Ένα άγριο έγκλημα και μάλιστα ελάχιστα μέτρα έξω από τη δικαστική αίθουσα του Εφετείου της Αθήνας έλαβε χώρα δεκαετία του ’60, συγκλονίζοντας την κοινή γνώμη και τους νομικούς κύκλους της εποχής. Θύμα ήταν γνωστός και καταξιωμένος δικηγόρος της πρωτεύουσας και δράστης ένας ηλικιωμένος άνδρας, ένας δικομανής δολοφόνος.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής, ο δράστης διατηρούσε αντιδικία με το δικηγόρο επί 13 έτη υποστηρίζοντας ότι εκείνος είχε καταχραστεί την περιουσία του.
Ο δικομανής δολοφόνος είχε μηνύσει το θύμα του
Μάλιστα, την ημέρα που διέπραξε το έγκλημα ο δράστης βρίσκονταν μαζί με άλλα μέλη της οικογένειάς του στο Εφετείο, προκειμένου να παραστεί σε δίκη κατά του δικηγόρου, στον οποίο είχε υποβάλλει δεκάδες μηνύσεις.
Τότε, και ενώ είχε εκφωνηθεί η υπόθεση και αναμένονταν η έναρξη της συνεδρίασης του δικαστηρίου, ο δικομανής δολοφόνος όντας οπλισμένος με ένα περίστροφο στράφηκε κατά του δικηγόρου πυροβολώντας τον τέσσερις φορές.
Το θύμα άφησε την τελευταία του πνοή σε ένα διάδρομο του Εφετείου, εκεί όπου είχε βρεθεί δεκάδες φορές ως δικηγόρος. Μετά τη δολοφονία ο ηλικιωμένος άνδρας τράπηκε σε φυγή αλλά παραδόθηκε λίγο αργότερα στην αστυνομία, όπου και ομολόγησε την πράξη του.
Εκείνη την ημέρα δεν πήγε στο Εφετείο για τη δίκη αλλά για να δολοφονήσει τον πατέρα μου
«Εκείνη την ημέρα δεν πήγε στο Εφετείο για τη δίκη αλλά για να δολοφονήσει τον πατέρα μου. Γνώριζε πως θα έχανε τη δίκη που είχε ξεκινήσει εναντίον του και πως θα έμπαινε στις φυλακές. Γι’ αυτό και στράφηκε κατά του πατέρα μου και τον εκτέλεσε εν ψυχρώ», είπε στην κατάθεσή του στο Κακουργιοδικείο της Αθήνας ο γιος του θύματος.
Ο ίδιος ανέφερε πως ο ότι κατηγορούμενος υπέβαλε συνεχώς μηνύσεις στον πατέρα του, οι οποίες όμως ποτέ δεν έφταναν στο ακροατήριο, καθώς απορρίπτονταν με βουλεύματα. «Για αυτό και τον εκτέλεσε» πρόσθεσε.
«Ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί και ο κόσμος άρχισε να σκορπάει. Το θύμα χτυπημένο από τις σφαίρες έπεσε ανάσκελα. Είδαμε τον κατηγορούμενο να πλησιάζει ξανά το δικηγόρο και κρατώντας ένα περίστροφο στο χέρι να του ρίχνει άλλες δύο σφαίρες στο κεφάλι. Δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι επρόκειτο περί εκτελέσεως» είπαν ακόμη άλλοι μάρτυρες καταθέτοντας στο Κακουργιοδικείο.
Ο δικομανής δολοφόνος γνώριζε καλά την νομικήν
Στο ακροατήριο είχαν καταθέσει ως μάρτυρες πολιτικής αγωγής διακεκριμένοι νομικοί της εποχής, οι οποίοι γνώριζαν τον άτυχο δικηγόρο και όπως είπαν επρόκειτο για έναν σπουδαίο επιστήμονα και έναν τίμιο και αξιοπρεπή άνθρωπο.
