Η Ελληνοτουρκική σύμβαση της Λωζάνης (γνωστή επίσημα ως Σύμβαση για την Ανταλλαγή των ελληνικών και τουρκικών Πληθυσμών), ήταν μια συμφωνία μεταξύ των ελληνικών και τουρκικών κυβερνήσεων η οποία υπεγράφη από τους Έλληνες και Τούρκους εκπροσώπους στην Λωζάνη στις 30 Ιανουαρίου 1923, μετά τον ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1919-1922.
Η συμφωνία προβλέπει την ταυτόχρονη ανταλλαγή των Ορθοδόξων Χριστιανών (οι οποίοι θα μεταφερθούν στην Ελλάδα) και των Μουσουλμάνων (οι οποίοι θα μεταφερθούν στην Τουρκία). Τα άτομα που μεταφέρθηκαν λόγω της συμφωνίας έφτασαν στα περίπου δύο εκατομμύρια (περίπου 1,5 εκατομμύριο Έλληνες της Ανατολίας και 500.000 Μουσουλμάνοι στην Ελλάδα).
Τι προέβλεπε η Σύμβαση της Λωζάνης
Όσον αφορά τους Μουσουλμάνους της Ελλάδας, η συνθήκη αντανακλούσε τις Οθωμανικές αντιλήψεις της “ιθαγένειας” και η πραγματική καταγωγή αντικαταστάθηκε από θρησκευτικές πεποιθήσεις. Αυτό σήμαινε ότι πολλοί Έλληνες Μουσουλμάνοι από την ελληνική Μακεδονία και την Ήπειρο ταξινομήθηκαν ως Τούρκοι παρόλο που πολλοί από αυτούς μιλούσαν ελάχιστα ή πολύ λίγα τουρκικά και κατάγονταν από έλληνες προσήλυτους στο Ισλάμ. Ομοίως, πολλοί τούρκοι χριστιανοί από τη βορειοανατολική Ανατολία και Καππαδοκία χαρακτηρίστηκαν επίσης ως Έλληνες και απελάθηκαν στην Ελλάδα, παρόλο που μίλησαν ελάχιστα ή καθόλου ελληνικά. Αυτές οι ομάδες περιλαμβάνουν τους Καραμανλήδες, οι οποίοι μιλούσαν Καραμανλήδεια τουρκικά. Επειδή η Σύμβαση ταξινομούσε τους Έλληνες και τους Τούρκους σύμφωνα με το θρήσκευμα, αυτοί επίσης απελάθηκαν στην Ελλάδα μαζί με τους ελληνόφωνους Χριστιανούς της Ανατολίας.
Για τον ίδιο λόγο, πολλοί Πόντιοι από την βορειοανατολική Ανατολία και τη περιοχή του Καυκάσου που είχαν μεταστραφεί στο Ισλάμ και υιοθέτησαν την τουρκική γλώσσα και εθνική ταυτότητα θεωρήθηκαν από τη σύμβαση ως Τούρκοι. Ωστόσο, μεγάλος αριθμός Ποντίων ήταν Κρυπτο-Χριστιανοί στην ύστερη Οθωμανική περίοδο, πριν επιστρέψουν στην Ορθοδοξία μετά την κατάληψη του Ερζερούμ και της Αργυρούπολης (Γκιουμούσχανε) από τη Ρωσία το 1828, ενώ ενώθηκαν με τους Ρώσους εισβολείς και ακολούθησαν τα στρατεύματα του ρωσικού αυτοκρατορικού στρατού στην Γεωργία και την νότια Ρωσία μετά την απόσυρση του.
Η σύμβαση επικυρώθηκε από την τουρκική κυβέρνηση στις 23 Αυγούστου 1923 και από την ελληνική κυβέρνηση στις 25 Αυγούστου του 1923, μετά τη σύναψη της Συνθήκης της Λωζάνης. Η συμφωνία εγγράφηκε στην σειρά συνθηκών της Κοινωνίας των Εθνών στις 27 Ιανουαρίου 1925.
Οι ανταλλάξιμοι, σύμφωνα με τη σύμβαση ανταλλαγής:
- θα απέβαλαν την παλιά ιθαγένεια και θα αποκτούσαν την ιθαγένεια της χώρας στην οποία εγκαθίσταντο
- είχαν δικαίωμα να μεταφέρουν την κινητή τους περιουσία
- είχαν δικαίωμα να πάρουν από το κράτος στο οποίο μετανάστευαν ως αποζημίωση περιουσία ίσης αξίας με την ακίνητη περιουσία που εγκατέλειπαν φεύγοντας
- θα διευκολύνονταν στην μετακίνησή τους από τη Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής.
Η συμφωνία αυτή για ανταλλαγή πληθυσμών διέφερε από τις προηγούμενες. Καθιέρωνε για πρώτη φορά τη μαζική μετακίνηση πληθυσμών κι είχε υποχρεωτικό χαρακτήρα, ενώ οι μέχρι τότε συμφωνίες προέβλεπαν εθελοντική μετανάστευση κατοίκων κάποιων επίμαχων περιοχών.
Όταν έγινε γνωστή η υπογραφή της Σύμβασης και οι όροι της, οι πρόσφυγες που βρίσκονταν στην Ελλάδα αντέδρασαν έντονα. Σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας συγκρότησαν συλλαλητήρια, διατρανώνοντας την απόφασή τους να εμποδίσουν την εφαρμογή της. Η πραγματικότητα όμως, όπως είχε διαμορφωθεί μετά την έξοδο χιλιάδων Ελλήνων από τις πατρογονικές τους εστίες και την άρνηση από πλευράς Τουρκίας να δεχθεί την επιστροφή τους, ανάγκασε την ελληνική αντιπροσωπεία να συμφωνήσει. Εξάλλου, η υπογραφή της Σύμβασης υποβοηθούσε τις βλέψεις των ηγετών των δυο χωρών (Βενιζέλος, Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ) για την διασφάλιση και αναγνώριση των συνόρων τους, την επίτευξη ομοιογένειας και την απρόσκοπτη ενασχόληση με την εσωτερική μεταρρύθμιση και ανάπτυξη. Σύμφωνη με αυτή την Σύμβαση ήταν και η Κοινωνία των Εθνών.
Με βάση το άρθρο 11 της Σύμβασης της Λωζάνης ιδρύθηκε η Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Την αποτελούσαν έντεκα μέλη ( 4 Έλληνες, 4 Τούρκοι και 3 μέλη-πολίτες ουδέτερων κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κρατών) με αρμοδιότητα τον καθορισμό του τρόπου μετανάστευσης των πληθυσμών και της εκτίμησης της ακίνητης περιουσίας των ανταλλαξίμων.