Τα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης ή χοληστερίνης στο αίμα δεν αποτελούν καλό σημάδι για την υγεία, διότι μπορεί να οδηγήσουν σε αθηροσκλήρωση και, ως εκ τούτου, να αυξήσουν τον κίνδυνο για καρδιακή νόσο και εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ωστόσο, αυτή η κοινή γνώση απαίτησε χρόνια έρευνας μέχρι να αποκρυσταλλωθεί. Τον πιο καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε μία πρωτοπόρος αλλά άγνωστη στο ευρύ κοινό Αφροαμερικανίδα βιοχημικός: η Μαρί Μέιναρντ Ντάλι. Σε μία εποχή που οι προοπτικές μόρφωσης για τις γυναίκες ήταν δύσκολες, για τις μαύρες ήταν άπιαστο όνειρο.
Κι όμως η Ντάλι έγινε η πρώτη Αφροαμερικανίδα που έλαβε διδακτορικό δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, το 1947, και η πρώτη Αφροαμερικανίδα στις ΗΠΑ που απέκτησε διδακτορικό στη χημεία. Οι μελέτες της πάνω στις επιπτώσεις της υψηλής χοληστερόλης στον οργανισμό και στην πρωτεϊνική σύνθεση του DNA υπήρξαν ιδιαίτερα σημαντικές και συνεισέφεραν στην πρόοδο της επιστήμης της βιοχημείας και της ιατρικής.
Το 1999, αναγνωρίστηκε από την Εθνική Τεχνική Ένωση των ΗΠΑ (ΝΤΑ) ως μία από τις 50 κορυφαίες γυναίκες στους τομείς της Επιστήμης, της Μηχανικής και της Τεχνολογίας. Παρ’ όλ’ αυτά, όπως συμβαίνει και με πολλές άλλες γυναίκες επιστήμονες, η συμβολή της Ντάλι δεν μνημονεύεται στον ίδιο βαθμό με εκείνη των ανδρών συναδέλφων της.
Η σημαντική ανακάλυψη
Εξαρχής, η Ντάλι αφοσιώθηκε στην έρευνα και ένα από τα επίκεντρα του ενδιαφέροντός της ήταν η ανίχνευση των αιτιών της αθηροσκλήρωσης. Διεξήγαγε πολλά πειράματα σε αρουραίους, εξετάζοντας τα επίπεδα χοληστερόλης τους, την αρτηριακή τους πίεση, καθώς και το πόσο κατεστραμμένες ή φραγμένες ήταν οι αρτηρίες τους.
Εντόπισε τότε μια ισχυρή συσχέτιση μεταξύ της υψηλής αρτηριακής πίεσης και των υψηλών επιπέδων χοληστερόλης στο αίμα, κάτι που ήταν μια πρωτοποριακή ανακάλυψη εκείνη την εποχή. Τα ευρήματα της Ντάλι και των υπόλοιπων συναδέλφων της, δημοσιεύτηκαν το 1958, στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Experimental Medicine και αποτέλεσαν τη βάση για μελλοντικές έρευνες πάνω στην αθηροσκλήρωση και τις καρδιαγγειακές παθήσεις.
Εκτός από αυτό, η Αφροαμερικανίδα βιοχημικός εμβάθυνε στη μελέτη των ιστονών, μιας ομάδας πρωτεϊνών που είναι απαραίτητες για τη συμπύκνωση του DNA στην χρωματίνη των ευκαρυωτικών κυττάρων. Επιπρόσθετα, ασχολήθηκε με τις επιβλαβείς συνέπειες του καπνίσματος στους πνεύμονες και μελέτησε πώς οι χημικές ουσίες του σώματος βοηθούν στην πέψη της τροφής και τον τρόπο με τον οποίο τα μυϊκά κύτταρα χρησιμοποιούν την κρεατίνη, για να παράγουν ενέργεια.
Η Μαρί Μέιναρντ Ντάλι γεννήθηκε την 16η Απριλίου 1921, στο Κουίνς της Νέας Υόρκης. Από μικρή ηλικία έδειξε την αγάπη της για τη μάθηση και το ενδιαφέρον της για τις θετικές επιστήμες. Το δημοφιλές βιβλίο «The Microbe Hunters» του Αμερικανοολλανδού μικροβιολόγου, Πολ ντε Κράουφ και το ενδιαφέρον του πατέρα της για τη χημεία ήταν οι λόγοι που ενέπνευσαν και ώθησαν την Ντάλι να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο αντικείμενο. Κατάφερε να ολοκληρώσει με άριστα τις σπουδές της στο Queens College της Νέας Υόρκης, το 1942. Ήταν μια μεγάλη κατάκτηση για την ίδια και την οικογένειά της για έναν ακόμη λόγο, όπως γράφει το Gazzetta.
Παράλληλα με το μεταπτυχιακό της, η Ντάλι εργαζόταν με μερική απασχόληση ως βοηθός εργαστηρίου. Μπόρεσε να έχει αυτή την ευκαιρία επειδή η επιστράτευση των ανδρών δημιούργησε τεράστιες ελλείψεις σε επιστημονικό δυναμικό. Ακόμη, η Ντάλι έλαβε υποτροφία από την Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία (ACS), προκειμένου να υποστηρίξει τη μεταδιδακτορική της έρευνα στο τότε Ινστιτούτο Ιατρικής «Ροκφέλερ», όπου γνώρισε και συνεργάστηκε με τον μοριακό βιολόγο, Άλφρεντ Μίρσκι.
Το 1960, κέρδισε τη θέση της επίκουρης καθηγήτριας βιοχημείας στην Ιατρική Σχολή «Άλμπερτ Αϊνστάιν» της Νέας Υόρκης και, 11 χρόνια αργότερα, αναβαθμίστηκε σε αναπληρώτρια καθηγήτρια. Όλα όσα πέτυχε η Ντάλι, ήταν το επιστέγασμα του μόχθου της και της αφοσίωσής της στην επιστήμη.