17:39
21/11/2024
Search
Close this search box.

NEWSLETTER

Eγγραφείτε στο newsletter και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα της επικαιρότητας.
*Θα χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με την πολιτική απορρήτου μας
17:39
21/11/2024
Search
Close this search box.

NEWSLETTER

Eγγραφείτε στο newsletter και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα της επικαιρότητας.
*Θα χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με την πολιτική απορρήτου μας

Η ελληνική γλώσσα τραυματίστηκε βαριά από τους «αρχαιοκάπηλους» αδαείς της Δικτατορίας

Κοντινό στον οφθαλμό του μνημείου έξω από το Πολυτεχνείο / Φωτογραφία: Eurokinissi

Κοντινό στον οφθαλμό του μνημείου έξω από το Πολυτεχνείο / Φωτογραφία: Eurokinissi

23.04.2023
07:52
Τελευταία ενημέρωση: 23/04/2023 • 19:19
Δυο διαδοχικά απολυταρχικά καθεστώτα, προσπάθησαν να «βιάσουν» την ελληνική γλώσσα

Στη σύγχρονη ιστορία της η Ελλάδα έχει εμπειρία από εργαλειοποίηση και κακοποίηση απέναντι στην ελληνική γλώσσα.

Διαθέτοντας μία ήδη βεβαρυμμένη υποδομή διγλωσσίας (τη μακρά διαμάχη καθαρεύουσας – δημοτικής, το «γλωσσικό ζήτημα»), που από τον πρώτο κιόλας χρόνο του 20ου αι. και για πολλά έτη μετά καλλιεργεί μίση και πάθη, το εκφραστικό εργαλείο του λαού, η ελληνική γλώσσα, πέφτει επιπλέον στα «νύχια» δύο δικτατοριών, που το χρησιμοποιούν κατά βούληση στο όνομα τόσο μίας χριστιανοορθόδοξης ιδεολογίας, που υπηρετεί το δόγμα «τάξη και ηθική», όσο και της εμμονικής καταδίωξης των αντιφρονούντων κομμουνιστών που… «υπονομεύουν» αυτόν ακριβώς τον «σεπτό» χαρακτήρα του.

Η ελληνική γλώσσα στα «νύχια» του καθεστώτος Μεταξά

Μόλις τέσσερις μήνες από την επιβολή του καθεστώτος Μεταξά, στις 4 Αυγούστου του 1936 ο υπουργός Παιδείας Κ. Γεωργακόπουλος, εκδίδει εγκύκλιο στην οποία χαρακτηρίζει τις προηγούμενες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις ως προσπάθεια προπαρασκευής της κομμουνιστικής επιβουλής:

«… Άνθρωποι ανίκανοι προσεπάθησαν να υπονομεύσουν την θρησκείαν, την πατρίδα και την οικογένειαν […] ενεφάνησαν την αποσυνθετικήν αυτών προσπάθειαν ως “εκπαιδευτική μεταρρύθμιση” […] το σχολείον χρησιμοποιείτο ουχί σπανίως ως μέσον της προπαρασκευής της κομμουνιστικής επιβολής»!

Μάλιστα, στο έντυπο «Η Εκπαίδευσις μετά την 4η Αυγούστου», που κυκλοφορεί το καθεστώς το 1937, αναφέρεται ότι «η 4η Αυγούστου 1936 εύρε την εκπαίδευσιν υπό την ανενοχλήτως αυξάνουσαν επίδρασιν των ερυθρών οργάνων του κομμουνισμού» και πως «επί σειρά ετών, τας εκπαιδευτικάς κατευθύνσεις εχάρασσεν ο υπαρχηγός του κομμουνιστικού κόμματος» (εννοεί τον δημοτικιστή Δημήτριο Γληνό, πρωτεργάτη της περίφημης «γλωσσοεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης»).

Κατειλημμένος από μία λογική περίπου ότι «το μπουζούκι είναι όργανο, ο αστυνόμος είναι όργανο, άρα ο αστυνόμος είναι μπουζούκι», ο Μεταξάς είναι πεπεισμένος ότι το σχολείο, όπου με τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις του ’17 και του ’29 καθιερώνεται και ενισχύεται η δημοτική ελληνική γλώσσα, ενθαρρύνει την κομμουνιστική παρουσία.

Αλλά επειδή είναι και ο ίδιος υπέρμαχος της δημοτικής, δεν προτίθεται να την παραχωρήσει στους κομμουνιστές. Πρέπει να την απαγκιστρώσει από αυτούς και να τη δέσει στο άρμα του εθνικού καθήκοντος.

