Μπήκαν μπροστάρηδες στον αγώνα για την επίτευξη της εθνικής υπόθεσης, έδωσαν τη ζωή τους, έγιναν μάρτυρες, έμπνευση, λίπασμα του αιωνόβιου αειθαλούς δένδρου της λευτεριάς. Είναι οι ήρωες του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του ’21, οι μάρτυρες της εθνικής παλιγγενεσίας.
Αυτοί που η ιστορία τούς κατέγραψε με χρυσά γράμματά στα κατάστιχά της, που ριζώθηκαν σαν ημίθεοι στο ελληνικό γονίδιο και ταξίδεψαν όλες τις γενιές ίσαμε σήμερα, σαν πρόσωπα απαλλαγμένα από την ανθρώπινή φύση τους, από τις ενοχλητικές ιδιαιτερότητες και τα τρωτά τους. Κολοκοτρώνης, Τζαβέλας, Καραϊσκάκης, Διάκος, Μπουμπουλίνα, Παπαφλέσσας και τόσοι άλλοι, που τα κατορθώματά τους τούς «ταξιδεύουν» άσπιλους, αμόλυντους, ακηλίδωτους από γενιά σε γενιά. Αλλά ήταν κι αυτοί άνθρωποι με τις ενοχλητικές συνήθειές τους, με τα πάθη και τις εμμονές τους.
Επιρρεπείς στις ηδονές της σάρκας ή της δόξας, με συχνά παιδιάστικα καμώματα, που όμως ισορρόπησαν τις αδυναμίες της φύσης τους με τα υψηλά ιδανικά τους και σαν τέτοιοι θα γίνουν το αδιαπραγμάτευτο παράδειγμα για τους επόμενους, αφού άλλωστε -κατά πώς γράφει κι ο Τολσόι- «το μεγαλείο υπάρχει εκεί που υπάρχει η αλήθεια»… Επειδή η ιστορία δεν έχει θεούς, αλλά ανθρώπους που μοιάζουν με θεούς…
Κίτσος Τζαβέλας
Του θύμωσε κάποτε του Τζαβέλα ο Καραϊσκάκης επειδή ο Κίτσος, παράτησε την κόρη του, πο ΄χε για αρραβωνιαστικιά, για τα μάτια μίας όμορφης Αγρινιώτισσας, της Βασιλικής. Φαίνεται πως το ΄χε συνήθειο να αρραβωνιάζεται ο Σουλιώτης, καθώς βλέπεις, η αδυναμία του στο ασθενές φύλο ήταν γνωστή. Αλλά η Βασιλική δεν ήταν τυχαία και τον «σκλάβωσε». Γράφει μάλιστα ο γραμματικός Κασομούλης ότι τον Αύγουστο του 1825 ο Τζαβέλας πήγε στο Μεσολόγγι για να βοηθήσει τη φρουρά και ότι σε λίγο κατέφθασαν εκεί και η μάνα του, Δέσπω, με τη Βασιλική, τη «γενναία Αγρινιώτισσα, που στις μάχες φρόντιζε να είναι πλάι στον βραχύσωμο Κίτσο και να τον προστατεύει με το δικό της υψηλό ανάστημα». Έγκυος η Βασιλική, με ένα μωρό 18μηνών στο ΄να χέρι και το σπαθί στ΄ άλλο. Παιδιά του Κίτσου και τα δυο. «Της είχε κάμει όρκο, αν σωθούνε στην έξοδο, να τη στεφανωθεί»…
Ο Κ. Π. Πετρόπουλος, στο «ΣΚΗΝΕΣ ΜΕΓΑΛΕΙΟΥ – ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ» περιγράφει: «Η ξακουστή λεβέντισσα Βασιλική, στ΄ αντρίκεια ντυμένη κι αρματωμένη, βρίσκεται πάντα πλάι του και σε μία στιγμή που κινδύνεψε ο αγαπημένος της Κίτσος, πετάει το παιδί τους και με μία επιτυχημένη επέμβασί της ματαιώνεται ο κίνδυνος. Μεγάλη απόφαση, αλλά κι ακόμα μεγαλύτερη η στιγμή…». Συμπολεμιστές του Τζαβέλα μαρτύρησαν ότι εκείνο το παιδί το πήραν εντέλει οι Τούρκοι κι όταν ο Κίτσος το βρήκε, το πήρε πίσω αλλάζοντάς το με σαράντα αιχμαλώτους Τούρκους.
