Το όνομά του συνδέθηκε με μια απίστευτη ιστορία ανθρωπιάς μέσα στη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τις φρικαλεότητες που διέπραξαν οι Γερμανοί Ναζί. Ο Όσκαρ Σίντλερ έμεινε εγγράφτηκε στη συνείδηση της παγκόσμια κοινότητας για μια λίστα που έσωσε χιλιάδες ανθρώπινες ζωές. Πέθανε, ξεχασμένος και στην αφάνεια σαν σήμερα στις 9 Οκτωβρίου του 1974.
Ο Γερμανός επιχειρηματίας, εκτός από το ιδιαίτερο επιχειρηματικό του δαιμόνιο, κατόρθωσε να σώσει από βέβαιο θάνατο περίπου 1.200 Εβραίους που θα έπεφταν διαφορετικά στα χέρια των Ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου στην Πολωνία και στην Τσεχοσλοβακία.
Τα νεανικά χρόνια του Σίντλερ
Ο Σίντλερ γεννήθηκε το 1908 στη βιομηχανική πόλη Τσβίταου και φοίτησε σε γερμανικό σχολείο. Ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης εργοστασίου και η μητέρα του νοικοκυρά.
Τη δεκαετία του 1920 ο Σίντλερ εργάστηκε για τον πατέρα του πουλώντας γεωργικά μηχανήματα. Ο γάμος του το 1928 δημιούργησε προβλήματα στις σχέσεις μαζί του, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει την οικογενειακή τους επιχείρηση και να εργαστεί στην τοπική εταιρεία Ηλεκτρισμού.
Εκείνη την εποχή το πολιτικό σκηνικό άλλαζε σε όλη την Ευρώπη και κυρίως στη Γερμανία, όπου το κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ είχε αρχίσει να αναρριχάται προς την εξουσία. Ο Χίτλερ είχε αρχίσει να διεγείρει τα εθνικιστικά φρονήματα όλων των Γερμανών και ως το 1935 η γενέτειρα του Σίντλερ είχε συνδεθεί με το Ναζιστικό κόμμα της Γερμανίας.
Το ίδιο έκανε και ο Σίντλερ, όχι λόγω των πολιτικών του φρονημάτων, αλλά περισσότερο διότι πίστευε ότι κάτι τέτοιο θα ευνοούσε τις επιχειρηματικές του βλέψεις.
Η μετακόμιση του Σίντλερ στην Πολωνία
Το Σεπτέμβριο του 1939 ο Χίτλερ εισέβαλε στην Πολωνία, ένα γεγονός που εν πολλοίς θεωρείται η απαρχή του Παγκοσμίου πολέμου. Σαν αποτέλεσμα, η Γαλλία και η Αγγλία να κηρύξουν πόλεμο εναντίον της Γερμανίας.
Μέσα σε μία εβδομάδα από την εισβολή, ο Σίντλερ επισκέφτηκε την Κρακοβία αναζητώντας τρόπους για να αναπτυχθεί στον επιχειρηματικό τομέα. Στα μέσα Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου η πολωνική πόλη έγινε το κέντρο διαχείρισης όλης της Πολωνίας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο δαιμόνιος Σίντλερ να μπορέσει να κάνει φιλίες, τόσο με άτομα κλειδιά του γερμανικού στρατού, όσο και με άτομα της SS (της μετεξέλιξης των ναζιστικών ταγμάτων εφόδου), προσφέροντάς τους δώρα από τη «μαύρη αγορά» όπως πούρα, κονιάκ, κα.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Oskar Schindler (@oskar.schindler1)
Εκείνη την εποχή γνωρίζει τον Ισαάκ Στερν, έναν Εβραίο λογιστή, με τον οποίο θα αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση και ο οποίος θα τον βοηθήσει στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.
Το 1940, ο Σίντλερ αγοράζει ένα πτωχευμένο εργοστάσιο οικιακών σκευών. Αποφασισμένος να αναπτύξει τις επιχειρήσεις του πουλώντας σκεύη σίτισης στον γερμανικό στρατό, δεν δίστασε να προχωρήσει σε συνεχόμενες δωροδοκίες ατόμων «κλειδιών» για την ανάθεση συμβολαίων με τον γερμανικό στρατό.
