Το ημερολόγιο έγραφε «Ιανουάριος του 1978» όταν ένα στυγερό έγκλημα συντάραζε την μικρή κοινωνία της Χαλκίδας. Μια νεαρή γυναίκα και μητέρα δυο ανήλικων παιδιών έπεφτε νεκρή μέσα στο σπίτι της, δολοφονημένη από τον ίδιο της τον σύζυγο και πατέρα του παιδιού της.
Η σορός της βρέθηκε δίπλα στο τζάκι του σπιτιού από την μητέρα της γυναίκας, η οποία την ώρα του φόνου κοιμόνταν στο διπλανό δωμάτιο.
Μια οικογένεια είχε διαλυθεί από ένα αποτρόπαιο έγκλημα και το ένα παιδί της οικογένειας, μόλις τεσσάρων ετών, είχε τραυματιστεί ανεπανόρθωτα, καθώς ήταν μπροστά στη σκηνή του εγκλήματος και είδε τον πατέρα του να πυροβολεί με κυνηγετικό δίκαννο όπλα την 28χρονη μητέρα του.
Πίσω από το στυγερό έγκλημα, όπως ειπώθηκε στη δίκη που ακολούθησε στο Κακουργιοδικείο Αθηνών, κρυβόταν «η ανάκληση της εντολής του θύματος προς τον σύζυγόν της δια την καλλιέργεια των κτημάτων της», οι «ανώμαλαι σεξουαλικαί απαιτήσεις του κατηγορουμένου» καθώς και «η σύχγυσης αυτού, ως ο ίδιος ισχυρίζεται ένεκα προηγηθέντος επεισοδίου μετά της συζύγου του».
Οι εφημερίδες της εποχής κατέγραψαν το έγκλημα και τη δίκη που ακολούθησε, κατά τη διάρκεια της οποίας οι μάρτυρες αλλά και ο ίδιος ο 34χρονος κατηγορούμενος, εργάτης στο επάγγελμα, κατέθεσαν για την υπόθεση, η οποία είχε συνταράξει την τοπική κοινωνία της Χαλκίδας, όπου ζούσε το ζευγάρι.
«Εδώ θα πεθάνετε»
Πρώτη στο βήμα του μάρτυρα, στο δικαστήριο που εξέτασε το έγκλημα, ανέβηκε η μητέρα της νεαρής γυναίκας, για να ξετυλίξει το κουβάρι των γεγονότων, καθώς βρίσκονταν στο διπλανό δωμάτιο του σπιτιού την ώρα της δολοφονίας της κόρης της.
«Η κόρη μου στεφανώθηκε από συνοικέσιο με τον κατηγορούμενο. Στην αρχή ζούσε καλά. Τον είχαμε σαν γαμπρό στο σπίτι μας. Μετά το πρώτο τους παιδί ο γαμπρός μου έγινε αγνώριστος» είπε στην κατάθεσή της η μητέρα του θύματος.
«Μας φέρονταν άσχημα και στην κόρη μου στερούσε τα πάντα. Της ζητούσε επιπλέον να κάνει ανώμαλες πράξεις μαζί του. Αυτή αρνούταν και αυτός την απειλούσε. Η κατάσταση αυτή χειροτέρευσε όταν πέθανε ο άνδρας μου» συνέχισε η μητέρα.
Η κόρη μου και εγώ ήμασταν σαν δυο πρόβατα με το λύκο μέσα στο σπίτι
«Μας τρομοκρατούσε λέγοντας μας “εδώ θα πεθάνετε”. Η κόρη μου και εγώ ήμασταν σαν δυο πρόβατα με το λύκο μέσα στο σπίτι» πρόσθεσε η απαρηγόρητη μάνα.
Στη συνέχεια η χαροκαμένη μάνα αναφέρθηκε στο ίδιο έγκλημα, τις στιγμές του φόνου, λέγοντας στο δικαστήριο: «Ήμουν ξαπλωμένη στο διπλανό δωμάτιο όταν άκουσα μια τουφεκιά και κλάματα του παιδιού. Έτρεξα και βρήκα την κόρη μου κάτω από το σκαμνί γεμάτη αίματα με το κεφάλι της στο τζάκι. Ο γαμπρός μου είχε φύγει με το παιδί. Έπαθα κλονισμό και βγήκα στο δρόμο φωνάζοντας βοήθεια».
Ακολούθησε η κατάθεση της αδελφής του θύματος, η οποία μίλησε και εκείνη για κακομεταχείριση της 28χρονης μητέρας και για δυσκολίες που αντιμετώπιζε στο γάμο της με τον δράστη.
- Πρόεδρος: Την χτυπούσε;
- Μάρτυρας: Όχι αλλά της ζητούσε παρά φύσιν ασελγείς πράξεις. Εγώ τη συμβούλευα να χωρίσει. Πριν κάνει αίτηση διαζυγίου έγιναν τρία – τέσσερα οικογενειακά συμβούλια. Ο γαμπρός μου τότε ησύχαζε έλεγε ότι θα διορθωθεί, αλλά μετά ξανάρχιζε τα ίδια. Της ζητούσε 150.000 δρχ. για να φύγει.
- Πρόεδρος: Στην κατάθεσή σας λέτε ότι της έκανε μάγια. Τα είχατε δει αυτά;
- Μάρτυρας: Μάλιστα, λάδια στα παράθυρα και στις πόρτες και μπαρούτι κάτω από το στρώμα, πράγμα που δεν είχαμε ξαναδεί.
Τι έλεγε ο δράστης για το έγκλημα: «Της έβαλαν λόγια»
Επιχειρώντας να δικαιολογήσει το φρικτό έγκλημά του κατά την απολογία του στο δικαστήριο ο συζυγοκτόνος υποστήριξε ότι στα πρώτα χρόνια του γάμου με το θύμα ζούσαν καλά, στη συνέχεια, όμως, όπως ισχυρίστηκε, «της έβαλαν λόγια οι δικοί της και ήθελαν να χωρίσουμε».
Ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε στη συνέχεια σε προσπάθειες που έγιναν ώστε να αποφευχθεί το διαζύγιο, πλην όμως όπως ανέφερε, κάθε φορά που γύρναγε στο σπίτι μετά τη δουλειά αντιμετώπιζε «μια δύσκολη κατάσταση» από τη γυναίκα του.
Ο 34χρονος αναφέρθηκε ακόμη σε επεισόδιο, που όπως είπε, έλαβε χώρα πριν το φόνο, αλλά και σε διάλογο που είχε με τη γυναίκα του παρουσία ενός εκ των δυο ανηλίκων παιδιών τους. «Δεν ήμουν ανώμαλος, ήμουν μια χαρά με τη γυναίκα μου», έλεγε.
«Όταν εκείνη την ημέρα μπήκα στο σπίτι την βρήκα να κάθεται μπροστά στο τζάκι σε ένα σκαμνί. Της ζήτησα να μου αλλάξει τα σεντόνια στο κρεβάτι. Μόλις της το είπα άρχισε ο καβγάς» υποστήριξε ο εργάτης.
«Μου είπε: “λίγες μέρες μείνανε θα πετάξω όλα τα ρούχα έξω από το σπίτι”. Με αποκάλεσε “κερατά”. Τη ρώτησα από πού είμαι κερατάς και μου απάντησε “από την αδελφή σου στην Αθήνα”. Αυτό ήταν, έτσι έγινε το κακό», ισχυρίστηκε ο 34χρονος για όσα έγιναν πριν το έγκλημα.
- Πρόεδρος: Δηλαδή πήγατε πήρατε το όπλο και γυρίσατε;
- Κατηγορούμενος: Μάλιστα.
- Πρόεδρος: Αυτή η φράση ήταν ικανή να σας κάνει να φονεύσετε τη γυναίκα σας;
- Κατηγορούμενος: Δεν ήθελα να τη σκοτώσω. Την αγαπούσα…
Η απόφαση
Αγορεύοντας στο δικαστήριο ο εισαγγελέας της έδρας ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται και μάλιστα χωρίς την αναγνώριση κανενός ελαφρυντικού.
Εν τέλει, το δικαστήριο επέβαλλε στον 34χρονο κάθειρξη 20 ετών για τη δολοφονία της νεαρής συζύγου του, ποινή φυλάκισης ενός έτους για παράνομη οπλοφορία και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για έξι έτη.
Του αναγνωρίστηκε, μάλιστα, το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου. Μετά την εκφώνηση της απόφασης ο κατηγορούμενος ευχαρίστησε τους δικαστές…