Η Βασιλική ήταν μία από τις 13 γυναίκες που γλύτωσαν στην Έξοδο. Μετά την πτώση της πόλης, ο Τζαβέλας την πήρε κι εγκαταστάθηκαν στο Ναύπλιο, «όπου παντρεύτηκαν για να σταματήσουν τα κουτσομπολιά σε βάρος τους», γράφει ο Κυρ. Σκιαθάς στα «Ερωτικά του ΄21».
Πάνος Κολοκοτρώνης
Κι αν η Βασιλική υπήρξε για τον Κίτσο Τζαβέλα η υποδειγματική σύντροφος, η όμορφη Ελένη, κόρη της καπετάνισσας Μπουμπουλίνας και του Δημήτρη Μπούμπουλη, σε μία στιγμή… αδυναμίας, φαίνεται πως απίστησε στον άντρα τον Πάνο Κολοκοτρώνη -γιο του γέρου του Μοριά- προκαλώντας πονοκέφαλο στις δύο ξακουστές οικογένειες και πυροδοτώντας κουτσομπολιά στην κοινωνία της Τριπολιτσάς. Ο Πάνος, είχε δεχθεί εντολή να πάει στην πολιορκία των Πατρών, όπου οι Έλληνες είχαν στήσει στρατόπεδο στην περιοχή Δεμέστιχα. Εμπιστεύτηκε, λοιπόν, την οικογένειά του στον οπλαρχηγό Θοδωράκη Γρίβα, ο οποίος βρισκόταν στην περιοχή της Τριπολιτσάς με εντολή της κυβέρνησης.
Γλεντζές και γυναικάς ο Γρίβας, δεν άφησε ανέγγιχτη την όμορφη Ελένη… Στο βιβλίο του «Μπουμπουλίνα», ο Μισέλ ντε Γκρες («πρίγκιπας Μιχαήλ της Ελλάδος και της Δανίας»), περιγράφει τη σκηνή, που η Μπουμπουλίνα ανακαλύπτει την παράνομη σχέση της κόρης της, έτσι όπως του τη μετέφεραν οι απόγονοι της καπετάνισσας: «Τα βήματά μου μ΄ έφεραν στο παλάτι του Χουρσίτ Πασά… Πήγα προς το χαμάμ… Ξαφνικά άκουσα ένα πνιχτό γυναικείο γέλιο. Μπήκα μέσα στις μύτες των ποδιών και είδα τον Γρίβα, τον νεοφερμένο, το αρπακτικό με τη γαμψή μύτη, να κρατά τρυφερά στην αγκαλιά του την κόρη μου, την Ελένη. Η στάση τους έδειχνε καθαρά ποιες ήταν οι σχέσεις τους… Κανείς από τους δύο δεν φάνηκε να ενοχλείται που τους έπιασα στα πράσα».
Σε λίγο ο Πάνος θα δολοφονηθεί. Άκουσε πως η κυβέρνηση έβαλε στόχο τον πατέρα του, επειδή οι Μοραΐτες σήκωσαν κεφάλι και αρνούνταν να πληρώσουν τους φόρους. Έφυγε τότε από την πολιορκία των Πατρών κι έτρεξε στην Τριπολιτσά, όπου τον βρήκε κυβερνητική σφαίρα. Κανείς δεν έμαθε αν ο Πάνος πρόλαβε να πληροφορηθεί την απιστία της ωραίας Ελένης.
Κι αυτός ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης δεν πίστεψε στις φήμες. Ο Γέρος μάλιστα ήθελε, μετά τον θάνατο του γιου του, να την αποκαταστήσει. Να την παντρέψει. Αλλά η Μπουμπουλίνα πήρε γρήγορα γρήγορα την κόρη της και φύγαν για τις Σπέτσες. Ο Κασομούλης αποκαλύπτει ότι η Ελένη συμφώνησε κρυφά με τον Γρίβα να παντρευτούν. Άφησε μάλιστα στο σπίτι του όλα τα προικιά της. Στεφανώθηκαν κι έκαναν κι ένα γιο. Αλλά ο γάμος δεν στέριωσε. Χώρισαν και οι Γρίβας ξαναπαντρεύτηκε.