Ωστόσο καθηγητής ιατρικής ο οποίος είχε εξετάσει το δράστη μέσα στις φυλακές, υποστήριξε στην κατάθεση του ότι αυτός πάσχει από σχιζοφρένεια πως είναι παρανοϊκός και υπό το καθεστώς αυτή της πάθησης ωθήθηκε στο έγκλημα.
«Έφερε μαζί του το όπλο διότι διακατέχονταν από μανία καταδίωξης για να αντιμετωπίσει φανταστικούς εχθρούς του» είπε χαρακτηριστικά.
Στον αντίποδα άλλοι μάρτυρες που γνώριζαν το δράστη, περιέγραψαν στο δικαστήριο ένα οξύθυμο άνθρωπο που επιδίδονταν σε αντιδικίες χωρίς ποτέ να υποχωρεί. Αίτια αυτών των αντιδίκων του ήταν συνήθως περιουσιακά ζητήματα.
Μάλιστα, όπως κατέθεσε δικηγόρος στη δίκη, ο δικομανής δολοφόνος είχε φτάσει στο σημείο να έχει αποκτήσει μεγάλη πείρα επί δικαστικών θεμάτων μεγαλύτερη ακόμη και από δικηγόρους εξαιτίας των αλλεπαλλήλων μηνύσεων τις οποίες κατέθετε συνεχώς στα δικαστήρια.
«Ψυχασθενής», ο δικομανής δολοφόνος
Από την πλευρά τους, μάρτυρες υπεράσπισης του κατηγορουμένου υποστήριξαν στο ακροατήριο ότι το θύμα επεδίωκε να αρπάξει την περιουσία του δράστη και τα κτήματά του τα οποία είχαν μεγάλη αξία.
«Αυτοί ήταν οι λόγοι που οδήγησαν στο έγκλημα» είπαν δίνοντας τη δική τους εκδοχή για τα γεγονότα.
Σύμφωνα με τα όσα ακούστηκαν στο δικαστήριο και όπως αυτά «αποτυπώθηκαν» στα δημοσιεύματα της εποχής, «το ποτήρι ξεχείλισε» εκείνη την ημέρα της δίκης όταν ο δικηγόρος ειρωνεύτηκε αποκαλώντας τον αντίδικό του έξω από τη δικαστική αίθουσα «κατά φαντασία ασθενή».
Πάντως στη δική της κατάθεση η σύζυγος του δράστη έκανε λόγο ψυχασθένεια από την οποία έπασχε ο άντρα της, υποστηρίζοντας πως ακόμη και η συμπεριφορά του προς εκείνη ήταν κάποιες φορές βίαιη. «Είχε αποδράσει από κλινική στην οποία είχε κλειστεί το 1958», κατέθεσε η μάρτυρας.
- Πρόεδρος: Αφού ξέρετε ότι δεν ήταν καλά, το πιστόλι γιατί τον αφήνατε να το έχει μαζί του;
- Μάρτυρας: Ποιός θα μπορούσε να του το πάρει; Πάντα το είχε μαζί του. Αν ήξερα ότι θα κάνει κακό θα φώναζα ένα χωροφύλακα να τον πιάσει και να μην γίνει αυτό το δράμα και αυτή η συμφορά να πέσει στα δύο σπίτια.
Έπειτα από πολυήμερη αποδεικτική διαδικασία το Κακουργιοδικείο με απόφασή του επέβαλλε στον κατηγορούμενο κάθειρξη 18 ετών και έξι μηνών, κρίνοντας τον ένοχο για ανθρωποκτονία εκ’ προθέσεως σε μέτρια σύγχυση.
Επιπλέον με τη δικαστική απόφαση ο δικομανής δολοφόνος στερήθηκε των πολιτικών του δικαιωμάτων, ενώ εκδικάστηκε συνολική αποζημίωση 30.000 δρχ. στη χήρα του θύματος και στα παιδιά του.
Ο δικομανής δολοφόνος άκουσε τη δικαστική ετυμηγορία σε βάρος του αδιάφορος, όπως έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής.