξε «η κατάσταση στην περιοχή έχει πλέον ξεφύγει». Την πρακτική του φαίνεται πως θα ακολουθήσει, σύμφωνα με ανακοίνωσή του και ο Δήμος Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης. Το σιωπητήριο αυτό στα μαγαζιά της παραλιακής φέρνει στο νου, τουλάχιστον σε όσους εξ ημών έχουμε ξεπεράσει τα 35, τις ένδοξες μέρες του 1994.
Το ΠΑΣΟΚ, ο Παπαθεμελής και οι ναύτες
Όπως θα έλεγε ένας Μιλένιαλ για εκείνα τα χρόνια σήμερα: «ΠΑΣΟΚ, ωραία χρόνια!». Απεταξάμην τη μιζέρια, τα μνημόνια και τα σφιγμένα ζωνάρια… τότε που πλησιάζαμε με βήμα ταχύ στην εκσυγχρονιστική πλευρά του πράσινου ήλιου (πριν φτάσουμε και στη σκοτεινή του!). Μπορεί τα μπουζούκια να ευημερούσαν, όπως άλλωστε ευημερούσε και η μουσική τη δεκαετία του ’90, ωστόσο ένας υπουργός θέλησε να φέρει στο κέντρο της λάγνας ανατολίτικης Αθήνας την ψυχρή Δύση.
Το υπουργείο ονομαζόταν ακόμη τότε Δημόσιας Τάξης και στο τιμόνι του βρισκόταν ο Στέλιος Παπαθεμελής, που σε συνεργασία με τον τότε Υπουργό Εργασίας, Ευάγγελο Γιαννόπουλο αποφάσισαν να βάλουν τάξη στη νυχτερινή διασκέδαση της Αθήνας. Ο μεν Παπαθεμελής δεν είχε κρύψει ποτέ τα κάπως πιο συντηρητικά του πολιτικά αισθήματα, ωστόσο για τον αείμνηστο κύριο Γιαννόπουλο εκείνη η πρωτοβουλία ήταν το λιγότερο οξύμωρη.
Σε κάθε περίπτωση, καλή ώρα όπως τα της παραλιακής, στόχος του νέου ωραρίου ήταν να περιοριστεί η ηχορύπανση στο κέντρο της Αθήνας. Σύμφωνα με το νόμο που τέθηκε σε ισχύ, απαγορευόταν η λειτουργία των μαγαζιών μετά τις 2.00 τα ξημερώματα! Όπως είναι εύκολα αντιληπτό κάτι τέτοιο σήμαινε πως η νυχτερινή διασκέδαση, τα «άφτερ», το πατσατζίδικο πήγαιναν όλα για «φούντο»! Οι αντιδράσεις στο νομοσχέδιο έντονες, ενώ οι εικόνες της Αθήνας από εκείνη την εποχή, με τους νυχτόβιους διαδηλωτές, έγραψαν κυριολεκτικά ιστορία.
Η νύχτα διαδήλωνε ως το ξημέρωμα για το δικαίωμα στη διασκέδαση
Όπως θα δείτε σε ρεπορτάζ της εποχής, το κάλεσμα των νυχτόβιων διαδηλωτών είχε δοθεί για τις 2 το ξημέρωμα στην Πανεπιστημίου, ενώ ως τις 4, χιλιάδες κόσμου είχε συγκεντρωθεί στο Σύνταγμα κατά του νόμου που υποχρέωνε τα μαγαζιά να κατεβάζουν τον γενικό από πολύ νωρίς.
«Άμα δεν αλλάξει τα μέτρα ο Παπαθεμελής θα κόψουμε τις φλέβες μας» ακούγεται να λέει ένας από τους συγκεντρωμένους. Σε άλλο ρεπορτάζ, γινόταν λόγος για τους πολυμήχανους ιδιοκτήτες που σκέφτηκαν να ανοίγουν τα κλαμπ στις 6 το πρωί, ακολουθώντας το γράμμα του νόμου και δίνοντας έτσι διέξοδο σε όσους ήθελαν να διασκεδάσουν.
Το τραγούδι ύμνος της διαμαρτυρόμενης «νύχτας»
Όπως κάθε λαϊκή διεκδίκηση, κάθε κίνημα που θέλει να διατηρήσει τον παλμό, έτσι και η διαδήλωση κατά του νόμου Παπαθεμελή είχε ανάγκη από έναν ύμνο. Σε αυτό φρόντισε να συνεισφέρει την πένα και το χιούμορ του, ο Λάκης Λαζόπουλος. Εκείνη την εποχή, ο δημιουργός μεσουρανούσε τηλεοπτικά με τους Δέκα Μικρούς Μήτσους. Ένας από τους πολλούς εαυτούς του φυσικά ήταν και η Μήτσι, η τραγουδιάρα στο σκυλάδικο.
Μέσω αυτής, ο Λάκης Λαζόπουλος έγραψε τα τραγούδια της αντίστασης που έγιναν κυριολεκτικά ο ύμνος των διαμαρτυρόμενων νυκτόβιων. Εκτός από το περιβόητο «Παπαθεμελή, Παπαθεμελή», η Μήτσι τραγουδούσε και τις «Ουσίες» και το κοινό της νύχτας παραληρούσε.
«Παπαθεμελή, Παπαθέμελη, απόψε ένας ναύτης το κορμί μου αμελεί» τραγουδούσε η Μήτσι και το τραγούδι γινόταν μόνιμη επωδός πριν το υποχρεωτικό κλείσιμο κάθε νυχτερινού κέντρου της Αθήνας εκείνη την περίοδο. «Στις δυο δεν θα βγαίνεις από το Διογένης» έλεγε ο Λάκης Λαζόπουλος ως τραγουδίστρια της Εθνικής και πρόσθετε: «Η νύχτα θέλει έρωτα και γλέντι ως το πρωί»!
Σε κάθε περίπτωση, στη μάχη αυτή η νύχτα είδε πολλά από τα άξια τέκνα της να περνούν το ξημέρωμα στο κρατητήριο, καθώς η Αστυνομία προχωρούσε στη προσαγωγή όσων παραβίαζαν το νόμο και παρέμεναν ανοικτοί πέραν του ωραρίου. Διαβάζουμε άλλωστε πως αρκετοί από τους επιχειρηματίες μετέτρεπαν τα καταστήματά τους σε εστιατόρια για τα μάτια των… οργάνων της τάξης και επέστρεφαν σε ρυθμούς κέντρου διασκέδασης όταν το περιπολικό ήταν πια μακριά.
Από εκείνη την εποχή, έχουμε να θυμόμαστε και μια ακόμη καινοτομία του ελληνικού επιχειρείν. Τα καταστήματα προσελάμβαναν κάποιον για τη θέση του «αυτοφωράκια». Ο εν λόγω κύριος ήταν επιφορτισμένος με το καθήκον να περάσει το βράδυ στην ασφάλεια, όπου θα πήγαινε αυτόφωρο. Τον δήλωναν ως υπεύθυνο για τη μουσική και ήταν εκείνος που θα επωμίζονταν το βάρος της αναμέτρησης με το… γράμμα του νόμου!