Μπορεί τα γεγονότα που θα εξιστορήσουμε παρακάτω να έγιναν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και κάμποσες δεκαετίες πίσω, ωστόσο το σκάνδαλο Watergate αποτελεί χωρίς αμφιβολία το μεγαλύτερο πολιτικό σκάνδαλο στον ελεύθερο κόσμο. Ένα σχέδιο συνωμοσίας με ενορχηστρωτή τον ίδιο τον πρόεδρο των ΗΠΑ, το οποίο και έμεινε στην ουσία ατιμώρητο.
Και για να γίνει αντιληπτό πόσο βαθιά στην συλλογική συνείδηση όλου του δυτικού κόσμου έχει εγγραφεί το περίφημο σκάνδαλο Watergate, αρκεί να τονίσουμε πως από εκείνη την υπόθεση που κόντεψε να γκρεμίσει την αμερικανική δημοκρατία, έχει μείνει ο όρος «το βαθύ λαρύγγι» (ναι δεν αναφερόμαστε στην ταινία ενήλικου περιεχομένου). Ο πρώην αξιωματικός του FBI που αψήφησε τις απειλές της τότε διοίκησης και έλυσε το μυστήριο του σκανδάλου.
Τι είναι το σκάνδαλο Watergate
Για τους νεότερους και εκείνους που επιθυμούν να ξεσκονίσουν τη μνήμη τους, ενορχηστρωτής, εκβιαστής και κεντρικό πρόσωπο του σκανδάλου ήταν ο Αμερικανός Πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και η αμερικανική κοινωνία διχάζεται από τον αιματηρό πόλεμο στο Βιετνάμ.
Μια συλλογική πληγή που παραμένει ακόμη ανοιχτή, αν κρίνουμε από την αμερικανική δραματουργία, χωρίς αυτό βέβαια να έχει αποτρέψει την ισχυρή χώρα να επαναλάβει τα ίδια λάθη στο πεδίο, εξαπολύοντας πολέμους σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Το σκάνδαλο πήρε το όνομά του από το κτίριο Watergate, εκεί όπου στεγαζόταν η Εθνική Επιτροπή του Δημοκρατικού κόμματος (αυτή που έγινε στόχος χάκερ και υποπτευόμαστε πως παρείχε σημαντικές πληροφορίες και στην εκλογική αναμέτρηση του 2016, όταν και αναδείχτηκε πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ).
Την άνοιξη του 1972 λοιπόν, ο Νίξον χρειαζόταν κάθε δυνατή πληροφορία προκειμένου να ισχυροποιήσει τη θέση του, εν όψει των εθνικών εκλογών του φθινοπώρου, όπου διεκδικούσε την επανεκλογή του.
Αποφάσισε λοιπόν να στείλει μέλη της ομάδας που είχε αναλάβει την προεκλογική του καμπάνια στο οχυρό του εχθρού – ο Νίξος ήταν Ρεπουμπλικανός – προκειμένου να αποσπάσουν έγγραφα και πληροφορίες για τον αντίπαλό του, αλλά και με στόχο να παγιδεύσει τα τηλέφωνα του κτιρίου.
Έτσι και έγινε! Ως κοινοί ληστές, οι άνθρωποι του προέδρου εισάβαλαν στο κτίριο και έβαλαν κοριούς στα τηλέφωνα, τον Μάιο του 1972.
Η σύλληψη των μπουκαδόρων του Watergate
Ωστόσο, διαβάζουμε στο History.com, πως οι κοριοί δεν είχαν τοποθετηθεί καλά και έτσι η εγκληματική οργάνωση του προέδρου ξαναχτύπησε. Τοποθέτησαν ταινία στις κλειδαριές των θυρών, προκειμένου να μην κλείσουν και οργάνωσαν νέα έφοδο τον Ιούνιο του ίδιου έτους. Για κακή τους τύχη, ο φύλακας του Watergate του παρατήρησε και έτσι κάλεσε την Αστυνομία.
Ακόμη και «με τη γίδα στην πλάτη», όπως θα λέγαμε εδώ στην Ελλάδα, ο Ρίτσαρντ Νίξον δεν παραδέχτηκε τίποτα. Σε μια πύρινη ομιλία αρνήθηκε κάθε ανάμειξη δικών του συνεργατών με την υπόθεση. Όπως αποδείχτηκε βέβαια στη συνέχεια, όχι μόνο παρακολουθούσε τους αντιπάλους του, αλλά είχε φροντίσει να υποκλέπτει και τις συνομιλίες από το Οβάλ Γραφείο, δημιουργώντας αρχείο με παράνομα ηχογραφημένες συνομιλίες με εχθρούς και φίλους, Αμερικανούς και ξένους.
Τον Ιούλιο του 1973, άρχισαν να πληθαίνουν τα στοιχεία κατά του επιτελείου του Προέδρου, συμπεριλαμβανομένων μαρτυριών από πρώην μέλη του επιτελείου που δόθηκαν στην επιτροπή της Γερουσίας που ερευνούσε το Watergate. Η έρευνα αποκάλυψε ότι ο πρόεδρος Νίξον είχε ένα μαγνητόφωνο στο γραφείο του και είχε καταγράψει πολλές συνομιλίες. Η κασέτα που τον «έκαψε» ονομάστηκε «smoking gun».