Ο Μεταξάς περπατά ανάμεσα στη νεολαία του
Ο Μεταξάς περπατά ανάμεσα στη νεολαία του

«Το ατύχημα είναι ότι η άρχουσα τάξις μέχρι σήμερον ηθέλησε να συγχέει τον δημοτικισμόν, που είναι κίνημα καθαρώς εθνικόν, με τον κομμουνισμόν. Αυτή η σύγχυσις δεν επιτρέπεται πλέον, διότι δεν ωφελεί παρά μόνον τους κομμουνιστάς» δηλώνει σε συνέντευξή του στις 15 Σεπτεμβρίου του 1936, στην εφημερίδα «Βραδυνή».

Ο Μεταξάς επιχειρεί έτσι να πάρει με το μέρος του διανοούμενους της γενιάς του ’30, όπως ο Τριανταφυλλίδης, ο Βενέζης και ο Μυριβήλης, που διακρίνονται για τις προοδευτικές τους ιδέες στο γλωσσικό ζήτημα και την προσφορά τους στην πολιτιστική ζωή του τόπου.

Εντέλει, θα καταφέρει να απολαύσει τη συνεργασία τους στη συγγραφή εκπαιδευτικών-παιδαγωγικών βιβλίων, καθώς εκείνοι (και καμία 20αριά ακόμη δημοτικιστές), ταμένοι με ευλάβεια στον στόχο της καθιέρωσης της δημοτικής, στην πραγματικότητα δεν έχουν κατανοήσει τα κοινωνικά και πολιτικά αίτια που «ποτίζουν» τις ρίζες του συντηρητισμού στη χώρα.

Ωστόσο, με τούτα και με κείνα, η περίοδος Μεταξά περνά ανώδυνα γι΄αυτή καθαυτή την ελληνική γλώσσα. Ο δικτάτορας τη μετατρέπει σε όχημα φασίζουσας προπαγάνδας, αλλά δεν την αλλοιώνει.

Η οδυνηρή επταετία (και) για την ελληνική γλώσσα

Η εποχή της εξοργιστικής κακοποίησής της θα ανατείλει με τη χούντα των συνταγματαρχών, η οποία μάλιστα κάποτε θα προχωρήσει και στη διανομή εντύπου υπό τον τίτλο «Εθνική Γλώσσα», την έκδοση του οποίου «υπογράφει» το υπουργείο Ενόπλων Δυνάμεων, και όπου η δημοτική χαρακτηρίζεται «ιδίωμα των Ελλήνων του εξωτερικού (υπονοεί τον δημοτικιστή γλωσσολόγο Γιάννη Ψυχάρη, που έχει αναπτύξει πλούσια επιστημονική δραστηριότητα σε Γαλλία και Γερμανία) και των κομμουνιστών»!

Ο ανώνυμος συντάκτης του κειμένου διατυπώνει τον «αδιαπραγμάτευτο κανόνα» ότι η εθνική γλώσσα οφείλει να συνδέεται με το παρελθόν του έθνους και να είναι κατανοητή από τον λαό, ο οποίος θα πρέπει να καταβάλλει ισόβια προσπάθεια για την κατανοεί.

Το περιεχόμενο του πολυσέλιδου εντύπου, που θα κυκλοφορήσει «βελτιωμένο» σε περισσότερες από δύο εκδόσεις, περιστρέφεται γύρω από την «ανωτερότητα της καθαρεύουσας έναντι της δημοτικής», ενώ καταβάλλεται προσπάθεια να αρθούν, ως ανεδαφικά, τα επιχειρήματα των δημοτικιστών.

Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, πρωτεργάτης της Χούντας που εκδηλώθηκε 21 Απριλίου
Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, πρωτεργάτης της Χούντας που εκδηλώθηκε 21 Απριλίου

Οι Έλληνες πρέπει να εντοπίσουν τα στοιχεία, που είχαν κάνει την Ελλάδα μεγάλη και να αναγεννηθούν, λέει ο συντάκτης του κειμένου, ο οποίος βρίσκει αυτά τα στοιχεία στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και στην καθαρεύουσα, που αποτελεί τη συνέχεια της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και ως εκ τούτου εγγυάται και τη συνέχεια του έθνους. «Αν ο Σωκράτης ανασταινόταν, θα καταλάβαινε τη γλώσσα μας» λέει.

Η ματιά του συντάκτη είναι ελιτίστικη και ναρκισσιστική. Στο σύνολό του το κείμενο διακατέχεται από διάθεση σύγκρισης ανάμεσα στην «ανώτατη» καθαρεύουσα και την «κατώτατη» δημοτική.

Η δε προτροπή ότι ο λαός οφείλει να προσπαθεί αενάως να κατανοεί την ελληνική λώσσα, δεν είναι τυχαία, διότι αυτός ο λαός αντιμετωπίζεται περιφρονητικά ως αγράμματος, «ανίκανος να αντιληφθεί το όποιο μέτρο στοχεύει στην υπεράσπιση της γλώσσας και στη δημιουργία νέων λέξεων».

