Το Πάσχα είναι κινητή γιορτή, ωστόσο λίγοι γνωρίζουν τον ακριβή λόγο.
Αυτό συμβαίνει κάθε χρόνο και έχει βασίζεται στην εξής παράδοση. Σύμφωνα λοιπόν με την ιστορία, ο Εβραίοι γιόρταζαν το πέρασμα από την Ερυθρά θάλασσα με επικεφαλής τον Μωυσή την 14η μέρα του μήνα Νισάν, δηλαδή ανήμερα της πρώτης εαρινής πανσελήνου.
Οι πρώτοι Χριστιανοί συνήθιζαν να γιορτάζουν το Πάσχα μαζί με τους Εβραίους, ωστόσο αργότερα θέλοντας να το συνδέσουν με την αναστάσιμη ημέρα, την Κυριακή, αποφάσισαν να το γιορτάζουν την πρώτη Κυριακή μετά την ανοιξιάτικη πανσέληνο, ούτως ώστε να μην συμπίπτει με το εβραϊκό.
Πως όμως προσδιορίζεται η ημερομηνία της Λαμπρής
Η απόφαση για τις ημερομηνίες εορτασμού του Πάσχα λήφθηκε στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο που έγινε το 325μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας.
Συγκεκριμένα αποφασίστηκε το εξής:
Το Ανάσταση γιορτάζεται κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο που γίνεται μετά την εαρινή ισημερία, δηλαδή μετά την 21η Μαρτίου (με το παλαιό ημερολόγιο), εκτός αν η πανσέληνος τυγχάνει να γίνει Κυριακή, οπότε μεταφέρεται την επόμενη Κυριακή.
Η πρώτη μέρα της Σελήνης τοποθετείται στο διάστημα μεταξύ της 8ης Μαρτίου και της 5ης Απριλίου. Επομένως, δεδομένου ότι η περιστροφή της σελήνης γύρω από τη Γη διαρκεί περίπου 28 μέρες, έχουμε πανσέληνο στο μέσο του κύκλου δηλαδή την 14η μέρα.
Αυτό σημαίνει ότι η Λαμπρή μπορεί να πέσει στο διάστημα μεταξύ 22ας Μαρτίου και 25ης Απριλίου.
Οι παραπάνω ημερομηνίες αφορούν το παλαιό ημερολόγιο, οπότε αν προσθέσουμε τις 13 μέρες που είναι η διαφορά παλιού και νέου ημερολογίου, βρίσκουμε ότι το Ορθόδοξο Πάσχα θα πέφτει πάντα από 4 Απριλίου ως 8 Μαΐου.
Γιατί δεν συμπίπτει το Ορθόδοξο με το Καθολικό Πάσχα
Αυτό συμβαίνει γιατί οι Ρωμαιοκαθολικοί καθορίζουν το Πάσχα σύμφωνα με το νέο, το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Για το λόγο αυτό το Πάσχα των Καθολικών γιορτάζεται συνήθως νωρίτερα από αυτό των Ορθοδόξων.
Υπάρχει ωστόσο και η περίπτωση για κάποιες συγκεκριμένες ημερομηνίες της εαρινής πανσελήνου, ο εορτασμός του Πάσχα από τις δύο εκκλησίες ταυτίζεται.
Ιουλιανό και Γρηγοριανό ημερολόγιο
Όπως αναφέρει το janus.gr τα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρας ανέθεσε στον αλεξανδρινό αστρονόμο Σωσιγένη την αναμόρφωση του ρωμαϊκού ημερολογίου που είχε μεγάλες ατέλειες. Ο Σωσιγένης προσέθεσε 90 ημέρες στο έτος και η 1η Μαρτίου 44π.Χ έγινε 1η Ιανουαρίου.
Το νέο ημερολόγιο ήταν σαφώς πιο ακριβές και ανταποκρινόταν καλύτερα στη διαδοχή των εποχών. Όριζε τη διάρκεια του έτους 365,25 ημέρες.
Η μικρή διαφορά καλύπτονταν από μία επιπλέον ημέρα που προστίθετο κάθε τέσσερα χρόνια, μετά την «έκτη προ των καλένδων του Μαρτίου», που ονομαζόταν «bis sextus».
Έτσι, η ημέρα αυτή, επειδή τη μετρούσαν δυο φορές, ονομάζεται ακόμα και σήμερα «δις έκτη» και το έτος που την περιέχει δίσεκτο.
Το σφάλμα του Ιουλιανού ημερολογίου
Το Ιουλιανό ημερολόγιο είχε ένα σφάλμα 11 λεπτών και 14 δευτερολέπτων ανά έτος το οποίο φάνηκε μακροπρόθεσμα. Τον 16ο αιώνα είχαν χαθεί έντεκα ολόκληρες μέρες και υπήρχε πλέον ο κίνδυνος τα Χριστούγεννα να γίνονται φθινόπωρο και το Πάσχα τον χειμώνα.
Βλέποντας τα προβλήματα του Ιουλιανού ημερολογίου ο Πάπας Γρηγόριος ο 13ος αποφάσισε να αλλάξει το σύστημα. Το νέο ημερολόγιο βασίστηκε σε αστρονομικές έρευνες προηγουμένων ετών και μια πρόταση που είχε καταθέσει ο Αλοΐσιους Λίλιους, γιατρός και αστρονόμος από την Καλαβρία. Αρχιτέκτονας πάντως του Γρηγοριανού θεωρείται ο Γερμανός μαθηματικός Κρίστοφερ Κλάβιους.
Τελικά στις 4 Οκτωβρίου του 1582 ο Πάπας Γρηγόριος ο 13ος ανακοίνωσε την αλλαγή σύμφωνα με την οποία προστέθηκαν 10 ημέρες, ενώ για να αποφευχθούν ανάλογες ασυμφωνίες και στο μέλλον, αποφασίστηκε κάθε τέσσερις αιώνες να θεωρούνται δίσεκτα, αντί για 100 χρόνια μόνο τα 97.
Πότε υιοθέτησε η Ευρώπη το Γρηγοριανό
Στις 15 Οκτωβρίου 1582 οι καθολικές ευρωπαϊκές χώρες (Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Πορτογαλία, Καθολικές Κάτω Χώρες, Λουξεμβούργο και οι αποικίες τους) υιοθέτησαν το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Σταδιακά και παρά τις αντιδράσεις το νέο ημερολόγιο κυριάρχησε στον πλανήτη καθώς αναγνωρίστηκε ως πιο ακριβές.
Το Γρηγοριανό ημερολόγιο είναι σαφώς πιο ακριβές από το Ιουλιανό, καθώς βελτιώνει την προσέγγιση του παλιού ημερολογίου για τη διάρκεια του έτους.
Έτσι, το μέσο έτος διαρκεί 365,2425 μέσες ηλιακές ημέρες, που προκαλεί σφάλμα περίπου μίας ημέρας κάθε 3.300 έτη, σε αντίθεση με το Ιουλιανό που έμενε πίσω μία ημέρα κάθε 128 έτη.