Η Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου έχει καθιερωθεί επίσημα στις 13 Φεβρουαρίου από την UNESCO.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στις αρχές της δεκαετίας του 1920 καταγράφονται σε δυτικές χώρες οι πρώτοι πειραματισμοί με ραδιοφωνικές εκπομπές, αρκετά χρόνια μετά τη χρήση ασυρμάτου για στρατιωτικούς σκοπούς.
Σύντομα άρχισαν να λειτουργούν στις ΗΠΑ και την Ευρώπη σταθμοί και σε άλλες χώρες με κανονικό πρόγραμμα και περιεχόμενο.
Στην Ελλάδα τα πρώτα πειράματα ραδιοφωνίας έγιναν το 1922 από τον καθηγητή Φυσικής του ΕΚΠΑ Κώστα Πετρόπουλο, ο οποίος προσπάθησε να προπαγανδίσει το νέο μέσο στον Τύπο, το 1923 από το Πολεμικό ναυτικό και το 1925 από ιδιωτική τεχνική σχολή.
Οι ακροατές ήταν ελάχιστοι και όλοι οι δέκτες σφραγισμένοι από το κράτος, το οποίο είχε για χρόνια και την αποκλειστική δυνατότητα ασύρματων (όχι ραδιοφωνικών) εκπομπών.
Η Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου: Ο σκοπός της
Σκοπός της Παγκόσμιας Ημέρας Ραδιοφώνου είναι ο εορτασμός του ραδιοφώνου ως Μέσου Μαζικής Επικοινωνίας, η βελτίωση της διεθνούς συνεργασίας μεταξύ των ραδιοφωνικών οργανισμών και η ενθάρρυνση των μεγάλων διεθνών δικτύων, όσο και των τοπικών ραδιοφώνων, να προωθήσουν την πρόσβαση στην πληροφόρηση και την ελευθερία της έκφρασης στα ερτζιανά.
Αρχικά, η Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου καθιερώθηκε με απόφαση της UNESCO στις 29 Σεπτεμβρίου 2011, έπειτα από πρόταση της Ισπανικής Ακαδημίας Ραδιοφώνου.
Η πρόταση των Ισπανών ήταν να τιμάται η Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου στις 30 Οκτωβρίου, σε ανάμνηση της περίφημης εκπομπής του Όρσον Γουέλς το 1938, που έμεινε στην ιστορία ως ο «Πόλεμος των Κόσμων».
Η UNESCO, όμως, αποφάσισε διαφορετικά και πρόκρινε τη 13η Φεβρουαρίου, ημερομηνία κατά την οποία το 1946 πρωτολειτούργησε το ραδιόφωνο του ΟΗΕ.
Πώς λειτουργεί το ραδιόφωνο
Είναι πολύ σημαντικό να σημειωθεί ότι, το ραδιόφωνο είναι η συσκευή που λειτουργεί ως δέκτης ηλεκτρομαγνητικών εκπομπών σε ορισμένη συχνότητα με μια κεραία και μετατροπέας σε ήχο.
Τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα λαμβάνονται από την κεραία, αποκωδικοποιούνται, μετατρέπονται σε ηλεκτρικό ρεύμα και στη συνέχεια σε ήχο από το ηχείο. Ραδιοφωνία, επίσης, θεωρείται και όλη η διαδικασία εκπομπής και λήψης ραδιοκυμάτων.
Τα είδη του ραδιοφώνου
Μπορούμε να διακρίνουμε τα ακόλουθα είδη ραδιοφώνου:
- Το αναλογικό ή συμβατικό ραδιόφωνο… Εδώ ο τρόπος διαμόρφωσης του σήματος έχει ως αποτέλεσμα το διαχωρισμό των συχνοτήτων για χρήση από τα AM και τα FM, ενώ ανάλογα με το σκοπό ορίζονται συγκεκριμένες περιοχές συχνοτήτων (π.χ. τα εμπορικά ραδιόφωνα στην Ευρώπη και την Αμερική εκπέμπουν στις συχνότητες FM 87.5-108). Άλλες περιοχές συχνοτήτων χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς όπως π.χ. από την Αστυνομία και την Πυροσβεστική.
- Το ραδιόφωνο με υπο-φέρον (subcarrier) αποτελεί εξειδικευμένη χρήση της τεχνολογίας των ραδιοκυμάτων διαμόρφωσης κατά συχνότητα (FM), κυρίως στις ΗΠΑ, όπου με ειδικούς δέκτες είναι δυνατή η λήψη περισσότερων του ενός σταθμών στην ίδια συχνότητα.
- Το ψηφιακό ραδιόφωνο αποτελεί νεότερο τεχνολογικά επίτευγμα, με διάφορες τεχνολογίες που βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της δοκιμής ή της αρχικής εφαρμογής. Μεταξύ αυτών των τεχνολογιών, το DAB, το οποίο λειτουργεί στην περιοχή πολύ υψηλών συχνοτήτων (VHF) και διαθέτει πολλών ειδών πρόσθετες διαδραστικές υπηρεσίες είναι αρκετά διαδεδομένο στη Βρετανία και την Ιρλανδία, αλλά αναπτύσσεται αργά λόγω του υψηλού κόστους των δεκτών. Παράλληλα υπάρχουν και άλλα πρότυπα, όπως το DRM, ένα ανοιχτό πρότυπο για τη διαμόρφωση κατά πλάτος (ΑΜ) και τις μπάντες μεσαίων και βραχέων.
- Το δορυφορικό ραδιόφωνο, το οποίο χρησιμοποιεί κανάλια στα πλαίσια του προτύπου της δορυφορικής ψηφιακής τηλεόρασης DVB, ούτως ώστε να μεταδίδεται μόνον ήχος.
- Το Διαδικτυακό ραδιόφωνο (ραδιόφωνο του Διαδικτύου, που εκπέμπει αρχεία ροής (δηλαδή επιφορτώνεται το αρχείο σε πραγματικό χρόνο, ο ήχος φορτώνεται εκείνη τη στιγμή που παίζει) και περιλαμβάνει και το Podcasting, που είναι η εμπορική ονομασία της μεταφόρτωσης ηχογραφημένων εκπομπών.
Αντόνιο Γκουτέρες: «Το ραδιόφωνο είναι ένα ισχυρό εργαλείο»
«Το ραδιόφωνο είναι ένα ισχυρό εργαλείο. Ακόμη και στον σημερινό κόσμο των ψηφιακών επικοινωνιών, το ραδιόφωνο φτάνει σε περισσότερους ανθρώπους από οποιαδήποτε άλλη πλατφόρμα MME», ανέφερε πρόσφατα σε δήλωσή του ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, ο Αντόνιο Γκουτέρες.
Το ραδιόφωνο μπορεί να δημιουργήσει μια κοινότητα
«Παρέχει ζωτικής σημασίας πληροφορίες και ευαισθητοποιεί για σημαντικά θέματα. Και είναι μια προσωπική, διαδραστική πλατφόρμα όπου οι άνθρωποι μπορούν να εκφράσουν τις απόψεις τους, τις ανησυχίες τους και τα παράπονά τους. Το ραδιόφωνο μπορεί να δημιουργήσει μια κοινότητα», σημείωσε.
Για τα Ηνωμένα Έθνη το ραδιόφωνο είναι ένας ζωτικής σημαίας τρόπος ενημέρωσης, επανένταξης και ενδυνάμωσης των ανθρώπων
«Για τα Ηνωμένα Έθνη, ειδικά για τις ειρηνευτικές επιχειρήσεις, το ραδιόφωνο είναι ένας ζωτικής σημαίας τρόπος ενημέρωσης, επανένταξης και ενδυνάμωσης των ανθρώπων που έχουν πληγεί από τον πόλεμο.
Σε αυτήν την Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου ας αναγνωρίσουμε τη δύναμη του ραδιοφώνου για την προώθηση του διαλόγου, της ανοχής και της ειρήνης», είπε ολοκληρώνοντας την δήλωσή του ο Αντόνιο Γκουτέρες.
Το ραδιόφωνο στην Ελλάδα
Το ραδιόφωνο στην Ελλάδα εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1920 με πειραματικές προσπάθειες μικρής κλίμακας από ιδιώτες και δημόσιους φορείς. Ο επίσημος φορέας συστήθηκε το 1938 και χρησιμοποιήθηκε για την προπαγάνδα του μεταξικού καθεστώτος.
Γρήγορα έγινε δημοφιλές μέσο, ειδικά κατά τη διάρκεια του πολέμου με την Ιταλία και της τριπλής κατοχής. Μεταπολεμικά το ραδιόφωνο επεκτάθηκε και παρήγαγε ποιοτικό και μορφωτικό πρόγραμμα με απήχηση στο ευρύ κοινό, αλλά βρισκόταν υπό στενό κρατικό έλεγχο.
Η εμφάνιση της τηλεόρασης τη δεκαετία του 1960 και η επικράτησή της δεν επηρέασαν σημαντικά τη σχέση του κοινού μαζί του. Το 1987, αφού νωρίτερα είχε εμφανιστεί ένας πολύ μεγάλος αριθμός παράνομων («πειρατικών») σταθμών, επιτράπηκε η ίδρυση δημοτικών ή ιδιωτικών, δηλαδή μη κρατικών, σταθμών φέρνοντας πληθώρα ενημερωτικών και ψυχαγωγικών διαύλων σε όλη τη χώρα.
Σταδιακά οι ιδιωτικοί επικράτησαν των κρατικών σταθμών, αν και οι τελευταίοι ανέκαμψαν μετά το 2000. Λόγω, τέλος, της οικονομικής κρίσης πολλοί σταθμοί έχουν περιορίσει το πρόγραμμά τους ή έχουν κλείσει.
Το άναρχο τοπίο στο Ραδιόφωνο
Το ραδιόφωνο είχε έντονα πολιτικές χρήσεις από τις προπολεμικές και τις μετεμφυλιακές κυβερνήσεις, ωστόσο έγινε ένα λαϊκό, ψυχαγωγικό μέσο που προσέλκυσε σημαντικούς ανθρώπους του πνεύματος, οι οποίοι παρήγαγαν ποιοτικό πρόγραμμα.
Με την απελευθέρωση στη δεκαετία του 1980, το πρόγραμμα έγινε–και σε μεγάλο βαθμό παραμένει μέχρι και σήμερα–εμπορικό, ενώ άρχισαν να εμφανίζονται και να επικρατούν αυτοματισμοί (playlist, λίστα αναπαραγωγής) που επικρίνονται για την μονομέρεια του περιεχομένου. Απήχηση, ακόμη, έχουν τα αθλητικά ραδιόφωνα.
Παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες ρύθμισης, το τοπίο παραμένει σε μεγάλο βαθμό άναρχο· σε όλη τη χώρα υπάρχουν πολλές εκατοντάδες σταθμοί. Σε σύγκριση με την τηλεόραση και τον γραπτό τύπο, το ραδιόφωνο συγκέντρωνε μικρότερο μερίδιο διαφημιστικής δαπάνης, γεγονός που προκαλεί σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση σημαντικά προβλήματα βιωσιμότητας σε σταθμούς στην Αθήνα και την περιφέρεια.
Πρώτες ανεπίσημες και επίσημες προσπάθειες (ως το 1945)
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 καταγράφονται σε δυτικές χώρες οι πρώτοι πειραματισμοί με ραδιοφωνικές εκπομπές, αρκετά χρόνια μετά τη χρήση ασυρμάτου για στρατιωτικούς σκοπούς. Σύντομα άρχισαν να λειτουργούν στις ΗΠΑ και την Ευρώπη σταθμοί και σε άλλες χώρες με κανονικό πρόγραμμα και περιεχόμενο.
Στην Ελλάδα τα πρώτα πειράματα ραδιοφωνίας έγιναν το 1922 από τον καθηγητή Φυσικής του ΕΚΠΑ Κώστα Πετρόπουλο, ο οποίος προσπάθησε να προπαγανδίσει το νέο μέσο στον τύπο, το 1923 από το Πολεμικό ναυτικό και το 1925 από ιδιωτική τεχνική σχολή. Οι ακροατές ήταν ελάχιστοι και όλοι οι δέκτες σφραγισμένοι από το κράτος, το οποίο είχε για χρόνια και την αποκλειστική δυνατότητα ασύρματων (όχι ραδιοφωνικών) εκπομπών.
Χρίστος Τσιγγιρίδης: Ο ιδρυτής του πρώτου ραδιοφωνικού σταθμού στην Ελλάδα
To 1926 εξέπεμψε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη ο Χρίστος Τσιγγιρίδης, επιχειρηματίας-εισαγωγέας ραδιοφωνικών συσκευών. Τρία χρόνια αργότερα, το 1929, μετά από κάποιες δοκιμές, δημιούργησε δικό του σταθμό που μετέδιδε πρόγραμμα με ελληνική και ξένη σοβαρή μουσική στο πλαίσιο της ΔΕΘ και μόνο κατά τη διάρκειά της.
Ο Τσιγγιρίδης ήθελε να αυξήσει τις πωλήσεις ραδιοφώνων για αυτό το λόγο έφτιαξε τον σταθμό, ο οποίος μετέδιδε διαφημίσεις, αναγγελίες και ειδήσεις σε συνεργασία με την εφημερίδα Μακεδονία. Ο σταθμός του Τσιγγιρίδη, που ήταν ο πρώτος στα Βαλκάνια, λειτουργούσε σε μονιμότερη βάση από το 1936 και ως το 1947 οπότε και απαλλοτριώθηκε υπέρ του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας· λίγο νωρίτερα τους πομπούς του είχε χρησιμοποιήσει και το ΕΑΜ.
Στην μεταξική περίοδο αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα από το καθεστώς γιατί μετέδιδε μη αρεστές ειδήσεις, ενώ αργότερα, στην Κατοχή, μετέδιδε υποχρεωτικά την γερμανική προπαγάνδα, αν και ο Τσιγγιρίδης επινοούσε βλάβες για να μεταδίδει λιγότερο χρόνο το πρόγραμμα.
Οι κρατικές προσπάθειες για ίδρυση ραδιοφωνικού σταθμού, που άρχισαν εν τω μεταξύ το 1929, δεν είχαν κάποιο αποτέλεσμα, λόγω δικαστικών διενέξεων και άλλων ζητημάτων. Το διάστημα 1932 ή 1935-1938 εξέπεμπε, για παράδειγμα, στην περιοχή του Πειραιά σταθμός από το υπουργείο Ταχυδρομείων, Τηλεγράφων και Τηλεφώνων. Παράλληλα, όμως, από το 1930 είχε αρχίσει να τίθεται το νομικό πλαίσιο για τη λειτουργία της ραδιοφωνίας.
Το Καθεστώς της 4ης Αυγούστου κινήθηκε ενεργά προς τη δημιουργία κρατικού ραδιοφωνικού σταθμού με βοήθεια και έμπνευση από την Ναζιστική Γερμανία, η οποία είχε επενδύσει στο ραδιόφωνο σαν μέσο προπαγάνδας. Έτσι το 1936 ιδρύθηκε η Υπηρεσία Ραδιοφωνικών Εκπομπών.
Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών (ΡΣΑ) άρχισε να εκπέμπει από τις 25 Μαρτίου 1938
Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών (ΡΣΑ) άρχισε να εκπέμπει από τις 25 Μαρτίου 1938 και σε κανονικό πρόγραμμα από τις 21 Μαΐου της ίδιας χρονιάς. Η έδρα του ήταν στα υπόγεια του Ζαππείου. Η πρώτη εκφωνήτρια ήταν η Αφροδίτη Λαουτάρη. ενώ θρυλικό έγινε το σήμα του σταθμού, η βουκολική μελωδία, ο Τσοπανάκος, που έμεινε γνωστό ως τις ημέρες μας.
Το μεταξικό καθεστώς έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην προπαγάνδιση της ιδεολογίας του και για το λόγο αυτό επιδίωκε να μοιράζει συσκευές ραδιοφώνου σε απομακρυσμένες περιοχές. Τα στατιστικά δείχνουν ότι οι ραδιοφωνικές συσκευές στην Ελλάδα αυξήθηκαν από 10.000 το 1936 σε 60.000 το 1940, ο υπολογισμός του κοινού όμως είναι δύσκολος γιατί πολλά ραδιόφωνα έπαιζαν σε δημόσιους χώρους, υπήρχαν δε και λαθρακροατές.
Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου το ραδιόφωνο μετέδιδε πληροφορίες για τις συγκρούσεις και χρησιμοποιήθηκε για την κινητοποίηση της ελληνικής πλευράς. Λίγο πριν από την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα, σε μια δραματική έκκληση ο εκφωνητής κάλεσε τους ακροατές να μην πιστεύουν το σταθμό που σε λίγο θα μετέδιδε ψέματα.