Ο Νίξον σκέπασε την αλήθεια για χρόνια
Τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης που βρίσκονταν κοντά στη διοίκηση Νίξον μετά βίας ασχολήθηκαν με το θέμα και το στιβαρό «κατηγορώ» του προέδρου έπεισε τους πολίτες πως έλεγε την αλήθεια. Κάπως έτσι, παρά τα πρώτα ψήγματα της υπόθεσης, ο συντηρητικός πολιτικός κέρδισε με άνεση τις εκλογές του Νοεμβρίου.
Ευτυχώς όμως για τη Δημοκρατία και τη δημοσιογραφία, το «βαθύ λαρύγγι», αλλά και δύο δημοσιογράφοι της Washington Post, οι Μπομπ Γουντγουορντ και Καρλ Μπέρνσταϊν συνέχισαν να ερευνούν την υπόθεση.
Σύμμαχός τους, στη διαλεύκανση αυτής της δυσώδους υπόθεσης και ο δικαστής Τζον Σιρίκα, αλλά και μέλη της Γερουσίας που εξακολουθούσαν να ζητούν εξηγήσεις. Οι συλληφθέντες ως κοινοί διαρρήκτες είχαν στα χέρια τους απόρρητα έγγραφα, ενώ πάνω τους βρέθηκε και το τηλέφωνο του επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του Νίξον.
Υπό το βάρος των ανακρίσεων, ορισμένοι από αυτούς άρχισαν να μιλούν και έτσι αποκαλύφθηκε πως ο Νίξον είχε συνήθειο την υποκλοπή και ότι κρατούσε τις κασέτες των συνομιλιών του από το Οβάλ Γραφείο.
Έστρεψε ακόμη και την CIA εναντίον του FBI
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ είχε εξυφάνει μάλιστα και ολόκληρο σχέδιο με το οποίο θα έστρεφε την CIA εναντίον του FBI, δημιουργώντας ένα πελώριο σύννεφο καπνού γύρω από τις έρευνες, με την ελπίδα πως το σκάνδαλο Watergate δεν θα έβγαινε ποτέ στην επιφάνεια.
Όταν ο ειδικός ανακριτής ζήτησε την παράδοση των προϊόντων υποκλοπής, ο πρόεδρος Νίξον τον απέλυσε, οδηγώντας σε ένα κύμα αντιδράσεων στον δικαστικό κόσμο. Παράλληλα, το Κογκρέσο ετοίμαζε διαδικασία αποπομπής του για παρακώλυση της δικαιοσύνης. Ως τον Αύγουστο του 1974, το σχέδιο συγκάλυψης του σκανδάλου Watergate κατέρρεε σαν χάρτινος πύργος.
Ένας κοινός εγκληματίας στο Οβάλ Γραφείο
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ αναγκάστηκε να παραδώσει τις περιβόητες κασέτες, από τις οποίες αποδεικνυόταν περίτρανα στο σύνολο του, το σκάνδαλο Watergate. Ο Νίξον ήξερε πως το τέλος του είχε έρθει και πριν τη διαδικασία αποπομπής του υπέβαλε την παραίτησή του στις 8 Αυγούστου του 1974.
Σε αντίθεση με ό, τι θα περίμενε κανείς, καθώς η αμερικανική κοινή γνώμη έβλεπε τον πιο ισχυρό θεσμό για το αμερικανικό σύστημα εξουσίας να γίνεται θρύψαλα, ο αντιπρόεδρος Τζέραλντ Φορντ, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα προέδρου απένειμε χάρη στον Ρίτσαρντ Νίξον για όσα εγκλήματα είχε διαπράξει!!
Ένα χρόνο αργότερα, πάνω στην έρευνα των Γούντγουορντ και Μπέρνσταιν, βασίστηκε η ταινία του Άλαν Πάκουλα, «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου» με πρωταγωνιστές τους Ντάστιν Χόφμαν, Ρόμπερτ Ρέντφορντ και Τζέισον Ρόμπαρτς.
Ποιος είναι τελικά το «βαθύ λαρύγγι» του Watergate
Τριάντα χρόνια μετά το σκάνδαλο Watergate, ο άνδρας που έμεινε στην ιστορία ως το «βαθύ λαρύγγι» αποκάλυψε την ταυτότητά του. 91 ετών πια, ο Γουίλιαμ Μαρκ Φελτ, αποφάσισε να διαλύσει τον αστικό μύθο πίσω από την πιο εμβληματική φιγούρα του πολιτικού σκανδάλου.
Υπήρξε αναπληρωτής διευθυντής του FBI, ο υπ’ αριθμόν δύο του οργανισμού όταν ξέσπασε το Watergate. Κι ενώ ήταν βέβαιος πως η διάρρηξη στο κτίριο συνδεόταν απευθείας με τον Λευκό Οίκο, το παρακράτος Νίξον δεν του επέτρεπε να φτάσει στην αλήθεια. Έτσι, αποφάσισε να αναλάβει την υπόθεση προσωπικά και να διαρρέει πληροφορίες στους δύο δημοσιογράφους που τελικά αποκάλυψαν την πλεκτάνη.