Η «Ωδή στη Χαρά» είναι ένα από τα πιο γνωστά έργα του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, του σημαντικότερου Γερμανού συνθέτη και πιανίστα της κλασσικής μουσικής.
Με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα Ευτυχίας, η οποία γιορτάζεται φέτος με όλες τις συνθήκες να συνηγορούν εναντίον της (της ευτυχίας), κάνουμε μια αναδρομή σε ένα από τα σημαντικότερα μουσικά έργα της παγκόσμιας μουσικής και έναν συνθέτη που έμεινε στην ιστορία.
Ωδή στη Χαρά
Το «Ode an die Freude» – όπως είναι ο τίτλος του στα γερμανικά – είναι ένα ποίημα που γράφτηκε το 1785 από τον Γερμανό ποιητή και ιστορικό Φρίντριχ Σίλερ.
Η ωδή περιλαμβάνει 108 στίχους και γνώρισε παγκόσμια δόξα όταν μελοποιήθηκε από τον Μπετόβεν το 1824, ο οποίος και την ενέταξε στο τέταρτο και τελευταίο μέρος της «Ενάτης συμφωνίας», ως χορωδιακή συμφωνία, για τέσσερις σόλο φωνές, χορωδία και ορχήστρα σε Ρε μείζονα.
H «Ωδή στη Χαρά» μετατράπηκε από τότε σε ένα επαναστατικό τραγούδι, που έγινε γνωστό στα πέρατα του κόσμου. Είναι ένας ύμνος ελευθερίας, ειρήνης και φυσικά χαράς, ένα ταξίδι από την απελπισία στην ευτυχία, ένας θρίαμβος κατά του πολέμου και υπέρ της αδελφότητας.
Μάλιστα, μια πολύ γνωστή εκτέλεσή του είναι αυτή του Leonard Bernstein τα Χριστούγεννα του 1989, μετά την πτώση το τοίχους του Βερολίνου, όπου αντικαταστάθηκε η λέξη «χαρά» με την λέξη «ελευθερία».
Ο ύμνος της Ε.Ε.
Η «Ωδή στη Χαρά» είναι ο επίσημος ύμνος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ακούγεται σε ειδικές, επίσημες περιστάσεις. Δεν είχε σκοπό να αντικαταστήσει τους εθνικούς ύμνους της κάθε χώρας-μέλους της Ε.Ε., αντιθέτως να γιορτάσει την αδελφοποίηση και τις καλές σχέσεις των ευρωπαϊκών κρατών.
Το ποίημα εκφράζει την ιδεαλιστική άποψη του Σίλερ για συναδέλφωση όλων των λαών, την οποία συμμεριζόταν και ο Μπετόβεν.
Το 1972, η Ωδή στη Χαρά έγινε ο ύμνος του Συμβουλίου της Ευρώπης, και το 1985 αναγνωρίστηκε από τους Ευρωπαίους ηγέτες ως ο ύμνος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο ύμνος δεν έχει λόγια, μόνο μουσική, την παγκόσμια γλώσσα που εκφράζει τα ιδανικά της ελευθερίας, της ειρήνης και της αλληλεγγύης των λαών.
«Ήταν η αγκαλιά του Μπετόβεν για όλο τον κόσμο», είχε πει η βιογράφος του, Jan Swafford. «Ήθελε να γράψει έναν ύμνο για την ανθρωπότητα με έναν τόνο που όλοι θα μπορούσαν να τραγουδούν. Και τα κατάφερε. Ο μισός πληθυσμός της γης γνωρίζει την μελωδία, είτε ξέρει ότι είναι του Μπετόβεν είτε όχι».
Η ιστορία πίσω από το διάσημο έργο
Η Ενάτη ήταν το τελευταίο και σημαντικότερο έργο του, η κατακλείδα μιας ζωής μέσα στη μουσική. Η ζωή του, όπως και η μουσική του, όμως, ήταν γεμάτες από αγώνες, προκλήσεις και δυσκολίες.
Μόλις στα 10 του, ο Μπετόβεν, το παιδί-θαύμα, θεωρούταν ο επόμενος Μότσαρτ. Η ζωή, όμως, ήταν σκληρή μαζί του λόγω των χρόνιων σωματικών ασθενειών που αντιμετώπιζε.
Στο late 20s του, ο σπουδαίος συνθέτης άρχισε να χάνει την ακοή του. «Θα είμαι ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο, αλλά θα ζήσω για τη μουσική μου», έγραψε σε ένα γράμμα, που θεωρείται σημείωμα αυτοκτονίας.
Και το έκανε. Καθώς ο κόσμος γύρω του βυθιζόταν στην σιωπή, εκείνος έγραφε σε πιο έντονο ρυθμό με κουαρτέτα εγχόρδων, συνθέσεις για πιάνο και συμφωνίες.
Η πρεμιέρα μπροστά στο κοινό
Και ενώ όλοι τον είχαν για ξοφλημένο, εκείνος επέστρεψε με την «Ωδή στη Χαρά» στην φαρέτρα του – ένα επαναστατικό κάλεσμα για ελευθερία, μια ριζοσπαστική, τολμηρή κίνηση στην αστυνομοκρατούμενη Βιέννη.
Ο Μπετόβεν ήταν πλέον σχεδόν κουφός και αυτό κάνει την «Ωδή στη Χαρά» το μεγαλύτερο επίτευγμα στην ιστορία της μουσικής.
Η απώλεια της ακοής του ίσως ήταν αυτή που τον απελευθέρωσε από κάθε λογοκρισία και άφησε τον εαυτό του ελεύθερο να δημιουργήσει με το «αυτί του μυαλού του».
Στην πρεμιέρα της Ενάτης Συμφωνίας στη Βιέννη, στις 7 Μαϊου 1824, το κοινό ζητωκραύγαζε, όμως ο Μπετόβεν δεν μπορούσε να το ακούσει.
«Κάποιος τον γύρισε προς το κοινό για να το δει ξετρελαμένο. Αλλά δεν ήταν για την μουσική, ήταν για τον ίδιο», ανέφερε η βιογράφος του.
Μερικά χρόνια από τότε που σκέφτηκε να αυτοκτονήσει, ένας αποφασισμένος Μπετόβεν έκανε στον κόσμο μια υπενθύμιση: Ακόμη και στις πιο σκοτεινές εποχές, μπορεί να υπάρξει ένα ψείγμα χαράς.