Μετά την γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, ο ΡΣΑ μετέδιδε τη γερμανική προπαγάνδα, αν και το προσωπικό προσπαθούσε με κάθε τρόπο να το διακόπτει, προσποιούμενο τεχνικές δυσκολίες. Οι κατοχικές αρχές προσπάθησαν να σφραγίσουν ραδιόφωνα για να ακούγεται μόνο ο ΡΣΑ και να επιβάλλουν μεγάλες ποινές για τα αδήλωτα ή ασφράγιστα ραδιόφωνα, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Όσοι είχαν ραδιόφωνο άκουγαν κρυφά την Ελληνική Υπηρεσία του BBC από το Λονδίνο.
Ανάπτυξη στην μεταπολεμική εποχή (1945-1987)
Οι Γερμανοί, λίγο πριν αποχωρήσουν από την Αθήνα τον Οκτώβριο του 1944, προσπάθησαν να ανατινάξουν τους πομπούς του σταθμού στα Λιόσια, ωστόσο κατέστρεψαν μόνο έναν στους τρεις. Μετά την απελευθέρωση το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), που ιδρύθηκε στις 16 Ιουλίου 1945, προσπάθησε να ανασυγκροτήσει το ραδιόφωνο.
Το 1947 ίδρυσε ψυχαγωγικό σταθμό στην Θεσσαλονίκη, το 1952 το περισσότερο ψυχαγωγικό Δεύτερο Πρόγραμμα και το 1954 το Τρίτο Πρόγραμμα το οποίο εξαρχής μετέδιδε κλασική μουσική (το Πρώτο παρέμενε ενημερωτικό και επιμορφωτικό).
Από το 1948, μεσούντος του εμφυλίου άρχισε να λειτουργεί και ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων. Ραδιοφωνικό σταθμό, την Φωνή της Αλήθειας, είχε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και ο Δημοκρατικός Στρατός που εξέπεμπε από τη Γιουγκοσλαβία και αργότερα τη Ρουμανία, το πρόγραμμά του όμως ακούγονταν από λίγους και είχε μικρή απήχηση. Η Φωνή της Αλήθειας εξέπεμπε ως το 1967.
Όπως προέβλεπε η νομοθεσία της εποχής (AN 1663/1951) ιδρύθηκαν αρκετοί ακόμη στρατιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί, οι οποίοι αποδείχτηκαν δημοφιλείς, αποσπώντας κέρδη από τους δημόσιους. Καθώς επιβλέπονταν από το ΓΕΕΘΑ ήταν εκτός του ελέγχου της πολιτικής εξουσίας ή του ΕΙΡ.
Το ΕΙΡ ίδρυσε και αυτό πολλούς περιφερειακούς σταθμούς στη δεκαετία του 1950 που ανέπτυξαν δικό τους πρόγραμμα. Γενικότερα, μετά τον πόλεμο οι αλλαγές ήταν λίγες λόγω και της γραφειοκρατικής δομής του ΕΙΡ που δεν επιθυμούσε να αναπτυχθεί ένα άλλο μοντέλο ραδιοφωνίας. Ωστόσο, για χρόνια το ραδιόφωνο ήταν μετά τις εφημερίδες η βασική πηγή ενημέρωσης στην Ελλάδα.
Η λατρεία της Χούντας για την τηλεόραση
Η Χούντα των Συνταγματαρχών έστρεψε το ενδιαφέρον της στην τηλεόραση, που είχε αρχίσει από το 1966 πειραματικές εκπομπές με αυξανόμενη απήχηση στο κοινό. Το ραδιόφωνο παρέμενε στενά ελεγχόμενο και προπαγανδιστικό. Για αυτό το λόγο πολλοί άκουγαν τότε την ελληνική εκπομπή του BBC και αυτήν της Deutsche Welle που αμφότερες είχαν έντονα αντιστασιακό χαρακτήρα.
Κατά την μεταπολίτευση, και ενώ ήδη ήταν έντονο το φαινόμενο των ραδιοπειρατών (βλ. παρακάτω), έγιναν προσπάθειες για τη βελτίωση του ραδιοφωνικού προγράμματος. Μια ιδιαίτερη προσπάθεια για ένα διαφορετικό μοντέλο ραδιοφώνου έγινε από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 από τον Μάνο Χατζιδάκι όταν του ανατέθηκε η διεύθυνση της ραδιοφωνίας και αργότερα του Τρίτου Προγράμματος.