Το γκέτο των Εβραίων και ο σωτήρας Σίντλερ
Στη συγκεκριμένη πόλη ζούσαν σε γκέτο περί τις 6.000 Εβραίοι. Έπειτα από συμβουλή του Εβραίου λογιστή του, ο Σίντλερ προχώρησε σε πρόσληψη μεγάλου αριθμού Εβραίων για τα εργοστάσιά του μιας και θεωρήθηκαν φθηνό και οικονομικό εργατικό προσωπικό.
Τον Ιούνιο του 1942 οι Ναζί άρχισαν να μεταφέρουν τους Εβραίους της Κρακοβίας σε στρατόπεδα εξόντωσης. Μερικοί από τους εργάτες του στα εργοστάσια ήταν από τους πρώτους που θα έπρεπε να μεταφερθούν σε αυτά. Ο Σίντλερ, με τις γνωριμίες του και τις απειλές του, κατάφερε να αποτρέψει τη μεταφορά τους.
Το 1943 αποφασίστηκε το οριστικό κλείσιμο του εβραϊκού γκέτο. Υπεύθυνος για το παραπάνω ήταν ένας Γερμανός αξιωματικός, ονόματι Άμον Γκετ, όπως αναφέρει το wikipedia. Ο Γκετ αποφάσισε τη δημιουργία ενός κέντρου εργασίας έξω από την πόλη, όπου θα εργάζονταν μόνο οι υγιείς Εβραίοι, ενώ οι υπόλοιποι είτε θα πήγαιναν σε στρατόπεδα θανάτου, είτε θα εκτελούνταν.
Όταν αποφασίστηκε η μεταφορά όλων των βιομηχανιών εκτός της πόλης, ο Σίντλερ, αφού δωροδόκησε τον Γκετ, κατάφερε να τον πείσει να μετατρέψει τα εργοστάσιά του σε μικρά κέντρα εργασίας, κρατώντας ταυτόχρονα τους ήδη υπάρχοντες εργάτες του.
Στις αρχές του 1944 αποφασίστηκε η μετατροπή του στρατοπέδου εργασίας του Πλασζόφ σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αυτό σήμαινε ότι ανά πάσα στιγμή κρατούμενοι θα μπορούσαν να μεταφερθούν σε στρατόπεδα θανάτου, όπως το φρικιαστικό Άουσβιτς, ενώ το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, τόσο το στρατόπεδο, όσο και το εργοστάσιο του Σίντλερ έκλεισαν.
H λίστα του Σίντλερ
Ο Σίντλερ πρότεινε τότε στον Γκετ να τον βοηθήσει να μεταφέρει το εργοστάσιο, μαζί με τους υπαλλήλους του στην Τσεχοσλοβακία, με σκοπό να συνεχίσει να προσφέρει στο τρίτο Ράιχ με σημαντικά υλικά πολέμου. Αφού δωροδοκήθηκε, ο Γκετ συμφώνησε με το σχέδιο αυτό.
Του έδωσε την εντολή να φτιάξει μία λίστα στην οποία θα αναφέρονταν τα ονόματα όλων των Εβραίων που θα έπαιρνε μαζί του στο καινούργιο εργοστάσιο.
Η λίστα περιείχε 1100 άτομα, όλοι τους οι υπάλληλοι του εργοστασίου του, αλλά και αρκετοί άλλοι. Το φθινόπωρο του 1944 ο Σίντλερ, αφού δωροδόκησε όλους τους ανθρώπους «κλειδιά», άρχισε την μεταφορά του εργοστασίου του στην Τσεχοσλοβακία.
Στην αρχή μεταφέρθηκαν περίπου 800 άτομα και στη συνέχεια άλλα 300 άτομα, γυναίκες και παιδιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η δεύτερη ομάδα οδηγήθηκε αρχικά από λάθος στο Άουσβιτς με σκοπό την θανάτωση στους θαλάμους αερίων.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Oskar Schindler (@oskar.schindler1)
Ωστόσο, ο Σίντλερ ενεργώντας αστραπιαία, κατόρθωσε να τους σώσει και να τους οδηγήσει στην Τσεχοσλοβακία. Κατά τους επόμενους 11 μήνες το εργοστάσιό του δεν παρήγαγε ούτε έναν κάλυκα.
