Με συνέντευξή του στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής, ο Ηλίας Μόσιαλος αναλύει πώς πιθανόν σχετίζεται ο κορονοϊός με την ηπατίτιδα, ενώ προβλέπει ότι η πανδημία δεν θα πιέσει σημαντικά το ΕΣΥ ξανά από το φθινόπωρο.
«Επί του παρόντος, έχουν αναφερθεί περίπου 230 περιστατικά σε 20 χώρες, εκ των οποίων 145 στο Ηνωμένο Βασίλειο, 20 στην Αμερική και μικρά νούμερα, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC), σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες» ανέφερε.
«Υπάρχουν αναφορές στη βιβλιογραφία για κάποια περιστατικά ηπατίτιδας ύστερα από λοίμωξη με κορονοϊό στο διάστημα της πανδημίας, σε μικρά παιδιά. Ομως, αυτήν τη στιγμή δεν έχουμε ακόμα εικόνα εάν όλα τα παιδιά που εμφάνισαν αυτήν την αδιευκρίνιστης αιτιολογίας ηπατίτιδα είχαν κολλήσει παλαιότερα κορονοϊό. Δεδομένου όμως πως κάποια από αυτά τα παιδιά είχαν ιστορικό μόλυνσης με κορονοϊό και κάποια όταν εισήχθησαν είχαν ενεργή μόλυνση με αδενοϊό 41, εξετάζεται η συσχέτιση των δύο ιών με τα περιστατικά», συμπλήρωσε ο Ηλίας Μόσιαλος.
«Θα μπορούσε να ευθύνεται η προηγούμενη έκθεση στον κορονοϊό ή κάποια άλλη λοίμωξη, μια ταυτόχρονη λοίμωξη αδενοϊού με κορονοϊό ή και μια νέα παραλλαγή αδενοϊού. Επίσης, εξετάζεται και η πιθανότητα να υπάρχει κάποιο διαφορετικό παθογόνο, που είτε δρα μόνο του είτε ως ταυτόχρονη λοίμωξη με αδενοϊό ή/και κορονοϊό, ή ακόμα και μια νέα παραλλαγή του κορονοϊού», κατέληξε.
Ο Ηλίας Μόσιαλος για το τέλος της πανδημίας
Ερωτηθείς για το πότε προβλέπει το τέλος της πανδημίας, ανέφερε: «Για να ελέγξουμε πλήρως την πανδημία χρειαζόμαστε μια λύση όχι μόνο για την προστασία από τη βαριά νόσηση αλλά και για την ήπια και για τη μετάδοση. Τα εμβόλια που έχουμε τώρα, ναι, μας προστατεύουν από τη σοβαρή νόσηση και είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά ως προς αυτό.
Αλλά, για να μπλοκάρουμε πλήρως τις λοιμώξεις, χρειαζόμαστε εμβόλια που ενεργούν και στο σημείο όπου ο ιός έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το σώμα μας. Δηλαδή, να μπορούσαμε με ένα σκεύασμα να ψεκάζουμε το εμβόλιο στα ρουθούνια της μύτης στο σπίτι. Υπάρχουν οκτώ ρινικά εμβόλια σε επίπεδο κλινικών μελετών και τρία σε κλινικές δοκιμές φάσης 3, τα οποία δοκιμάζονται σε πολυπληθείς ομάδες ανθρώπων.
Η διαφορά μεταξύ των ενέσιμων και των ρινικών εμβολών είναι πως τα πρώτα είναι πιο ανεπαρκή στο να επάγουν προστατευτική ανοσία στον βλεννογόνο της μύτης, τα δεύτερα φαίνεται πως προκαλούν και βλεννογονικές και συστημικές αποκρίσεις. Βέβαια, θα περιμένουμε τα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών για να δούμε αν τα εμβόλια είναι και ασφαλή και αποτελεσματικά ως προς την προστασία από τη λοίμωξη και την ασθένεια. Εάν αυτό ισχύει, πέρα από την προφανή ευκολία χρήσης, ίσως στο μέλλον να χρησιμοποιούνται και ως ενισχυτικά των υπαρχόντων εμβολίων».