Ο σταθμός απέκτησε ευρύτερη πολιτιστική διάσταση παράγοντας ποιοτικό πρόγραμμα με απήχηση στο κοινό. Ωστόσο οι συγκρούσεις του Χατζηδάκη με την γραφειοκρατία της ΕΡΤ και τη νέα διοίκηση από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που εξελέγη το 1981 οδήγησαν το εγχείρημα σε τέλος με την παραίτησή του το 1982.
Πειρατικοί και παράνομοι ιδιωτικοί σταθμοί (δεκαετίες 1960-1980)
Τη δεκαετία του 1960 εμφανίστηκε το φαινόμενο των ραδιοπειρατών, οι οποίοι είχαν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις σταθμούς μικρής εμβέλειας και ισχύος στα μεσαία κύματα και αργότερα στα FM. Οι σταθμοί έπαιζαν πολλή μουσική: λαϊκές επιτυχίες ή ροκ, αργότερα ντίσκο ή μέταλ, που δεν παίζονταν πάντα από τα κρατικά ραδιόφωνα και μετέδιδαν αφιερώσεις.
Το ενημερωτικό ή ειδησεογραφικό περιεχόμενο των σταθμών ήταν σχεδόν ανύπαρκτο, πολλοί ήταν δε απολίτικοι για να αποφύγουν τις διώξεις.
Υπολογίζεται ότι σε μια 20ετία υπήρξαν 5.000-7.000 ραδιοπειρατές, ίσως ακόμα και 10.000. Είχαν, ωστόσο, να αντιμετωπίσουν τις συνεχείς διώξεις και τις βαριές ποινές των Αρχών, οι οποίες τους επέβαλαν πρόστιμα βάσει του χουντικού νόμου 1244/1972, γιατί δεν είχαν άδεια.
Τη δεκαετία του 1980 το φαινόμενο των ραδιοπειρατών επεκτάθηκε, παρά το ότι οι αρχές δεν σταμάτησαν τις διώξεις. Η απήχηση των πειρατικών ή (νόμιμων) αυτοοργανωμένων σταθμών στη Γαλλία και την Ιταλία κινητοποίησε μέρη της Αριστεράς στην Ελλάδα που πήραν σχετικές πρωτοβουλίες. Σε αυτή τη κατεύθυνση βοηθούσε και το άνοιγμα της ραδιοτηλεόρασης που είχε αρχίσει λίγο νωρίτερα και σε άλλες χώρες της Ευρώπης υπό την αιγίδα της ΕΟΚ.
Στις αρχές της δεκαετίας άρχισαν, λοιπόν, να εμφανίζονται πειρατικοί σταθμοί με μονιμότερο πρόγραμμα, και φοιτητικοί. Ακόμη εμφανίστηκαν βραχύβιοι σταθμοί με πολιτικό περιεχόμενο, όπως ο Ράδιο Αντίλαλος του περιοδικού Αντί.
Πίεση προς την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ άσκησε η υπόθεση του Καναλιού 15, το οποίο εξέπεμπε μη εμπορικό, ποιοτικό πρόγραμμα.
Το 1985 συνελήφθησαν αρκετοί από τους παραγωγούς και υποστηρικτές του σταθμού, μεταξύ τους και ο καθηγητής Νομικής Φαίδων Βεγλερής, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις στον Τύπο.
Το Κανάλι 15 συνέχισε να εκπέμπει και μετά την απελευθέρωση της ραδιοφωνίας ως τις αρχές της δεκαετίας του 1990 όταν υποχώρησε η απήχηση έναντι των εμπορικών σταθμών.
Με την καθιέρωση της ελεύθερης ραδιοφωνίας, και καθώς ο νόμος προέκρινε τους ιδιωτικούς και τους δημοτικούς σταθμούς, το φαινόμενο ατόνησε και σταδιακά εξαφανίστηκε. Αρκετοί ραδιοπειρατές εργάστηκαν σε ιδιωτικά ραδιόφωνα.
Επικράτηση της ιδιωτικής ραδιοφωνίας (1987 ως σήμερα)
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 είχε αρχίσει να τίθεται πιο έντονα το αίτημα για μη κρατική ραδιοφωνία και, προς τα μέσα, για τηλεόραση.
