«Είχα αποφασίσει να σκοτώσω μία γυναίκα καιρό πριν αλλά δεν το είχα καταφέρει διότι συναντούσα διάφορες κακοτυχίες….». Αυτά ήταν τα λόγια ενός νεαρού κατηγορουμένου στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 στο Κακουργιοδικείο της Αθήνας, όπου κλήθηκε να απολογηθεί για την άγρια δολοφονία μιας νεαρής κοπέλας, άγνωστης σε εκείνον στο κέντρο της πρωτεύουσας.
Πρόκειται για ένα έγκλημα που είχε συγκλονίσει την κοινή γνώμη της εποχής, καθώς όπως αποκαλύφθηκε αργότερα το θύμα έτυχε απλά να βρεθεί στο δρόμο ενός σχιζοφρενή, ο οποίος δεν είχε επίγνωση των πράξεων του, σύμφωνα με την απόφαση που έλαβε το δικαστήριο.
Ο νεαρός άνδρας ακολούθησε την άτυχη γυναίκα μέσα στα σκοτάδια ενώ εκείνη πήγαινε στο σπίτι της και αφού κατάφερε να την ακινητοποιήσει της αφαιρέσει τη ζωή, κατακρεουργώντας την με ένα αμφίστομο μαχαίρι που είχε κρυμμένο στο μανίκι του.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα οι αρχές προσπαθούσαν να εξιχνιάσουν το έγκλημα που είχε σκορπίσει το τρόμο στο κέντρο της Αθήνας, μάταια όμως. Ο δράστης για όσα διάστημα παρέμενε εκτός του πεδίου των αστυνομικών ερευνών, διάβαζε, όπως είπε στο δικαστήριο, ικανοποιημένος τα άρθρα των εφημερίδων που ανέφεραν πως η αστυνομία ακολουθούσε «στραβόν δρόμον δια την σύλληψη του φονιά» της άτυχης γυναίκας.
Όπως όμως συμβαίνει συνήθως αργά η γρήγορα η αλήθεια αποκαλύπτεται. Έτσι έγινε και στη συγκεκριμένη υπόθεση και ο νεαρός άνδρας οδηγήθηκε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου για να λογοδοτήσει για τις πράξεις του. Εκεί ο κατηγορούμενος ομολόγησε χωρίς ίχνος φόρτισης ή μεταμέλειας, όπως άλλωστε είχε κάνει και κατά την προανάκριση, ότι εκείνος δολοφόνησε την άτυχη κοπέλα.
Νωρίτερα, στο δικαστήριο ψυχίατρος που είχε εξεταστεί κατέθεσε πως ο άνδρας που κάθονταν στο εδώλιο κατηγορούμενος για φόνο είναι σχιζοφρενής και δεν έχει επίγνωση των πράξεων του.
«Ήθελα να σκοτώσω»
Κατά τη διάρκεια της απολογίας του στο Κακουργιοδικείο, ο δράστης άρχισε να εξιστορεί τις συνθήκες της ζωής του και είπε πως είχε αποφασίσει από πολύ καιρό να σκοτώσει μία γυναίκα, όμως κάθε φορά εμφανιζόταν διάφορα εμπόδια. Αυτό όμως άλλαξε, όπως ανέφερε, όταν συνάντησε την άτυχη κοπέλα σε σκοτεινό σημείο της οδού Βασιλέως Γεωργίου στο κέντρο της Αθήνας και έκρινε πως οι συνθήκες ήταν κατάλληλες για να διαπράξει το στυγερό έγκλημα του.
Όπως κατέθεσε, η συγκεκριμένη γυναίκα του έκανε εντύπωση διότι ήταν προκλητικά ντυμένη. Με χαρακτηριστική απάθεια – ακόμη και όταν η μητέρα της άτυχης κοπέλας ξέσπαγε ακούγοντας τον σε λυγμούς – εξιστόρησε στο δικαστήριο τα πάντα για τη ζωή του.
Μίλησε για τη διάσταση στο γάμο των γονιών του και ανέφερε ότι ουδείς από τους συγγενείς του τον αγάπησε αφού κανείς ποτέ δεν του έδινε χρήματα. Συνεχίζοντας είπε σε δικαστές και ενόρκους ότι του άρεσαν τα γράμματα αλλά στο σχολείο ο δάσκαλος και οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν γιατί δεν είχε καλή φωνή. Κατέθεσε ακόμη ότι αρεσκόταν να διαβάζει βιβλία με βρικόλακες και να παρακολουθεί κινηματογραφικά έργα με εγκλήματα και φόνους.
Αναφερόμενος στη προσωπική του ζωή, αποκάλυψε ότι κάποτε είχε συνάψει δεσμό με μία κοπέλα, η οποία όμως μετά από λίγους μήνες τον παράτησε χωρίς εξήγηση και αυτό του στοίχισε και ενίσχυσε το αίσθημα κατωτερότητας που ένιωθε και τον έκανε να αισθάνεται περισσότερο ανασφαλής με το γυναικείο φύλο. Για το λόγο αυτό, όπως είπε, αγόρασε ένα στιλέτο και ένα μικρό τσεκούρι, τα οποία έφερε πάντα μαζί του. Έκπληκτοι οι δικαστές και οι ένορκοι τον άκουγαν συνεχώς να επαναλαμβάνει πως είχε κάνει πολλές απόπειρες να σκοτώσει κοπέλες αλλά καμία δεν είχε πετύχει.
Στο ψυχιατρείο
Μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας, το λόγο έλαβε ο εισαγγελέας της έδρας, ο οποίος ζήτησε την ενοχή του κατηγορουμένου χωρίς το ελαφρυντικό της πλήρους συγχύσεως. Σύμφωνα με την εισαγγελική αγόρευση στον κατηγορούμενο δεν μπορεί να αναγνωριστεί το ακαταλόγιστο των πράξεών του, διότι γνώριζε πολύ καλά τι έκανε. Ωστόσο, το δικαστήριο των ενόρκων έπειτα από δίωρη διάσκεψη αποφάσισε να κηρύξει ένοχο για φόνο το νεαρό άνδρα, δεχόμενο, όμως, κατά πλειοψηφία, για εκείνον το ελαφρυντικό της πλήρους συγχύσεως.
Κατά την έδρα αποδείχθηκε από την ακροαματική διαδικασία ότι ο δράστης έπασχε από σχιζοφρενική ψύχωση που βεβαιώθηκε από τον μάρτυρα – ψυχίατρο και εξ’ αυτού του λόγου δεν μπορούσε να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του. Τα μέλη της έδρας αποφάσισαν τον εγκλεισμό του κατηγορούμενου σε δημόσιο ψυχιατρείο ως επικίνδυνου για τη δημόσια ασφάλεια καθώς θα μπορούσε να διαπράξει και νέα εγκλήματα.
Ακούγοντας την απόφαση ο κατηγορούμενος παρέμενε απαθής ενώ το ακροατήριό χειροκροτούσε. Τα μόνα λόγια που είπε ο δράστης αποχωρώντας από τη δικαστική αίθουσα ήταν ότι θέλει να κάνει πλαστική εγχείρηση για να γίνει όμορφος και να μην τον κοροϊδεύουν…..