Ο «αγράμματος» μάλιστα λαός κατηγορείται για παραφθορά λέξεων εξαιτίας της βαθιάς άγνοιάς του.

Μνημείο προσβολής του ελληνικού λαού

Γενικά το έντυπο «Εθνική Γλώσσα», που αποτελεί μνημείο προσβολής του ελληνικού λαού και το οποίο ο συντάκτης ευλόγως αποφεύγει να υπογράψει, είναι η προσπάθεια των συνταγματαρχών να ανατρέψουν την έκβαση ενός παιχνιδιού, που βλέπουν να χάνεται, επιχειρώντας να κρατήσουν ισορροπίες ανάμεσα στη μισητή τους δημοτική και την αγαπημένη τους καθαρεύουσα, την οποία και αυτή έχουν φροντίσει να κακοποιήσουν.

Όπως κάμποσα ολοκληρωτικά καθεστώτα, που ντύνονται την προβιά της προστασίας και προαγωγής του εθνικού καλού, έτσι και η Επταετία, αυτή η ιδιαίτερη παρακμή της παραδοσιακής ελληνικής αστικής πολιτείας, στο θέμα της γλώσσας, ρίχνει μια στο καρφί και μια στο πέταλο.

Ο λόγος της -γραπτός και προφορικός- είναι μία καρικατούρα της καθαρεύουσας, ένα εξευτελιστικό υβρίδιο της Ελληνικής, πλήρες σολοικισμών και γραμματικών απρεπειών, που όμως δεν τολμά να του προσδώσει επίσημη υπόσταση.

Εικόνα πάνω από το Πολυτεχνείο
Εικόνα πάνω από το Πολυτεχνείο / Φωτογραφία: Sansimera

Στο Σύνταγμα της 15ης Νοεμβρίου 1968, που δημοσιεύεται στο ΦΕΚ αριθμ. 267, στο άρθρο 6, δεν προσδιορίζεται επακριβώς η ελληνική γλώσσα: «Επίσημος γλώσσα του κράτους και της εκπαιδεύσεως είναι εκείνη, εις την οποίαν συντάσσονται το Σύνταγμα και τα κείμενα της ελληνικής νομοθεσίας».

Ο λόγος για τον οποίον δεν εκτοπίζεται και νομοθετικώς στο πυρ το εξώτερον η δημοτική είναι ο ήδη γνωστός από την πρότερη δικτατορία: ο φόβος μήπως η αποκήρυξή της από το «επίσημο κράτος» σημάνει και την εκχώρησή της στον ερυθρό κίνδυνο.

«Να την αφήσωμεν εις στον κομμουνισμόν, να τους την παραχωρήσωμεν;» καταγράφεται στα Πρακτικά της συζήτησης επί του Συντάγματος του 1968 το ερώτημα του υπουργού Παιδείας, Θ. Παπακωνσταντίνου.

Το καθεστώς γνωρίζει ότι από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964, με την οποία επισημοποιείται η διδασκαλία της δημοτικής, έχει περάσει ο απαιτούμενος χρόνος ώστε αυτή να θρονιαστεί στη συνείδηση του λαού.

Επιπλέον, όσο «φιλότιμα» κι αν έχουν προσπαθήσει να επικοινωνήσουν τον «ιερό στόχο της επαναστάσεως να προστατεύσει το έθνος από την κομμουνιστικήν απειλήν», οι Απριλιανοί γνωρίζουν καλά ότι στην πραγματικότητα δεν έχουν έρεισμα στη λαϊκή βάση και μία τέτοια ευθεία βαθιά τομή στο επικοινωνιακό εργαλείο του λαού, δεν θα εξυπηρετήσει τη δημοφιλία τους.

Αρκετοί, τέλος, εκτιμούν ότι ο Παπαδόπουλος, προσπαθεί προφανώς να προσεγγίσει τους ομογενείς του εξωτερικού, για τους οποίους θεωρεί λογικό να μη μιλούν καλά την Ελληνική γλώσσα. Έτσι, σε δύσκολες περιόδους κατά τις οποίες επικαλείται τα προσδιοριστικά χαρακτηριστικά της εθνικής ταυτότητας, όπως η εθνική συνείδηση και η θρησκεία, αποφεύγει την αναφορά στη γλώσσα.