Ο πρώτος νόμιμος μη κρατικός ραδιοσταθμός ήταν το Κανάλι Ένα 90,6 στον Πειραιά που εξέπεμψε στις 13 Μαΐου 1987. Ακολούθησε ο Αθήνα 9.84 στις 31 Μαΐου και τον Σεπτέμβριο ο FM 100 στη Θεσσαλονίκη. Σύντομα ιδρύθηκαν δεκάδες σταθμοί σε όλη τη χώρα, φέρνοντας τη λεγόμενη άνοιξη της ραδιοφωνίας.
Η απουσία σαφούς πλαισίου έφερε την έκρηξη της ραδιοφωνίας, με πολλούς (άγνωστο πόσους ακριβώς) ημινόμιμους σταθμούς. Το 1994 υπολογίζεται ότι σε όλη την Ελλάδα υπήρχαν 1.200 ραδιοφωνικοί σταθμοί, από τους οποίους 256 ήταν στο λεκανοπέδιο. Μια δεκαετία αργότερα, το 2005, καταμετρώνταν από το ΕΣΡ 777 σταθμοί. Από την άλλη πλευρά, παρά την εισαγωγή της ιδιωτικής τηλεόρασης, το κοινό της ραδιοφωνίας έμεινε σταθερό τη δεκαετία του 1990 και του 2000.
Η διοικητική συνένωση τηλεόρασης και ραδιοφώνου υπό την ΕΡΤ ΑΕ το 1987 επιδείνωσε τα γραφειοκρατικά προβλήματα στο δημόσιο ραδιόφωνο (ΕΡΑ) και την έβαλε στο περιθώριο σε σχέση με την τηλεόραση, που και αυτή πιέστηκε πολύ από την ιδιωτική τηλεόραση μετά το 1989.
Η ποσότητα και η ποιότητα του προγράμματος υποβαθμίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και οι ακροαματικότητες υποχώρησαν σημαντικά.
Οι ραδιοσταθμοί στην περιφέρεια λόγου κόστους επενδύουν λιγότερο στην ενημέρωση και περισσότερο στην ψυχαγωγία. Πολλοί συνδέονται για μερικές ώρες κάθε ημέρα με μεγάλους αθηναϊκούς σταθμούς και αναμετεδίδουν το πρόγραμμά τους.
Λόγω της κρίσης και των τεχνικών διευκολύνσεων, διάδοση γνωρίζει τα τελευταία χρόνια το δικτυακό ραδιόφωνο που είναι κυρίως μουσικό και προσπαθεί να επιλέγει μουσική από ευρύτερο φάσμα επιλογών.
Καταγράφονται ακόμη προσπάθειες για αυτοοργανωμένους σταθμούς από εργαζόμενους σταθμών που έκλεισαν και πλέον διαχειρίζονται μόνοι το πρόγραμμα και την επιχείρηση. Στις 04/01/2017 η ΕΡΤ ξεκίνησε πιλοτικά εκπομπή σε DAB+ στην Αττική από τον Υμηττό.
Το Ραδιόφωνο στον κόσμο – Η ιστορία του
Το 1895, ο πατέρας του ραδιοφώνου Αλεξάντερ Ποπόφ κατόρθωσε να μεταδώσει ηχητικά σήματα Μορς διαμέσου ερτζιανών κυμάτων. Οι επιτυχίες του Μαρκόνι και άλλων ερευνητών όπως του Ρέτζιναλντ Φέσεντεν (Reginald Fessenden) και του Λη ντε Φόρεστ (Lee de Forest) αποτελούν την απαρχή της ανάπτυξης της ραδιοφωνίας.
Η ραδιοφωνία, η οποία συνίσταται στη μετάδοση ομιλιών, μουσικής και λόγου σε μεγάλες αποστάσεις χωρίς τη μεσολάβηση αγωγών, αλλά με ηλεκτρομαγνητικά κύματα, και στη λήψη τους από ειδικούς δέκτες, αποτελεί πρακτική εφαρμογή της εφεύρεσης των ηλεκτρονικών λυχνιών. Άρχισε να αναπτύσσεται τη δεκαετία του 1910 στις ΗΠΑ.
Γύρω στα 1873 ο Μάξγουελ πρότεινε τη θεωρία του ηλεκτρομαγνητισμού, σύμφωνα με την οποία ένα ηλεκτρομαγνητικό κύμα μπορεί να μεταδοθεί χωρίς να μεσολαβεί κάποιο φυσικό μέσο. Το 1883 ο Χερτς (Hertz) επαλήθευσε τη θεωρία του Μάξγουελ για τον ηλεκτρομαγνητισμό και ανακάλυψε τα ραδιοκύματα.
