Με την ονομασία αυτή είναι γνωστή η Σονάτα του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (1770-1827), ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του πιανιστικού ρεπερτορίου.
Ο πλήρης τίτλος του έργου είναι Σονάτα για πιάνο αρ. 14 σε ντο δίεση ελάσσονα, έργο 27/2, και φέρει τον υπότιτλο Quasi una fantasia (Με τον τρόπο της Φαντασίας). H ονομασία Σονάτα του Σεληνόφωτος ή Σονάτα υπό το Σεληνόφως, όπως είναι επίσης γνωστή στα ελληνικά, (Mondscheinensonate στα γερμανικά, Moonlight Sonata στα αγγλικά), οφείλεται στον Γερμανό μουσικοκριτικό και ποιητή Λούντβιχ Ρέλσταμπ (1799-1860), ο οποίος το 1832 έγραψε ότι του θύμιζε «το φεγγαρόφωτο που λάμπει πάνω από τη λίμνη της Λουκέρνης».
Το έργο ολοκληρώθηκε το 1801 και δημοσιεύτηκε σαν σήμερα στις 3 Μαρτίου του 1802. Ο Μπετόβεν το αφιέρωσε σε μια 17χρονη μαθήτριά του, την κοντέσα Τζουλιέτα Γκουϊτσιάρντι (1784-1856), με την οποία ο τριαντάχρονος τότε συνθέτης ήταν ερωτευμένος και η οποία του άλλαξε την «άθλια και μίζερη ζωή», όπως αναφέρει σε μία επιστολή του. Ήταν η περίοδος που ο Μπετόβεν αντιμετώπιζε τα πρώτα προβλήματα με την ακοή του, που θα τον οδηγούσαν αργότερα στην κώφωση, όπως αναφέρει το Sansimera.
Η Σονάτα αρ. 14 του Μπετόβεν, που διαρκεί γύρω στα 15 λεπτά, αποτελείται από τρία μέρη:
Adagio Sostenuto
- Σε μορφή σονάτας είναι το τμήμα στο οποίο οφείλει τη δημοφιλία του το έργο του Μπετόβεν. Ο γάλλος συνθέτης Εκτόρ Μπερλιόζ (1803-1869) το χαρακτήρισε «ποίημα, που η ανθρώπινη γλώσσα αδυνατεί να περιγράψει». Ο μαθητής του Μπετόβεν Καρλ Τσέρνι (1791-1857), «νυχτερινή σκηνή, στην οποία ακούγεται μια θρηνητική απόκοσμη φωνή». Ήταν αρκετά γνωστό από την εποχή του Μπετόβεν κιόλας και συχνά προκαλούσε την ενόχληση του σπουδαίου συνθέτη, ο οποίος έλεγε στον Τσέρνι «Έχω γράψει και καλύτερα πράγματα».
Allegretto
- Το δεύτερο μέρος είναι ένα συμβατικό σκέρτσο και τρίο, μία στιγμή σχετικής ηρεμίας. Ο ούγγρος συνθέτης Φραντς Λιστ (1811-1886) το περιέγραψε σαν «ένα λουλούδι ανάμεσα σε δύο χάσματα».
Presto Agitato
- Το θυελλώδες τρίτο μέρος (σε μορφή σονάτας) με τον πειραματικό του χαρακτήρα έχει το μεγαλύτερο ειδικό βάρος στο όλο έργο. O αμερικανός πιανίστας Τσαρλς Ρόζεν (γ. 1927) έχει πει ότι «εκφράζει την πιο αχαλίνωτη εκπροσώπηση των συναισθημάτων. Ακόμα και σήμερα, 200 χρόνια αργότερα, η αγριότητά του είναι κάτι το καταπληκτικό». Το τρίτο μέρος του έργου έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τον Σοπέν στο Fantaisie – Impromptu (Φαντασία – Αυτοσχεδιασμός) σε ντο δίεση ελάσσονα, έργο 66. Στη δομή του έργου (αργό-αργό-γρήγορο), που ξεφεύγει από τη μορφή της σονάτας της εποχής του Μπετόβεν (γρήγορο-αργό-γρήγορο), ίσως να οφείλεται ο υπότιτλος του έργου: Quasi una fantasia (Με τον τρόπο της Φαντασίας).