Ένα άγριο έγκλημα πάθους είχε συγκλονίσει τη γειτονιά του Βύρωνα στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του 1966.
Ένας οπωροπώλης, «εφόνευσε δια κυνηγετικού όπλου και με σκάγια προοριζόμενα δια την θήραν αγριόχοιρων, τον σύζυγο της ερωμένης του, οδηγόν αυτοκινήτου και πατέρα τριών ανήλικων τέκνων».
Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν για «τον μονόφθαλμο δολοφόνο» και την άπιστη ερωμένη του, που δεν δίστασαν να φτάσουν στο έγκλημα, να σκοτώσουν τον άτυχο άνδρα, όταν εκείνος επιχείρησε να μπει στο σπίτι του δράστη έχοντας υποψίες ότι η γυναίκα του έχει ερωτικές σχέσεις μαζί του.
Ένα έγκλημα που τάραξε την κοινή γνώμη
Το έγκλημα είχε προκαλέσει σάλο και κάθε πτυχή της υπόθεσης ξεδιπλώθηκε με λεπτομέρειες στη δίκη που ακολούθησε. Όλα ξεκίνησαν ξημερώματα της 30ης Οκτωβρίου, όταν το θύμα έχοντας πληροφορίες πως η σύζυγός του τον απατά, μαζί με τρεις φίλους επισκέφθηκε το σπίτι του δράστη, οποίος είχε χάσει την όρασή του από το ένα του μάτι.
Το θύμα ζήτησε από τον κατηγορούμενο να του ανοίξει τη πόρτα αλλά εκείνος όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά τον απείλησε. Στη συνέχεια, κλήθηκε η αστυνομία στο σπίτι, η οποία ζήτησε και εκείνη από το δράστη να ανοίξει την πόρτα αλλά αυτός και πάλι αρνήθηκε λέγοντας ότι θα τους άνοιγε το πρωί και μόνο παρουσία εισαγγελέα.
Η αστυνομία συνέστησε στον απατημένο σύζυγο να περιμένει μέχρι το πρωί, ωστόσο, εκείνος είχε άλλα σχέδια. Μη μπορώντας να συγκρατήσει την οργή και το θυμό που ένιωθε άρπαξε ένα μαδέρι μήκους ενός μέτρου από μια διπλανή οικοδομή και αφού άνοιξε τις γρίλιες του παραθύρου του σπιτιού κάλεσε τους αστυνομικούς να μπουν μέσα σε αυτό.
Το έγκλημα όμως δεν άργησε να συμβεί. Πριν προλάβουν οι αστυνομικοί να σπεύσουν στο σημείο άκουσαν ένα πυροβολισμό και είδαν τον άτυχο άνδρα να βρίσκεται νεκρός στο έδαφος. Αμέσως οι αστυνομικοί μπήκαν στο σπίτι και συνέλαβαν το δράστη με το όπλο στο χέρι, η δε «μοιχαλίδα ήτο στο λουτρό φορούσαν μια ρόμπαν».
Η δίκη του οπωροπώλη
Στο δικαστήριο, ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε ότι εκείνο το βράδυ βρέθηκε σε άμυνα και πως το θύμα είχε αποπειραθεί στο παρελθόν να τον δολοφονήσει. Όπως ανέφερε σκοπός του δεν ήταν να σκοτώσει το θύμα αλλά να το εκφοβίσει.
Από την πλευρά της, η άπιστη σύζυγος υποστήριξε πως ο λόγος που βρίσκονταν εκείνο το βράδυ στο σπίτι του οπωροπώλη ήταν γιατί ήταν φίλος του άνδρα της. Όπως είπε, ήθελε να του ζητήσει να μιλήσει στον σύζυγό της ώστε να αφήσει να μείνουν τα παιδιά τους σε εκείνη μετά τη διάσταση που είχε επέλθει μεταξύ τους και όχι να τα στείλει σε ίδρυμα.
Οι κατηγορούμενοι εκτός από αδικήματα που αφορούσαν στο έγκλημα της δολοφονίας του άτυχου άνδρα δικάστηκαν και για μοιχεία.
Οι μάρτυρες που «έκαψαν» το παράνομο ζευγάρι
Οι μάρτυρες, ωστόσο, που κατάθεσαν στο Κακουργιοδικείο κλόνισαν με τα όσα είπαν τους ισχυρισμούς που προέβαλλαν οι δυο κατηγορούμενοι.
Ο αδελφός του θύματος κατέθεσε πως η νύφη του «ήτο άστατη, δεν εφρόντιζε δια το σπίτι αλλά γυρνούσε πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον». Υποστήριξε ακόμη πως ο αδελφός του, του είχε πει πως ο δράστης τον απειλούσε και του «πετούσε κατάμουτρα την πιο μεγάλη απειλή, ότι είχε ερωμένη τη γυναίκα του και πως γλεντούσε μαζί της κάθε βράδυ».
Σύμφωνα με τον ίδιο μάλιστα ο δράστης είχε «πλούσιο εγκληματικό παρελθόν» και η αναπηρία του οφείλονταν στο γεγονός ότι είχε αποπειραθεί να «απλανήσει στο παρελθόν μια νέαν» και την πράξη του «αυτή την επλήρωσε με την απώλειαν του οφθαλμού του».
Η ετυμηγορία για το άγριο έγκλημα
Έπειτα από ακροαματική διαδικασία τριών ημερών, κατά την οποία εξετάστηκαν όλοι οι μάρτυρες της υπόθεσης, το Κακουργιοδικείο Αθηνών εξέδωσε την απόφασή του.
Με αυτή επέβαλλε στον «μονόφθαλμο δολοφόνο» κάθειρξη 17 ετών και έξι μηνών για το έγκλημα της δολοφονίας, στη δε «μοιχαλίδα» ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών με αναστολή, κρίνοντας την ένοχη για το αδίκημα της μοιχείας.
Μάλιστα, στο δράστη δικαστές και ένορκοι αναγνώρισαν και ένα ελαφρυντικό, αυτό της ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος.