Πενήντα ένα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την εξέγερση των φοιτητών στο Πολυτεχνείο, μία εξέγερση που έγινε σύμβολο του αγώνα για την Ελευθερία και της αντίστασης στη Δικτατορία.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ μίλησε με τον Βαγγέλη Ζιώγα, υποψήφιο διδάκτορα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και ειδικό συνεργάτη του Ιστορικού Αρχείου του ΕΚΠΑ, για την πορεία των γεγονότων που οδήγησαν στην κατάληψη του Πολυτεχνείου, με αφετηρία την κατάληψη της Νομικής Σχολής, εννέα μήνες πριν, τον Μάρτιο του 1973.
«Στις 14 Νοεμβρίου 1973, φοιτητές και φοιτήτριες καταλαμβάνουν το κτίριο του Πολυτεχνείου στην οδό Πατησίων. Ήταν η αρχή μίας εξέγερσης που αποτέλεσε την κορύφωση μίας πορείας που ξεκινούσε από τις αρχές του 1972 με την άνθηση του φοιτητικού κινήματος και περιλάμβανε διάφορους σημαντικούς σταθμούς, όπως την κατάληψη της Νομικής Σχολής, τον Φεβρουάριο του 1973.
Ωστόσο, η Νομική και το Πολυτεχνείο δεν ενώνονται με μία ευθεία γραμμή. Οι εννέα μήνες που μεσολάβησαν μεταξύ των δύο εμβληματικών γεγονότων αποτελούν μία πυκνή περίοδο, που μπόλιασε την ελληνική κοινωνία με εμπειρίες οι οποίες άνοιξαν τον δρόμο για την εξέγερση του Νοέμβρη», ανέφερε ο κ. Ζώγας.
Η επίθεση στο φοιτητικό κίνημα
Μία από τις σημαντικότερες μεταβολές που προέκυψε μετά την κατάληψη του Φεβρουαρίου, σύμφωνα με τον κ. Ζιώγα, ήταν η σκλήρυνση της στάσης του καθεστώτος έναντι της νεολαίας. «Αυτό κατέστη σαφές στη δεύτερη απόπειρα των φοιτητών να καταλάβουν τη Νομική, στις 20 Μαρτίου.
Σε αντίθεση με την πρώτη κατάληψη, όπου το κτίριο εκκενώθηκε με ειρηνικό τρόπο, η απάντηση της δικτατορίας ήταν να εισβάλλουν αστυνομικοί στη σχολή και να ξυλοκοπήσουν αδιακρίτως όποιον ή όποια έβρισκαν σε διαδρόμους, αίθουσες, μπαλκόνια ακόμα και στην ταράτσα.
Το σοκ από το μέγεθος της αγριότητας σε βάρος των σπουδαστών ήταν τέτοιο, που η Σύγκλητος του ΕΚΠΑ, θέλοντας να καταπραΰνει τις αντιδράσεις, δήλωσε ότι θα εκπλήρωνε το πάγιο αίτημα που υπήρχε για διεξαγωγή ελεύθερων φοιτητικών εκλογών, για να έρθει όμως η ακύρωση της απόφασης αυτής από το Υπουργείο Παιδείας»,εξήγησε.
«Η άνοιξη του 1973 σηματοδοτεί μία διπλή ζωή για τη χούντα. Σε δημόσιο επίπεδο επεδίωκε να δώσει την εικόνα μίας σταδιακής φιλελευθεροποίησης. Από την άλλη, εν κρυπτώ, υιοθετήθηκαν απηνή μέτρα εναντίον εκείνων που αντιστέκονταν.
Ο πλέον στυγνός κατασταλτικός μηχανισμός, η ΕΑΤ-ΕΣΑ ανέλαβε την καταστολή του φοιτητικού κινήματος, με δεκάδες συλλήψεις νέων να λαμβάνουν χώρα κατά το διάστημα Απριλίου – Μαΐου. Νέοι και οι νέες οδηγήθηκαν στα κρατητήρια της ΕΣΑ και υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια που πέραν την εκδικητικής αφόρμησης τους, είχαν ως στόχο την κάμψη του ηθικού τους», πρόσθεσε.
Το κίνημα του Ναυτικού
Σύμφωνα με τον κ. Ζιώγα, ένα γεγονός που «κλόνισε το αφήγημα περί σταθερότητας της δικτατορίας» ήταν αποκάλυψη, στις 22 Μαΐου, ότι στελέχη του Ναυτικού σχεδίαζαν να πραγματοποιήσουν κίνημα για την ανατροπή των συνταγματαρχών.
«Το πλήρωμα του αντιτορπιλικού Βέλος, για να αποφύγει τις συλλήψεις, αυτομόλησε στην Ιταλία ζητώντας πολιτικό άσυλο. Όσοι όμως εκ των κινηματιών βρίσκονταν εντός της χώρας δεν γλύτωσαν και οδηγήθηκαν σε φυλακές.
Αρκετοί μάλιστα βασανίστηκαν από την ΕΣΑ, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση αυτή του Σπύρου Μουστακλή που έμεινε ανάπηρος και έχασε τη φωνή του λόγω των χτυπημάτων που δέχτηκε. Πάντως, το κίνημα του Ναυτικού καταδείκνυε ότι η χούντα έχανε τα ερείσματα της ακόμα και μέσα στο στράτευμα», ανέφερε.
Η ψευδεπίγραφη φιλελευθεροποίηση
Ταυτόχρονα, όπως εξιστόρησε ο κ. Ζιώγας, ο δικτάτορας Παπαδόπουλος έθετε σε εφαρμογή το πλάνο του για την«ελεγχόμενη φιλελευθεροποίηση».
«Στις 29 Ιουλίου, οργάνωσε δημοψήφισμα για νέο Σύνταγμα ώστε να αναδειχθεί σε “Πρόεδρο της Δημοκρατίας” με καθοριστικές υπερεξουσίες. Ύστερα από μία νοθευμένη διαδικασία, ο Παπαδόπουλος ορκίστηκε Πρόεδρος, ανέθεσε την πρωθυπουργία στον παλιό πολιτικό Σπύρο Μαρκεζίνη και κίνησε τις διαδικασίες για τη διεξαγωγή εκλογών, με εκτεταμένους αποκλεισμούς αντιπάλων έχοντας ως στόχο τη συγκρότηση μίας πλήρως ελεγχόμενης Βουλής», είπε ο κ. Ζιώγας και συνέχισε:
«Οι περισσότεροι πολιτικοί φρόντισαν να απονομιμοποιήσουν τις κινήσεις του Παπαδόπουλου. Εξάλλου, λίγους μήνες νωρίτερα, στις 23 Απριλίου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, είχε αποδομήσει το όλο εγχείρημα της “φιλελευθεροποίησης” με δηλώσεις του που είχαν δημοσιευτεί στην Ελλάδα και είχαν ασκήσει σημαντική επιρροή, τουλάχιστον στον συντηρητικό χώρο.
Παράλληλα, μετά το δημοψήφισμα, σε μία κίνηση εντυπωσιασμού, η χούντα έδωσε γενική αμνηστία στους πολιτικούς κρατούμενους. Βέβαια, όσοι από αυτούς ήταν φοιτητές και θεωρούνταν “επικίνδυνοι”, οδηγήθηκαν άμεσα σε στρατόπεδα μακριά από αστικά κέντρα, για να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία».
Οι φθινοπωρινοί προάγγελοι του Πολυτεχνείου
H προσπάθεια της δικτατορίας να δώσει την εικόνα μίας ομαλοποίησης δεν είχε ιδιαίτερη απήχηση στην κοινωνία, όπως σημείωσε ο κ. Ζιώγας, και αυτό ήταν κάτι που φάνηκε σε αρκετές στιγμές εκείνου του φθινοπώρου.
«Ενδεικτικά, την 1η Οκτωβρίου περισσότεροι από 20.000 θεατές παρακολούθησαν στο γήπεδο του Παναθηναϊκού τη συναυλία του Σταύρου Ξαρχάκου “Κονσέρτο ’73″. Το ογκώδες πλήθος θα μετατρέψει την εκδήλωση σε δυναμική αντιδικτατορική διαμαρτυρία, η οποία κατέληξε σε συγκρούσεις με την Αστυνομία, μέχρι αργά το βράδυ», ανέφερε.
Η μεγάλη όμως στιγμή εναντίωσης στο καθεστώς ήταν το μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου στις 4 Νοεμβρίου. «Χιλιάδες άνθρωποι έδωσαν ηχηρό παρόν στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών και μετά το πέρας της τελετής πραγματοποίησαν μεγαλειώδη διαδήλωση στους δρόμους της πρωτεύουσας.
Ακολούθησαν εκτεταμένα και σοβαρά επεισόδια που δημιούργησαν μεγάλες αντιδράσεις. Μέσα σε αυτό το κλίμα έντονου αναβρασμού θα πραγματοποιηθούν στις 14 Νοεμβρίου οι φοιτητικές συνελεύσεις διαφόρων σχολών, που συνέβαλαν στην κατάληψη του Πολυτεχνείου εκείνο το απόγευμα, τόνισε».
Η εξέγερση
Για το τριήμερο 14-17 Νοεμβρίου, ο κ. Ζιώγας έκανε λόγο για την «κορυφαία στιγμή του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος» και ανέφερε αναλυτικά: «Νέοι και νέες συνέρρεαν ακατάπαυστα στον χώρο του Πολυτεχνείου για να συμμετάσχουν ενεργά σε μία εκδήλωση που απαιτούσε το τέλος της χούντας.
Ο θρυλικός αυτοσχέδιος ραδιοφωνικός σταθμός έστελνε το μήνυμα της εξέγερσης απ’ άκρη σ’ άκρη του Λεκανοπεδίου. Ώρα με την ώρα, όλο και περισσότεροι πολίτες κατέφταναν στην καρδιά του κέντρου της πρωτεύουσας για να στηρίξουν τον αγώνα των φοιτητών. Οι μάχες με την αστυνομία ξεκίνησαν και σταδιακά εντάθηκαν σε επικίνδυνο βαθμό, με τους πρώτους νεκρούς διαδηλωτές να είναι γεγονός ήδη από το απόγευμα της 16ης Νοεμβρίου.
Το καθεστώς είχε πια αντιληφθεί ότι η κατάσταση έτεινε να ξεφύγει από τον έλεγχο του. Έτσι, πήρε την απόφαση να βγάλει τον στρατό στους δρόμους και να καταστείλει την εξέγερση με κάθε κόστος. Τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε η περιβόητη εισβολή του τανκ στον χώρο του Πολυτεχνείου. Τις επόμενες ώρες ακολουθήσαν σκηνές πραγματικού χάους.
Στον ευρύτερο χώρο του κέντρου της Αθήνας, αλλά και σ’ ορισμένα σημεία της Αττικής, οι δυνάμεις της δικτατορίας πυροβολούσαν αδιακρίτως στο ψαχνό άοπλους πολίτες. Οι επιβεβαιωμένοι νεκροί εκείνων των ημερών ήταν τουλάχιστον 25 ενώ εκατοντάδες -ίσως και χιλιάδες- ήταν οι τραυματίες. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου κλόνισε τα θεμέλια της δικτατορίας, σφράγισε την απονομιμοποίηση της τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας και επιβεβαίωσε με τον πιο τραγικό τρόπο την ιλαρότητα του αφηγήματος περί “φιλελευθεροποίησης”».
Η μνήμη του αντιδικτατορικού αγώνα: Μία εν εξελίξει διαδικασία
Αξίζει να σημειωθεί, ότι το Ιστορικό Αρχείο του ΕΚΠΑ έχει αναπτύξει έναν νέο κόμβο, στη διεύθυνση, υπό τον τίτλο «Aντιδικτατορικός Αγώνας (1967-1974): Ιστορία και μνήμη», υπογραμμίζοντας έτσι σύμφωνα με τον κ. Ζιώγα, τη σημασία της διεξαγωγής μίας «συστηματικής δουλειάς στο πλαίσιο νέων ιστορικών ερωτημάτων ώστε να μπορέσουμε να κατανοήσουμε σε βάθος άγνωστες πτυχές της δικτατορίας αλλά και να ξανασκεφτούμε ερμηνείες περισσότερο ή λιγότερο παγιωμένες».
Όπως ανέφερε ο κ. Ζιώγας, η κίνηση αυτή αποτελεί συνέχεια της πρωτοβουλίας πρώην στελεχών του αντιδικτατορικού αγώνα «50 χρόνια Πολυτεχνείο». «Ο στόχος πλέον είναι η συγκρότηση ενός αρχείου αντιδικτατορικού αγώνα και η συλλογή των μαρτυριών των πρωταγωνιστών του», κατέληξε.