Ένα πρωτοφανές έγκλημα με θύμα ένα 32χρονο οικοδόμο είχε συνταράξει τον Μάρτιο του 1972 την κοινή γνώμη και είχε απασχολήσει εκτενώς τον Τύπο.
Το «S» ανασύρει από το χρονοντούλαπο μια ακόμη ιστορία εγκλήματος που συγκλόνισε το πανελλήνιο.
Ο νεαρός άνδρας και πατέρας έφυγε από τη ζωή με έναν αποτρόπαιο τρόπο: Ο εραστής και εξάδελφος της γυναίκας του, Άννας, μαζί με έναν συμμαθητή συνεργό του, αφού προσπάθησαν αρχικά ανεπιτυχώς να του προκαλέσουν ηλεκτροπληξία στον ύπνο του, στη συνέχεια τον στραγγάλισαν με ένα καλώδιο.
Το έγκλημα ήταν εις γνώση της συζύγου του θύματος, η οποία μαζί με τον εξάδελφό της και εραστή της, είχαν αποφασίσει να βγάλουν τον άτυχο άνδρα από τη μέση, ώστε να ζήσουν ανενόχλητοι τον έρωτά τους.
Το ερωτικό πάθος που οδήγησε στο έγκλημα
Το ερωτικό πάθος που έφτασε στο άγριο αυτό έγκλημα, άναψε για τους «σατανικούς εραστές», όπως αποκαλούσε ο Τύπος της εποχής τον θύτη και την 23χρονη εξαδέλφη του Άννα, όταν ο νεαρός ήλθε στην Αθήνα από νησί των Επτανήσων για να σπουδάσει.
Τον πρώτο καιρό έμεινε στο σπίτι του θύματος και της εξαδέλφης του, στο Νέο Ηράκλειο. Ο νεαρός επαρχιώτης θαμπώθηκε από την Άννα και παρά το συγγενικό δεσμό τους, σύναψε ερωτική σχέση μαζί της. Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία και με το πέρασμα του καιρού ο δράστης άρχισε να πιστεύει ότι η 23χρονη γυναίκα και μητέρα του ανήκει.
Και εκείνη, όμως, πίστευε ότι ο σύζυγός της, οικοδόμος στο επάγγελμα και πατέρας των παιδιών της, αποτελούσε εμπόδιο στον έρωτά της με τον εξάδελφό της.
Ο «διαβολικός εραστής» σχεδίασε το έγκλημά του
Τότε, ήταν που ο νεαρός άνδρας πήρε την απόφαση να καταρρίψει όλα όσα πίστευε ότι εμπόδιζαν τον ίδιο και την ερωμένη του να ζήσουν ανενόχλητοι τον ερωτά του. Μίλησε με την Άννα για τους σχέδιο του να δολοφονήσει τον άνδρα της και εκείνη συμφώνησε.
Στη συνέχεια, η νεαρή γυναίκα πήρε τα παιδιά της και έφυγε δήθεν για διακοπές στο νησί των Επτανήσων από το οποίο και εκείνη κατάγονταν. Προηγουμένως είχε δώσει τα κλειδιά του σπιτιού της στον εξάδελφό της και εραστή της. Το πεδίο ήταν πλέον ελεύθερο για να εκτελεστεί το φρικτό σχέδιο.
Το έγκλημα
Το βράδυ της 6ης Μαρτίου του 1972, ο 32χρονος οικοδόμος μπήκε στο σπίτι του, μετά από μια κουραστική ημέρα στη δουλειά του. Αφού έφτιαξε κάτι να φάει, ξάπλωσε ανυποψίαστος στο συζυγικό κρεβάτι να ξεκουραστεί.
Δεν μπορούσε βέβαια να φανταστεί ότι στο πατάρι του διαμερίσματος καραδοκούσε μαζί με έναν συμμαθητή του, ο εξάδελφος της γυναίκας του, για να τον σκοτώσουν.
Οι δυο νέοι είχαν πάει το απόγευμα της ίδιας ημέρας σε κατάστημα στον Πειραιά και αγόρασαν ένα κομμάτι καλώδιο. Στη συνέχεια, τηλεφωνούσαν στο σπίτι του θύματος και αφού κανείς δεν απαντούσε, κατάλαβαν ότι ο 32χρονος σύζυγος δεν είχε επιστρέψει ακόμη. Με το αντικλείδι που τους είχε δώσει η Άννα άνοιξαν την πόρτα και ανέβηκαν στο πατάρι.
Όταν οι δυο δράστες βεβαιώθηκαν ότι το θύμα τους είχε κοιμηθεί, τότε από το πατάρι κατέβηκε ο «τυφλωμένος» από το πάθος εραστής, ενώ ο συνεργός του περίμενε σαν εφεδρεία.
Ο νεαρός άνδρας πήρε το καλώδιο, το έβαλε στη πρίζα και την άλλη άκρη του την τοποθέτησε στο πόδι του 32χρονου, με σκοπό να του προκαλέσει ηλεκτροπληξία. Όμως το θύμα ξύπνησε και προσπάθησε να αμυνθεί με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει.
Τότε κατέβηκε από το πατάρι ο συνεργός και άρχισε να χτυπά τον άτυχο άνδρα και να τον κρατά, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον φίλο του να τυλίξει το καλώδιο γύρω από το λαιμό του και να τον στραγγαλίσει.
Το σχέδιο με την Ιερόδουλη
Όμως η αποτρόπαια δράση των δυο νεαρών ανδρών δεν σταμάτησε εκεί. Ήθελαν όχι μόνο να εξαφανίσουν το πτώμα του οικοδόμου και να κάνουν να φανεί το έγκλημά τους σαν ατύχημα αλλά και να τον διαβάλλουν ως παντρεμένο οικογενειάρχη.
Αμέσως μετά το έγκλημα και οι δυο κατευθύνθηκαν προς τη λεωφόρο Συγγρού και προσπάθησαν να δολοφονήσουν μια ιερόδουλη μέσα στο αυτοκίνητό της.
Είχαν στο μυαλό τους να ρίξουν το αυτοκίνητό της σε μια χαράδρα και με τα δυο πτώμα μέσα, ώστε να εκληφθεί αργότερα σαν αυτοκινητικό ατύχημα. Δεν τα κατάφεραν, ωστόσο, καθώς η ιερόδουλη άρχισε να φωνάζει και εκείνοι φοβήθηκαν και εξαφανίστηκαν γρήγορα από το σημείο.
Στη συνέχεια, η αστυνομία βρήκε και τον άτυχο άνδρα νεκρό μέσα στο σπίτι του και άρχισε τότε να ξετυλίγεται το κουβάρι του φρικτού αυτού εγκλήματος.
Η δίκη και η καταδίκη στην εσχάτη των ποινών
Η υπόθεση εκδικάσθηκε στο Κακουργιοδικείο Αθηνών, στο εδώλιο του οποίου κάθισαν ως κατηγορούμενοι ο θύτης και ο συνεργός του αλλά και η Άννα.
Το δικαστήριο επέβαλλε ισόβια στον πρώτο κατηγορούμενο για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως σε βάρος του άτυχου οικοδόμου αλλά και για απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος της ιερόδουλης. Στο συνεργό του νεαρού άνδρα το δικαστήριο επέβαλλε 17 χρόνια κάθειρξη για άμεση συνέργεια στα παραπάνω αδικήματα, του αναγνώρισε, ωστόσο, το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας.
Κάθειρξη 20 ετών επιβλήθηκε στην Άννα για συνέργεια στην ανθρωποκτονία του άνδρα της αλλά για συνέργεια στην απόπειρα ανθρωποκτονίας της ιερόδουλης.
Ζητώ συγνώμη από το θεό και τους ανθρώπους
«Ζητώ συγνώμη από το θεό και τους ανθρώπους» είπε ο «σατανικός εραστής» στο δικαστήριο εκφράζοντας μάλιστα τη δυσαρέσκειά του για την καταδίκη της Άννας.
Η υπόθεση για το έγκλημα του σατανικού εραστή δεν είχε κλείσει
Όμως αυτή δεν ήταν «αυλαία» της δικαστικής διερεύνησης για το στυγερό έγκλημα. Ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την παραπάνω απόφαση του Κακουργιοδικείου, ως προς το νεαρό βασικό κατηγορούμενο, με το σκεπτικό ότι το έγκλημα που τέλεσε ήταν ιδιαζόντως ειδεχθές και ως τέτοιο έπρεπε να εκδικασθεί ξανά.
Η δίκη επαναλήφθηκε και στην απολογία του για πρώτη φορά ο κατηγορούμενος ομολόγησε ότι διατηρούσε ερωτικό δεσμό με την Άννα και ότι εκείνος σκότωσε το σύζυγό της.
Από τη στιγμή που δημιουργήθηκε αυτός ο δεσμός είχαμε αποφασίσει να βρούμε ένα τρόπο να ζήσουμε μαζί.
«Από τη στιγμή που δημιουργήθηκε αυτός ο δεσμός είχαμε αποφασίσει να βρούμε ένα τρόπο να ζήσουμε μαζί. Είναι ανεξήγητο το πώς εγώ έφτασα σε ένα τέτοιο σημείο» είπε στη δεύτερη δίκη για το έγκλημα ο άνδρας.
«Δεν υπάρχει και το ξέρω καμία δικαιολογία για την πράξη μου. Πρέπει να με τιμωρήσετε είμαι έτοιμος για αυτό. Ζητώ για μια ακόμη φορά συγνώμη από την οικογένεια του θύματος» συμπλήρωσε στην απολογία του ο κατηγορούμενος.
Λίγο αργότερα το δικαστήριο ανακοίνωνε την απόφασή του, επιβάλλοντας στον κατηγορούμενο θανατική ποινή. Ο καταδικασθείς άκουσε την απόφαση ήρεμος και κοίταξε προς το ακροατήριο του δικαστηρίου χαμογελώντας.
Να θυμίσουμε εδώ πως η θανατική ποινή καταργήθηκε σε περιόδους ειρήνης εκτός από το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας σε περιόδους πολέμου σύμφωνα με το σύνταγμα του 1975. Η θανατική ποινή στην Ελλάδα καταργήθηκε και τυπικά τον Δεκέμβριο του 1993 από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου με τον Νόμο 2172/1993. Η Ελλάδα κατάργησε την εσχάτη των ποινών για οποιοδήποτε έγκλημα το 2004.