Μπουμπουλίνα – Θ.Κολοκοτρώνης
Αλλά κι η ίδια η γενναία καπετάνισσα Μπουμπουλίνα φαίνεται πως είχε τα… σκοτεινά μυστικά της. «Γυνή υψηλή και ευτραφής με παρειάς ερυθράς και οφρύς πυκνάς, κόμην καταμαίλαναν και λαμπρούς οφθαλμούς, πλήρης πυρός εις τα κινήσεις της» την περιγράφει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας της εποχής, Στέφ. Ξένος. Δυο φορές παντρεύτηκε, μία στα 17 και μία στα 30, δυο φορές χήρεψε νέα και δυνατή.
Απέκτησε έξι παιδιά, τρία από κάθε γάμο. Οι άντρες της τής άφησαν μεγάλη περιουσία και πλοία και μετοχές και όλα τα διέθεσε για τον Αγώνα. Ταξίδευε με τα πλοία της στη και από τη δυτική Ευρώπη μεταφέροντας όπλα και πολεμοφόδια. Το 1812 -περιγράφει ο Μισέλ ντε Γκρεκ- σε κάποιο από αυτά τα ταξίδια, ένα γαλλικό πολεμικό μπλόκαρε τη ρότα της και ο καπετάνιος του, Ιουστίνος Ντελαζωνέ, ζήτησε να επιθεωρήσει το πλοίο της.
«Γεια λεία θέλω ένα μόνο πράγμα. Την πλοίαρχο αυτού του πλοίου» είπε ο Γάλλος κι εκείνη τον κάλεσε στην καμπίνα της για να λύσουν την παρεξήγηση. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι για να σώσει το φορτίο του πλοίου της η Λασκαρίνα τού δόθηκε, παρότι εκείνος δεν τήρησε τον λόγο του κι εντέλει πήρε το ένα τέταρτο της λείας. Το περιστατικό δεν διασταυρώνεται από άλλη πηγή. Ωστόσο, ακόμα κι αν δεν είναι αληθές, οι ιστορικοί θεωρούν ότι αναφέρθηκε ως δείγμα του δυναμισμού και της αποφασιστικότητας της γυναίκας.
Ο ίδιος συγγραφέας, εξάλλου, επικαλούμενος πάντα ως πηγές τους απογόνους της καπετάνισσας, αναφέρει πως όταν εκείνη κάποτε φυγαδεύτηκε από τον Ρώσο πρέσβη στην Κριμαία, για να αποφευχθεί η σύλληψή της από τους Τούρκους, φιλοξενήθηκε σε μία από τις βίλες του Τσάρου Αλεξάνδρου Α΄. Εκεί, λέει ο Μισέλ ντε Γκρεκ, γνώρισε τον κόμη Στρογγονώφ και έγινε ερωμένη του.
Η σχέση, ωστόσο, που πυροδότησε τις φήμες της εποχής, ήταν αυτή της Μπουμπουλίνας με τον Γέρο του Μοριά. Ο αγώνας συνεχιζόταν, η καπετάνισσα που είχε μπει για τα καλά στη μάχη, ό,τι είχε χάσει τον μεγάλο γιο της και θρηνούσε βουβά. Μαυροφορεμένη, με το πείσμα, τη δύναμη και τον πόνο να εναλλάσσονται στο πρόσωπό της πληροφορείται ότι πλησίαζε η ώρα να καταλάβουν οι Έλληνες την Τριπολιτσά. Από εκεί θα κρινόταν το μέλλον της επανάστασης και ο Κολοκοτρώνης, που έσφιγγε όσο και πιο πολύ τον κλοιό γύρω από την πόλη, φαινόταν αποφασισμένος.
Ξεκινάει, λοιπόν, να τον συναντήσει έχοντας συγκεντρώσει τα εφόδια και τις οκάδες μολύβι, που εκείνος είχε ανάγκη. Λίγες μέρες πριν την άλωση της πόλης, φτάνει στο στρατόπεδο του Γέρου κι ενώ δεν τον γνωρίζει από πριν, τον ξεχωρίζει ανάμεσα στους υπόλοιπους οπλαρχηγούς. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, όταν εκείνος την είδε, της έτεινε το χέρι κι εκείνη, αφού πρώτα το φίλησε, έπεσε στην αγκαλιά του κλαίγοντας. Ο Κολοκοτρώνης ανταπέδωσε την αγκαλιά. Μείναν για λίγο εκεί αγκαλιασμένοι σε πείσμα πολλών, που δεν είδαν με καλό μάτι τη σκηνή κι αμέσως έσπευσαν από ζήλεια να διαδώσουν πως η καπετάνισσα ήρθε να δει τον αγαπητικό της.
Ανάμεσα στους δύο αναπτύχθηκε ένα δυνατός δεσμός, τον οποίο αργότερα σφράγισε ο γάμος των παιδιών τους. Η Μπουμπουλίνα (όπως και ο Κολοκοτρώνης) -αναφέρει ο Σκιαθάς- είχε πατήσει τα 50 και παρ΄ όλα αυτά είχε τη φρεσκάδα της. Το κορμί της ήταν αλύγιστο και λέγεται ότι δεν είχε καμμία άσπρη τρίχα στα μαύρα της μαλλιά.
«Το φλογερόν βλέμμα της και η θερμή φωνή της εμαρτύρουν ποίον αίμα έκαιεν εις τα φλέβας της». Πολλοί την ποθούσαν ακόμη. Στο πρόσωπο του Κολοκοτρώνη η ίδια διέκρινε έναν ψυχωμένο άντρα. Και ο Γέρος του Μοριά, όμως, μονάχα σ΄ αυτήν άνοιξε την καρδιά του. Στη μυθιστορία του «Μπουμπουλίνα» ο Κωστής Μπαστιάς αναφέρει ότι η καπετάνισσα ξεχώριζε τον Γέρο ανάμεσα απ΄ όλους τους άνδρες, «για τούτο του ΄δειχνε ξεχωριστή αγάπη και σεβασμό».
Στάθηκε δίπλα του σε συσκέψεις καπεταναίων, σε μάχες, σε αντιπαραθέσεις και διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους κι όταν μαζί με άλλους οπλαρχηγούς τον φυλάκισαν στο μοναστήρι του προφήτη Ηλία, στην Ύδρα, πρώτη εκείνη ζήτησε από την κυβέρνηση την αποφυλάκισή του.
Γεώργιος Καραϊσκάκης
Μετρίου αναστήματος, με σώμα ισχνό και μαυριδερή επιδερμίδα, μουστάκι μαύρο και αντίστοιχα μαύρο μαλλί με λίγες λευκές τρίχες, τον περιγράφει ο Χρ. Περραιβός στα Απομνημονεύματά του. Κατά τα λοιπά, γενναίος, δυνατός, αποφασιστικός, προστατευτικός, κοινωνικός, αλλά και ακαλλιέργητος και αψύς και οξύθυμος και αθυρόστομος. Δύσκολα πολύ τα χρόνια εκείνα κι αν είσαι και παιδί εκτός γάμου, ακόμα δυσκολότερα.
Ο δικαστικός, Φιλικός Ιω. Ζαμπέλιος, πατέρας του σπουδαίου ιστορικού, Σπυρίδωνα, αναφέρει για τον Ρουμελιώτη στρατηγό: «Η μήτηρ του ωνομάζετο Ζωή από Σκωληκαρίας χωρίου της Άρτης, χήρα του Ιωάννου Μαυροματιώτου από Μαυρομάτου, χωρίου της επαρχίας Αγράφων. Μετά τον θάνατον του ανδρός εγένετο καλογραία. Αλλά φιλιωθείσα, οίδεται, μετά του Καραΐσκου, συνέλαβε και εγέννησε τον Γεώργιον…». Παιδί της καλογριάς, τον φωνάζανε κοροϊδευτικά και δύσκολα μεγάλωσε. Ο μικρός Καραΐσκος, που υπέγραφε «Καραϊσκάκης», αλλάζοντας σταδιακά το όνομά του, ίσως σε ένδειξη πίκρας για τον πατέρα του που ουδέποτε τον αναγνώρισε, αγάπησε δυνατά μία γυναίκα και σ΄ αυτήν αφοσιώθηκε σε όλη τη ζωή του.
Γνώρισε την όμορφη Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου από το Πατιόπουλο του Βάλτου, όταν βρέθηκε στα Γιάννενα. Ο ιστορικός Δ. Φωτιάδης αναφέρει ότι μερικοί λένε πως η Γκόλφω ήταν στο χαρέμι του πασά. «Δεν μπορούμε μήτε να βεβαιώσουμε, μήτε να τ΄ αρνηθούμε. Κείνο που ξέρουμε είναι πως ο Αλή πασάς, αφού χαιρόταν για κάμποσο τις “τσούπρες” του, που πολλές απ΄ αυτές ήταν από τζάκια, φρόντιζε έπειτα ο ίδιος να τις παντρέψει» γράφει.
Όση αγάπη δεν πήρε από την οικογένειά του, άλλη τόση έδωσε στη γυναίκα του ο Γιώργης Καραϊσκάκης. Όταν κάποιοι του ψιθύρισαν πως του έκανε απιστία, στην αρχή θύμωσε, είπε πως θα τη χωρίσει και πως τάχα θα παντρευτεί μιαν άλλη. Δεν τη χώρισε. Στην κηδεία της όμως δεν πήγε, ούτε καν για να παραλάβει τα τρία ανήλικα παιδιά τους. Στα κατάστιχά του ο Φιλικός Νικ. Σπηλιάδης αναφέρει επιστολή του Καραϊσκάκη προς τον Α. Ζαΐμη με την οποία τον ενημερώνει: «Απέθανεν η σύζυγός μου και ήθελον να υπάγω να οικονομήσω τα παιδιά μου. Αλλά δεν αφήνω την πατρίδα».
Το πραγματικό, ωστόσο, μυστήριο της ζωής του στρατηγού ίσαμε τον θάνατό του, ήταν η Μαριώ, ο φύλακας άγγελός του, η μόνη γυναίκα που στάθηκε αγόγγυστα πλάι του σε όλες τις μάχες. Ήταν μία τουρκαλίτσα ντυμένη αντρικά, που είχε αιχμαλωτισθεί στην άλωση της Τριπολιτσάς κι από τότε αφιερώθηκε στον Καραϊσκάκη ακολουθώντας τον στο πεδίο της μάχης, φροντίζοντάς τον και προσέχοντάς τον σαν τα μάτια της.
Στο έργο του «Ανέκδοτα του Γεωργίου Καραϊσκάκη» ο ιστοριοδίφης Γιάννης Βλαχογιάννης αναφέρει: «… Της Μαριώς, νεοφώτιστης τουρκοπούλας, η σχέση ήτανε νοσοκόμας και δουλεύτρας. Αν ήταν ερωμένη του, τα στρατεύματα που τον ακολουθούσαν θα εστίαζαν. Η αγνότητα ήταν ιερός νόμος στη ζωή των ατάχτων, κληρονομιά της κλέφτικης ζωής…». Ο Φωτιάδης, ωστόσο, διαφωνεί, υποστηρίζοντας πως «ένας τέτοιος αμοιβαίος θαυμασμός και μία τέτοια αφοσίωση ανάμεσα σ΄ έναν άντρα και μία γυναίκα κρύβει πάντα τον έρωτα. Κι αυτό σε τίποτα δεν λερώνει τον ήρωα, όπως νομίζει ο Βλαχογιάννης…».
Παπαφλέσσας
«Άσωτο, επιρρεπή στις ηδονές και μανιώδη γυναικά» περιγράφουν οι χρονικογράφοι της εποχής τον Παπαφλέσσα. Στα Απομνημονεύματά του, ο υπασπιστής του Γέρου του Μοριά, Φώτης Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος, καταθέτει ότι ο Γρηγόριος για αρχή, ξελόγιασε μία κοπέλα, που ετοιμαζόταν να παντρευτεί, χαλώντας έτσι το στεφάνωμα. Κ αυτό ήταν ένα μόνο από τα κατορθώματα του Δικαίου, ο οποίος -κατά πολλές μαρτυρίες- μπορεί να ήταν παπάς, δεν τηρούσε, όμως, τους κανόνες της ιερατικής ζωής.
Ο Γρηγόριος Δικαίος Φλέσσας, που ντύθηκε το ράσο από μία μοιραία συνθήκη (έμαθε τα πρώτα γράμματα κοντά σε λόγιο μοναχό στη φημισμένη σχολή της Δημητσάνας), υπήρξε η πιο αμφιλεγόμενη μορφή του Αγώνα. Φύση δυναμική, ανυπότακτη, στρυμωγμένη ανάμεσα στα άλλα 27 αδέλφια του (!) από τους δύο γάμους του πατέρα του, ήθελε να ανέβει ψηλά, να ξεχωρίσει. Όμορφος, έξυπνος, ομιλητικός, επικοινωνιακός, ορμητικός, προικισμένος με χαρίσματα αλλά και πάθη.
Ανεξέλεγκτα φιλόδοξος, καβγατζής, κυκλοθυμικός, παρορμητικός και πεισματάρης, δεν δεχόταν τις συμβουλές των μεγαλύτερων κληρικών, στους οποίους τις περισσότερες φορές αντιμιλούσε, μπλεκόταν συχνά σε γυναικοδουλειές, μεθούσε και γλεντοκοπούσε. Κατά τον ιστοριοδίφη, δικαστικό Θεοδ. Δ. Παναγόπουλο στο έργο του «Τα ψιλά γράμματα της ιστορίας», ο Παπαφλέσσας «είχε τη φήμη πορνόβιου, ασώτου, αδίστακτου, απόκοτου και απατεώνα»!
Κάποτε μάλιστα κατηγορήθηκε για κλοπή -για ίδιον όφελος- των χρημάτων που συγκέντρωσε από τις συνδρομές των Φιλικών για τις ανάγκες του μελλοντικού αγώνα. Ο Φωτάκος αναφέρει πως στη Φιλική Εταιρεία μπήκε δια της βίας. Γνωρίζοντας τον χαρακτήρα του παπά, το μέλος της Αρχής της Εταιρείας Παν. Αναγνωστόπουλος καθυστερούσε να απαντήσει στο αίτημά του να τον ορκίσει. Τότε ο Δικαίος του κόλλησε ένα μαχαίρι στον λαιμό και του είπε: «Αν δεν με κάμης Αρχήν, σε σφάζω κι έπειτα πηγαίνω εις τον σουλτάνον και προδίδω εις αυτόν τα πάντα… (για τη Φιλική Εταιρεία)».
Ο Φωτιάδης θα γράψει αργότερα: «Δεν ξέρω αν ετούτο τον εκβιασμό τον ευλόγησε ο Θεός. Ούτε ξέρω αν τον δικαιολογούν οι άνθρωποι. Εκείνο που ξέρω είναι πως τον εγκρίνει η Ιστορία». Γιατί ρίχτηκε με πάθος στην προετοιμασία του Αγώνα. Χρησιμοποίησε το όνομά του, συστατικά γράμματα ακόμα και ψεύτικες επιστολές για να πείσει ότι είχε έρθει η στιγμή της επανάστασης κι όταν πια μπήκε στη μάχη… «ο ηρωισμός του και των συναγωνιστών του ενθυμίζει την θυσίαν των τριακοσίων Σπαρτιατών εις τα Θερμοπύλας» θα γράψει αργότερα ο ιστορικός Ιω. Κορδάτος.
Και ο Κανέλλος Δεληγιάννης θα προσθέσει: «Ο ένδοξος αυτού θάνατος απέπλυνεν όλους τους ρύπους του ιδιωτικού και πολιτικού του βίου και χρεωστεί η Πατρίς να τον συγκατατάξη και αυτόν μεταξύ των λοιπών ενδόξων και αθανάτων αυτής προμάχων».
Αθανάσιος Διάκος
Κι αν ο ορμητικός Παπαφλέσσας σκανδάλιζε με τις πράξεις του, οι πηγές μαρτυρούν ότι ο Αθανάσιος Διάκος σκανδάλιζε με το αγγελικό παρουσιαστικό του. «Στον Κόρακα, στη βορεινή πλευρά των Βαρδουσίων φύτρωσε ένα λουλούδι σπάνιο της ελληνικής ομορφιάς, της παληκαριάς και της αρετής» αναφέρει για τον Διάκο ο Σπ. Μελάς στα «Ματωμένα Ράσα», ενώ ο βιογράφος του, δικηγόρος Σπ. Φόρτης περιγράφει: «Ην δε η Διάκος την μεν όψιν κάλλιστος, την δε υφήν του σώματος και το ανάστημα τελειότατος. Τα δε περί την εσθήτα φιλόκαλος λίαν και μεγαλοπρεπής, επί πάσι δε τούτοις η μακρά και άφθονος κόμη του είχε σφόδρα το αρειμάνιον».