Γύρω στα 1897, ο Μαρκόνι επαληθεύει τα πειράματα του Χερτς και καταφέρνει να στείλει ασύρματο σήμα σε απόσταση 3 χλμ. Με τη συσκευή αυτή ο Ιταλός Μαρκόνι πηγαίνει στην Αγγλία – που ήταν η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της εποχής – και ιδρύει την εταιρεία ‘Marconi Wireless telegraph’, η οποία προσφέρει υπηρεσίες στη ναυσιπλοΐα. Τα ραδιοκύματά του δεν μετέδιδαν φωνή αλλά σήματα Μορς.
Ήταν παραμονές των Χριστουγέννων του 1906 στη Νέα Υόρκη όταν ο Φέσεντεν μετέδωσε για πρώτη φορά φωνή και μουσική μέσω ραδιοκυμάτων. Αργότερα ήρθε ο ντε Φορέ για να εφεύρει την ηλεκτρονική λυχνία, η οποία ήταν η μόνη «μορφή» ραδιοφώνου για τα επόμενα 50-60 χρόνια. Μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το ραδιόφωνο είναι ένα μέσο χρησιμοποιούμενο σε ερασιτεχνική βάση και δεν είναι καθόλου ανεπτυγμένο ούτε διαδεδομένο.
Σταθμός στην ιστορία του ραδιοφώνου αποτελεί η έμπνευση ενός Αμερικανού, του Φρανκ Κόνραντ (Frank Conrad), ο οποίος εργαζόταν ως μηχανικός και ερασιτεχνικά ασχολείτο με το ραδιόφωνο και τον αθλητισμό. Ο Κόνραντ τυχαία «βγήκε στον αέρα» με το ραδιόφωνο για να μεταδώσει τα αποτελέσματα των αγώνων. Απέκτησε φανατικό κοινό.
Ήταν τότε που μεταδόθηκε και η πρώτη ραδιοφωνική διαφήμιση, ενός καταστήματος στη γειτονιά του Κόνραντ. Την εκπομπή του Κόνραντ, που ουσιαστικά θεωρείται ο πατέρας του ραδιοφώνου, πήρε η εταιρεία Westinghouse, την υποστήριξε τεχνικά και την επαύξησε.
Στις 20 Νοεμβρίου 1920 λειτούργησε ο πρώτος ραδιοφωνικός σταθμός, ο K.D.K.A., που λειτουργεί ακόμη και σήμερα. Το 1926 εμφανίζεται στην αγορά ραδιοφωνικός δέκτης αρκετά εύχρηστος, ποιοτικός και φθηνός. Από τότε το ραδιόφωνο κατακτά πολύ ευρύ κοινό.
Στην πορεία εμφανίζεται και η σύσταση σχετικής νομοθεσίας για την οργάνωση τόσο των σταθμών όσο και των συχνοτήτων εκπομπής. Η εδραίωση, όμως, του ραδιοφώνου έρχεται μετά το 1930. Σε αυτή την περίοδο δημιουργείται το καλά οργανωμένο δίκτυο σταθμών (κρατικών και ιδιωτικών) τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου το ραδιόφωνο και ο Τύπος γίνονται δύο μέσα ανταγωνιστικά μεταξύ τους, γιατί το ραδιόφωνο αποκτά μεγάλο ειδησεογραφικό περιεχόμενο. Η λήξη του Μεγάλου Πολέμου φέρνει το ραδιόφωνο στην αρχική του ιδιότητα και γίνεται ξανά ένα μέσο κυρίως ψυχαγωγικό. Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 με αρχές της δεκαετίας του ’50 το ραδιόφωνο αποκτά ένα νέο ανταγωνιστή, την τηλεόραση η οποία έχει στα χέρια της ένα πολύ δυνατό όπλο έναντι του ραδιοφώνου, την εικόνα.
Η ακροαματικότητα του ραδιοφώνου πέφτει κατακόρυφα και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί ψάχνουν λύσεις. Η λύση έρχεται το ’50-’60 και την εμφάνιση της δημοφιλέστατης μουσικής Rock ‘n Roll. Η κρίση ξεπερνιέται και το ραδιόφωνο καθιερώνεται ως αποκλειστικά ψυχαγωγικό-μουσικό μέσο.
Πηγές πληροφοριών: sansimera / wikipedia