Για την ώρα, πάντως, οι Απριλιανοί αρκούνται στα μηνύματα που στέλνουν οι «πύρινες» δηλώσεις του προέδρου Παπαδόπουλου εις… άπταιστον «καθαρή»: «Η χώρα διήρχετο μίαν κρίσην, αναζητούσα διέξοδον εξ ενός πολιτικού αξιεξόδου εις το οποίον είχε εισέλθει […] Ουδείς εκ των πολιτικών αρχηγών ανελάμβανε να βοηθήσει τον ανώτατον άρχοντα όστις ανεζήτη λύσιν εντός των συνταγματικών πλαισίων της ανευθυνότητός του (!) δια να βγάλει την χώραν από το αδιέξοδον»…

Ο αναγκαστικός νόμος για την ελληνική γλώσσα

Προσπαθούν, μετατρέποντας σε δούρειο ίππο το υβρίδιο της καθαρεύουσας, που οι ίδιοι στις καθημερινές τους εμφανίσεις χρησιμοποιούν, να «αλώσουν» αναίμακτα το πεδίο της δημοτικής, στο οποίο όμως αναγκάζονται να προσφέρουν κάποιες παραχωρήσεις για τα έχουν με όλους καλά.

Έτσι, ενώ με τον Α.Ν. (Αναγκαστικός Νόμος) 129/1967, η δημοτική γλώσσα περιορίζεται στις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου και η καθαρεύουσα επανέρχεται στις υπόλοιπες τάξεις του δημοτικού, στο γυμνάσιο, στις παιδαγωγικές ακαδημίες και σε όλες γενικά τις ανώτερες σχολές, ως «όργανον εκφράσεως, γραπτής και προφορικής, διδασκόντων και διδασκομένων», το 1970, με το Ν.Δ. (Νομοθετικό Διάταγμα) 651 η διδασκαλία της δημοτικής επεκτείνεται σε ακόμη μία τάξη του δημοτικού σχολείου και το 1971 σε όλο το δημοτικό. Επιπλέον, για τη στήριξη της εθνικής οικονομίας, η χούντα στρέφεται προς την τεχνικο-επαγγελματική εκπαίδευση, ιδρύοντας σχολές, όπου η δημοτική κερδίζει έδαφος, λόγω της προέλευσης των σπουδαστών από τις τάξεις των χαμηλών εισοδημάτων.

Η αλήθεια είναι πως η προώθηση της ιδέας της απευθείας σύνδεσης των νεοελλήνων με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο είχε ήδη συντελεστεί μέσα στο διανοητικό σύμπαν του ελληνικού διαφωτισμού.

Η γλώσσα ως πυλώνας της εθνικής ταυτότητας, ταξιδεύει από την αρχαιότητα και η καθαρεύουσα κρατάει γερά τον μίτο της αρχαιοελληνικής. Αλλά με την ανατολή του 20ου αι. το κλίμα είναι ιδανικό για ανατροπή του αρχαϊσμού.

Οι κοινωνικές και πνευματικές ζυμώσεις μετά την ατυχή έκβαση του πολέμου του 1897 και τα εμφανή συμπτώματα εθνικού ξεπεσμού, ευνοούν την αναζήτηση καινοτομιών.

Η Επανάσταση στο Γουδί (1909) ανοίγει τον δρόμο στον Βενιζέλο, Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-13) και α΄ παγκόσμιος πόλεμος (1914-18), οδηγούν στην επέκταση των ορίων του κράτους, που περιλαμβάνει πια πολλούς μη ελληνόφωνους πληθυσμούς.

Τα νέα δεδομένα γεννούν την ανάγκη για ένα απλό γλωσσικό εργαλείο, που θα τους εξελληνίσει. Ο δημοτικισμός φουντώνει, η αρχαΐζουσα χάνει έδαφος. Επιχειρούνται μεταφράσεις από αρχαία ή ξένα κείμενα.

Η προσπάθεια να αποδοθούν στη Δημοτική τα Ευαγγέλια (Ευαγγελικά, 1901) και αρχαία δράματα (Ορεστειακά, 1903) συναντούν οργισμένη αντίδραση, ενώ ιδρύονται σύλλογοι δημοτικιστών, που επιδιώκουν την καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση.

Η Χούντα περίοδος όπου συνέβησαν εγκλήματα σε βάρος της γλώσσας

Κι όταν όλα δείχνουν να παίρνουν έναν δρόμο φρεσκάδας και ανανέωσης, νοσταλγοί του λαμπρού παρελθόντος, φρενάρουν (Μεταξάς) κι ακόμα χειρότερα οπισθοδρομούν (Επταετία) σε μία εποχή συντηρητισμού και σήψης, βάζοντας τη χώρα και τη γλώσσα στον γύψο.

Η χούντα των συνταγματαρχών έμεινε στην ιστορία ως η περίοδος κατά την οποία συντελέστηκαν εγκλήματα σε βάρος της γλώσσας. Ήταν τέτοιος ο εκφραστικός ευνουχισμός, τέτοια η λεκτική σύγχυση, τόσο άκριτη και επιπόλαιη η χρήση της γλώσσας, που η κακοποίησή της έφτασε σε σημείο να υπονομεύσει ακόμα και αυτή καθαυτή τη δομή της.



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Αναζήτηση