Την έντονη αντίδραση του προέδρου της Bundesbank, Γιόαχιμ Νάγκελ, προκάλεσε η δέσμευση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να προσφέρει νέα στήριξη στις υπερχρεωμένες χώρες του Νότου, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Ο πρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας (Bundesbank), Γιόαχιμ Νάγκελ, ήταν αντίθετος με τη δέσμευση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κατά την έκτακτη συνεδρίαση του περασμένου μήνα, να προχωρήσει σε νέα στήριξη τού χρεωμένου Νότου της Ευρωζώνης, αναβιώνοντας το ρήγμα μεταξύ της ΕΚΤ και του μεγαλύτερου μετόχου της, όπως δήλωσαν στο Reuters πηγές με γνώση του θέματος.
Οι υπεύθυνοι για την πολιτική της ΕΚΤ δεσμεύτηκαν στις 15 Ιουνίου να αγοράζουν περισσότερα ομόλογα από τις χρεωμένες χώρες για να περιορίσουν τη διεύρυνση της ψαλίδας μεταξύ του κόστους δανεισμού τους και του κόστους δανεισμού της Γερμανίας καθώς η κεντρική τράπεζα ετοιμάζεται να αυξήσει τα επιτόκια.
Η ΕΚΤ θα έπρεπε να εστιάσει στην καταπολέμηση του υψηλού πληθωρισμού
Ο Νάγκελ, ωστόσο, διαφώνησε με την απόφαση αυτή, υποστηρίζοντας ότι η ΕΚΤ θα έπρεπε να εστιάσει στην καταπολέμηση του υψηλού πληθωρισμού, σύμφωνα με τρεις πηγές.
Η έκτακτη συνεδρίαση, η οποία έγινε μέσω τηλεδιάσκεψης, συγκλήθηκε λίγες μόνο ώρες πριν την πραγματοποίησή της, κάτι που σημαίνει ότι οι διοικητές είχαν λίγο χρόνο για να εξετάσουν τα έγγραφα για την προετοιμασία της συνεδρίασης, ενώ δεν μπόρεσαν να συμμετάσχουν όλοι σε αυτή, πρόσθεσαν οι πηγές.
Κεντρικοί τραπεζίτες, οι οποίοι έχουν μιλήσει μετά τη συνεδρίαση αυτή -όπως ο Βέλγος Πιερ Ουνς και ο Ολλανδός, Κλάας Κνοτ, δύο βασικοί υπέρμαχοι της αυστηρής νομισματικής πολιτικής- στήριξαν τη δέσμευση της προέδρου της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, να αντιμετωπισθεί ο κατακερματισμός (της αγοράς ομολόγων της Ευρωζώνης).
Αυτό σήμαινε ότι η αντίθεση του Νάγκελ ήταν απίθανο να αποτελέσει ένα αξεπέραστο εμπόδιο, αλλά ήταν η πρώτη ορατή διαφωνία του Νάγκελ και της Λαγκάρντ από τότε που ο πρώτος ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Ιανουάριο.
Η Γερμανία ενάντια στην χαλαρή νομισματική πολιτική
Η Μπούντεσμπανκ ήταν επί χρόνια ο μεγαλύτερος επικριτής της πολιτικής φθηνού χρήματος της ΕΚΤ, όταν επικεφαλής της πρώτης ήταν ο Γενς Βάιντμαν και της δεύτερης ο Μάριο Ντράγκι.
Η Λαγκάρντ και ο Νάγκελ προσπάθησαν έκτοτε να γεφυρώσουν τις διαφορές αυτές, με την πρώτη να δίνει στους επικεφαλής των εθνικών κεντρικών τραπεζών μεγαλύτερο λόγο στις συνεδριάσεις για τη νομισματική πολιτική και τον δεύτερο να απέχει από την άσκηση δημόσιας κριτικής στις αποφάσεις.
Ο Νάγκελ, όμως, έχει βρεθεί υπό πίεση στη Γερμανία για τον υψηλότερο πληθωρισμό στη χώρα από τη δεκαετία του 1970 και την αίσθηση ότι η πολιτική της ΕΚΤ σχεδιάστηκε περισσότερο για να στηρίξει τις χρεωμένες χώρες, όπως την Ιταλία και την Ελλάδα, παρά για να ελέγξει τις τιμές.
Η ΕΚΤ επιχειρεί να μειώσει τις αποδόσεις των ομολόγων χρησιμοποιώντας τα έσοδα από ομόλογα της Γερμανίας και άλλων χωρών του Βορρά που λήγουν για να αγοράσει περισσότερα ιταλικά, ελληνικά, ισπανικά και πορτογαλικά ομόλογα. Επεξεργάζεται, επίσης, ένα νέο εργαλείο για την αγορά ακόμη περισσότερων ομολόγων του ευρωπαϊκού Νότου με νέο χρήμα.
Οι αγορές αυτές θα οδηγήσουν πιθανότατα στη μείωση των γερμανικών ομολόγων που κατέχει η ΕΚΤ κάτω από την ποσόστωσή της (quota) καθώς οι αγορές περιφερειακών ομολόγων είναι απίθανο να αντισταθμιστούν από μεγαλύτερες αγορές ομολόγων χωρών του πυρήνα στο μέλλον, ανέφεραν οι πηγές.
Επιπλέον, η Μπούντεσμπανκ θα υφίστατο ζημιές, αν αναγκαζόταν να πουλήσει γερμανικά ομόλογα για να αντισταθμίσει τις αγορές ομολόγων άλλων χωρών -αν και τέτοιες πωλήσεις είναι απίθανες επί του παρόντος. Πηγές ανέφεραν στο Reuters ότι η ΕΚΤ θα αποστείρωνε γρηγορότερα χρήμα μέσω δημοπρασιών «απορρόφησης ρευστότητας» παρά μέσω πωλήσεων ομολόγων.
Το νέο μέσο για την αγορά περισσότερων ομολόγων από τη Νότια Ευρώπης πιθανόν θα συνοδεύεται από όρους, όπως ότι το χρέος μίας χώρας θεωρείται βιώσιμο από την ΕΚΤ ή ότι η χώρα συμμορφώνεται με τους δημοσιονομικούς κανόνες και τις οικονομικές συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.