Σαν δικαιολογία για το παραπάνω προς τον Γερμανικό στρατό, δόθηκε εκείνη της «αρχικής δυσκολίας» εκκίνησης της παραγωγής. Η πραγματικότητα όμως είναι, πως στόχος του Γερμανού επιχειρηματία ήταν να αποδυναμώσει εσκεμμένα τη γραμμή παραγωγής, με απώτερο σκοπό την ελλειμματική παραγωγή καλύκων για σφαίρες.
Η ζωή του Σίντλερ μετά τον πόλεμο
Η ζωή του Σίντλερ μετά το τέλος του πολέμου χαρακτηρίστηκε από αποτυχημένες επαγγελματικές επιλογές, καθώς περιείχε πολύ ποτό, σχέσεις με άλλες γυναίκες και αλόγιστες σπατάλες.
Το 1949 ο Σίντλερ μετακόμισε στην Αργεντινή, όπου και αγόρασε μία φάρμα. Μέχρι το 1957 ο Σίντλερ είχε πτωχεύσει και βασιζόταν σε φιλανθρωπίες Εβραίων προκειμένου να επιβιώσει. Το 1958, ο Σίντλερ χώρισε από τη γυναίκα του και γύρισε στην Γερμανία, όπου και ασχολήθηκε με την παραγωγή τσιμέντου μέχρι το 1961.
Έκτοτε, βασιζόταν αποκλειστικά σε εβραϊκές φιλανθρωπίες και σε μια μικρή σύνταξη που του αποδόθηκε από τη γερμανική κυβέρνηση το 1968. Τη χρονιά που έχασε την επιχείρηση τσιμέντου, έλαβε πρόσκληση να επισκεφτεί το Ισραήλ όπου και έτυχε θερμής υποδοχής.
Έκτοτε κάθε άνοιξη, και μέχρι το τέλος της ζωής του, επισκεπτόταν το Ισραήλ. Πολλοί από τους συμπατριώτες του εξοργίστηκαν μαζί του, επειδή βοήθησε τους Εβραίους και επειδή κατέθεσε εναντίον των Ναζιστών εγκληματιών πολέμου.
Το 1974 όντας πάμφτωχος, πέθανε ύστερα προβλήματα στην καρδιά και το συκώτι και ετάφη, μετά από επιθυμία του, στο Ισραήλ σε καθολικό νεκροταφείο.
Ο Σπίλμπεργκ εμπνεύστηκε από τον Σίντλερ
Τον Δεκέμβριο του 1993, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το σενάριο του Στίβεν Ζαϊλίαν, βασισμένο στη ιστορία για τη λίστα του Σίντλερ, έχοντας στη διάθεση του τρεις σπουδαίους ηθοποιούς, τον Λίαμ Νίσον, τον Ρέιφ Φάινς και τον Μπεν Κίνγκσλεϊ.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα σπουδαίο φιλμ, όχι μόνο για το Ολοκαύτωμα, αλλά και για τη δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος, μπροστά στη θέληση για ζωή.
Η ταινία κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους των ΗΠΑ στις 15 Δεκεμβρίου 1993. Απέσπασε διθυραμβικά σχόλια από τους κριτικούς και έγινε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, αποφέροντας 322,1 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως.
Έλαβε 12 υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων Α’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του Νίσον και Β’ Ανδρικού Ρόλου για τον Φάινς, κερδίζοντας 7, ανάμεσά τους για την Καλύτερη Ταινία, Σκηνοθεσία και Διασκευασμένου Σεναρίου.
Βραβεύτηκε επίσης με 7 βραβεία BAFTA και 3 Χρυσές Σφαίρες.
Το 2004 η ταινία επελέγη από τη Βιβλιοθήκη του Αμερικάνικου Κογκρέσου ως τμήμα του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου ως πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική.