Η Αλβανία προχώρησε στη σύλληψη του πληρώματος τάνκερ που μετέφερε 22.500 τόνους πετρελαίου, που φέρονται να προέρχονταν από τη Ρωσία, και έθεσε υπό κράτηση το πλήρωμα για παραβίαση του δυτικού εμπάργκο, ανακοίνωσε σήμερα η αλβανική αστυνομία, όπως μεταδίδει το Reuters.
Το τάνκερ πετρελαιοειδών και χημικών, νηολογίου Λιβερίας, συνελήφθη στην παραλιακή πόλη του Δυρραχίου. «Από τα πρώτα βήματα της έρευνας υπάρχει η υποψία ότι αυτό το φορτίο πετρελαίου προέρχεται από χώρες που τελούν υπό πετρελαϊκό εμπάργκο, ειδικά από τη Ρωσία», ανέφερε η αστυνομία.
Στην Καλαμάτα φορτώθηκε πετρέλαιο στο τάνκερ
«Το τάνκερ αναχώρησε από το Αζερμπαϊτζάν και φέρεται να φορτώθηκε με πετρέλαιο στο ελληνικό λιμάνι της Καλαμάτας από άλλο δεξαμενόπλοιο με ποσότητα 22.500 τόνων ντίζελ», όπως μεταδίδει το πρακτορείο Reuters επικαλούμενο την ανακοίνωση της αστυνομίας.
Η Αλβανία ήταν μια από τις πρώτες χώρες οι οποίες επέβαλαν κυρώσεις στη Ρωσία πριν από ένα χρόνο, όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Η αλβανική αστυνομία ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια της επιχείρησης – με την κωδική ονομασία Embargo – συνέλαβε τα 22 μέλη του πληρώματος για περαιτέρω έρευνα.
Στις 10 Φεβρουαρίου, το βορειοανατολικό λιμάνι της Ισπανίας Ταραγόνα αρνήθηκε την είσοδο στο πλοίο Maersk Magellan με σημαία Σιγκαπούρης, αφού διαπιστώθηκε ότι το φορτίο πετρελαϊκών προϊόντων του είχε προηγουμένως μεταφερθεί από άλλο πλοίο που έφερε ρωσική σημαία.
Έλληνες πλοιοκτήτες σπάνε το εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο
Αν και δεν γνωρίζουμε τι συμφερόντων ήταν το τάνκερ, οι Έλληνες εφοπλιστές φαίνεται πως βοηθούν τη Ρωσία να παρακάμψει το εμπάργκο για τον ρωσικό στόλο που είχε επιβληθεί στις 8 Απριλίου, σημείωνε ήδη από τον περασμένο Μάιο η γερμανική, Die Welt υπογραμμίζοντας ότι οι Έλληνες πλοιοκτήτες έχουν τριπλασιάσει το μερίδιό τους στις μεταφορές πετρελαίου.
Επικαλούμενη πάντα στοιχεία του Lloyd’s List η γερμανική εφημερίδα αναφέρει ότι «τον Απρίλιο 190 τάνκερ είχαν αποπλεύσει από τα ρωσικά λιμάνια Πριμόρσκ, Νοβοροσίσκ, Ουστ, Λουγκά και Αγία Πετρούπολη. Τα 76 από αυτά έφεραν ελληνική σημαία. Έτσι οι Έλληνες έχουν τριπλασιάσει το μερίδιό τους στις μεταφορές πετρελαίου από τη Ρωσία μέσα σε έναν χρόνο.
Σε δημοσίευμα ωστόσο της γαλλικής Liberation, τον περασμένο Δεκέμβριο, σημειώνεται πως αν δεν είναι οι Έλληνες εφοπλιστές που θα ναυλώσουν τα πλοία που μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο, «θα το κάνουν άλλοι, αλλά η προσφορά μεταφοράς θα είναι μικρότερη και οι τιμές θα αυξηθούν».
Η Ελλάδα διαθέτει τον μεγαλύτερο στόλο δεξαμενόπλοιων πετρελαίου στον κόσμο, πολλά από τα οποία μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο σε όλο τον κόσμο, και επιθυμεί διακαώς να διατηρήσει τη μακροχρόνια επιχείρηση.
Πώς «ξεπλένεται» το ρωσικό πετρέλαιο
Ευρώπη και ΗΠΑ έχουν επιβάλει αυστηρές κυρώσεις στη Ρωσία, οι οποίες φυσικά αφορούν και στο ρωσικό πετρέλαιο. Μετά την πρώτη απαγόρευση στην εισαγωγή αργού πετρελαίου από τη Ρωσία, η ΕΕ συντάχθηκε στις αρχές Φλεβάρη με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία στην εφαρμογή ενός ευρύτερου εμπάργκο (επέτρεπε τα διυλισμένα προϊόντα).
Οι πρεσβευτές των «27» ενέκριναν το πλαφόν η τιμή του οποίου ορίστηκε στα 100 δολάρια ανά βαρέλι για τα πετρελαϊκά προϊόντα υψηλής ποιότητας, όπως το ντίζελ και τα 45 δολάρια ανά βαρέλι για τα χαμηλής ποιότητας πετρελαϊκά καύσιμα, όπως το μαζούτ.
Παρόλα αυτά, είναι γνωστό στην αγορά πως το ρωσικό πετρέλαιο μπορεί να βρίσκει τον δρόμο του μέσω του λεγόμενου ξεπλύματος, στο πλαίσιο του οποίου το ρωσικό ντίζελ θα αναμιγνύεται με άλλα μη ρωσικά προϊόντα σε χώρες όπως η Τουρκία και θα επανεξάγεται πίσω στην Ευρώπη.
Τα καύσιμα μπορούν να φορτωθούν σε φορτία και να επανεξαχθούν σε άλλες περιοχές και χώρες. Είναι επίσης δυνατό να μεταφερθεί με φορτηγίδα σε άλλους τερματικούς σταθμούς εντός του ίδιου λιμανιού ή να κατευθυνθεί από τον ποταμό Ρήνο προς την Ελβετία, τη Γαλλία και τη Γερμανία.
Αυτό μπορεί να αποκρύψει την προέλευση του καυσίμου, σημειώνουν οι έμποροι που γνωρίζουν τις διαδρομές του πετρελαίου στην ΕΕ. Οι αγοραστές ζητούν ολοένα και περισσότερο διαβεβαιώσεις σχετικά με την προέλευση του αναμεμειγμένου πετρελαίου από τους χώρους αποθήκευσης για να λάβουν οι ίδιοι την απόφασή τους σχετικά με το αν μπορούν να το δεχτούν. Ωστόσο, η πλήρως ανιχνεύσιμη τεκμηρίωση της προέλευσης δεν είναι πάντα άμεσα διαθέσιμη σε εύλογο χρονικό διάστημα πριν από την πραγματοποίηση μιας συμφωνίας.