Δύο χωριά στη Φωκίδα ερίζουν ακόμη για τη γέννησή του, παρά τη σολομώντεια λύση στην… ιστορική φιλονικία που προσπάθησε να δώσει ο ιστορικός Παπαρρηγόπουλος αναφέροντας τον Διάκο στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ως «πρωτομάρτυρα της ελευθερίας, που με τη θυσία του αποτελεί γέννημα θρέμμα όλης της ελληνικής γης».
Από μικρός ονειρεύτηκε τον κλέφτικο βίο. Να γίνει καπετάνιος με δικά του παλικάρια, να βγει στο βουνό να πολεμήσει. Οι γονείς του όμως ήθελαν να μάθει γράμματα και τον έστειλαν έφηβο ακόμα στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου της Αρτοτίνας να διδαχτεί από τους λόγιους μοναχούς. Φαίνεται όμως πως η προίκα του θεού, η ομορφιά του, έγινε εφιάλτης του κι άφησε το μοναστήρι για την κλέφτικη ζωή, όταν κάποιος Τούρκος αγάς, που βρέθηκε στη μονή θαμπώθηκε από το κάλλος του νεαρού και του ρίχτηκε. Ο Διάκος τον έβρισε κι έφυγε. Κατά μία δεύτερη εκδοχή τον χτύπησε και κατά μία τρίτη τον σκότωσε. Αυτή, πάντως, φαίνεται πως δεν ήταν η πρώτη παρενόχληση που είχε δεχθεί ο νεαρός στο μοναστήρι. Το πρωτοπαλίκαρό του, ο Μπούσγος, διηγήθηκε κι άλλη από κάποιον Τούρκο δερβέναγα, φοροεισπράκτορα.
Όπως και να ΄γινε, ο όμορφος Αθανάσιος γδύθηκε το καλογερικό ράσο κι ανέβηκε στο βουνό, όπου τάχθηκε στο πλευρό των καπεταναίων του Αγώνα και γνώρισε τον μεγάλο έρωτα στο πανέμορφο πρόσωπο της 18χρονης Κατερίνης Σπύρου, την οποία όμως πολιορκούσε και ο συναγωνιστής του Γούλας. Όταν εκείνη επέλεξε τον Αθανάσιο, ο Γούλας έστησε «μηχανή» για να εκδικηθεί το ζεύγος και τα κατάφερε. Είπε ψέματα στην Κατερίνη ότι ο Αθανάσιος ζήτησε να τη δει στο βουνό και τη συνόδεψε ως εκεί. Βλέποντας ο Διάκος την κοπέλα πλάι στον Γούλα, πίστεψε ότι τον απάτησε, της έσκισε τα ρούχα, της έκοψε τα μαλλιά και την έστειλε ημίγυμνη στο χωριό. Μάταια εκείνη προσπαθούσε να τον πείσει ότι δεν έφταιγε. Οι χωρικοί, πάντα … εύκολοι και πρόθυμοι τιμητές της ηθικής, διαπόμπευσαν το κορίτσι, που στο τέλος τρελάθηκε.
Πολλές γυναίκες του πίστωσαν έκτοτε του νεαρού «Άδωνη» και σίγουρα ήταν μεγάλες οι επιτυχίες του, αφού κι εκείνος δεν έμενε ασυγκίνητος. Αλλά, όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, για μια γυναίκα ζούσε και γι αυτή θα άφηνε τη στερνή του πνοή: για την πατρίδα. Ο μαρτυρικός θάνατός του έμεινε μνημείο αυτοθυσίας για τη λευτεριά και ενέπνευσε τους θαυμάσιους στίχους του Κωστή Παλαμά: «…και των ηρώων το καύχημα στη δόξα του Κυρίου, Θανάση Διάκο σ΄ έφερε ο δαρμός του μαρτυρίου, κι ενώ σου σπάραζε κακή φωτιά το τίμιο σώμα, τραγούδι αγγελικό φιλί σου μύρωνε το στόμα…».