Η Αμάλια Ροντρίγκες ήταν η πιο σημαντική τραγουδίστρια των πορτογαλικών φάντο (fado), μία από τις μεγαλύτερες φωνές του 20ού αιώνα που έκανε γνωστή την εθνική μουσική της Πορτογαλίας σε όλο τον κόσμο.
Φάντο στα πορτογαλικά σημαίνει μοίρα ή πεπρωμένο και είναι ένα είδος μουσικής που εντοπίζεται από τη δεκαετία του 1820 στην Πορτογαλία.
Φάντο: Η νοσταλγική μουσική της Πορτογαλίας
Το φάντο δημιουργήθηκε στα κλαμπ και μπαρ της Αλφάμα και της Μουραρία, λαϊκών γειτονιών της Λισσαβόνας, που μάζευαν οικογενειάρχες, αλλά και ναύτες, πόρνες και λαθρέμπορους.
Εκείνο που ξεχωρίζει το φάντο είναι η «σαουντάντε» (saudade), μία αίσθηση νοσταλγίας που δεν μεταφράζεται σε άλλες γλώσσες. Αυτή η αίσθηση μπορεί να εκφράζει νοσταλγία για άλλες εποχές ή για την πατρίδα, ανεκπλήρωτους πόθους και ερωτική απελπισία. Όπως θα έλεγε και η Αμάλια Ροντρίγκες «το φάντο είναι η νοσταλγία των ναυτικών που ταξιδεύουν μακριά και πολλές φορές δεν γυρνούν στην πατρίδα».
Το φάντο ερμηνευόταν από μαυροφορεμένους τραγουδιστές και τραγουδίστριες που αποδείκνυαν το καλλιτεχνικό τους ταλέντο, συγκινώντας το ακροατήριο μέχρι δακρύων. Τα βασικά όργανα του φάντο ήταν και παραμένουν η πορτογαλική κιθάρα και μια κλασική κιθάρα που στην Πορτογαλία αποκαλείται βιόλα. Το φάντο θα απορροφούσε παραδοσιακές επιρροές από τα πλήθη εσωτερικών μεταναστών.
Υπήρχαν δύο είδη φάντο. Το πρώτο ήταν το φάντο της Λισσαβόνας, που ήταν ταυτισμένο με κακόφημα μαγαζιά. Το δεύτερο ήταν το αριστοκρατικό φάντο της Κοΐμπρα, που ακουγόταν από φοιτητές, καθηγητές, καλλιτέχνες και την αριστοκρατία.

Φάντο και Σαλαζάρ
Όμως στην δεκαετία του ʽ30 το φάντο έκοψε τις σχέσεις του με τον υπόκοσμο και τραγουδιόταν αποκλειστικά σε καθώς πρέπει μαγαζιά ή σπίτια του φάντο. Αυτό έγινε με παρέμβαση της εθνικιστικής κυβέρνησης του Σαλαζάρ.
Από εκεί και πέρα το «εξαγνισμένο» φάντο θα γινόταν η εθνική μουσική της Πορτογαλίας και θα ταυτιζόταν, όσο τίποτα άλλο με το «Νέο Κράτος» του εθνικιστή Ολιβέιρα Σαλαζάρ. Στα μάτια πολλών, φάντο σήμαινε Σαλαζάρ και Σαλαζάρ σήμαινε φάντο. Εξάλλου ο ίδιος ο Σαλαζάρ είχε δημιουργήσει την εξίσωση: Νέο Κράτος = Παναγία + ποδόσφαιρο + φάντο. Αυτά ήταν τα διάσημα τρία F (Fatima, Futbol, Fado). H τραγουδίστρια που συμβόλιζε καλύτερα αυτήν την εξίσωση ήταν η Αμάλια Ροντρίγκες.
«Δεν τραγουδάω εγώ τα φάντος, τα φάντος τραγουδούν μέσα μου» Αμάλια Ροντρίγκες
Πώς ξεκίνησε η καριέρα της Αμάλια Ροντρίγκες
Η Αμάλια (Amália da Piedade Rebordão Rodrigues) γεννήθηκε στις 23 Ιουλίου 1920 όμως της άρεσε να γιορτάζει τα γενέθλιά της την 1η του μήνα. Μεγάλωσε σε μία φτωχή οικογένεια και από μικρή αναγκάστηκε να εργαστεί, άλλοτε στη λαϊκή αγορά πουλώντας φρούτα, άλλοτε ως πλανόδια.
Αυτό ήταν και το πρώτο της «πάλκο» στο λιμάνι Αλκαντάρα της Λισσαβόνας. Στον πάγκο όπου πουλούσε φρούτα με τη μητέρα της, τραγουδούσε για τους πελάτες και τους περαστικούς.
Το 1936 αποφάσισε να συμμετάσχει σε εθνικό διαγωνισμό φάντο, εκπροσωπώντας την περιοχή της. Ήταν τόσο ταλαντούχα που η νίκη της θεωρούνταν σίγουρη. Κι όμως, οι διοργανωτές της απαγόρευσαν να πάρει μέρος επειδή οι υπόλοιποι διαγωνιζόμενοι ένιωσαν απειλή κι άρχισαν να αποσύρονται.
Το 1939 -μετά από ένα διάστημα που πέρασε τραγουδώντας σε τοπικά φεστιβάλ- άρχισε να τραγουδά σε κάποια από τα κλαμπ και τις ταβέρνες της πορτογαλικής πρωτεύουσας. Αυτή η κίνησή της ήταν κόντρα στις αντιλήψεις των γονιών της, οι οποίοι αντέδρασαν αρνητικά. Για εκείνα τα χρόνια, το να είσαι φαντίστα εθεωρείτο κάτι πρόστυχο.
Η Αμάλια δεν άργησε να συναντήσει τον κλασικό συνθέτη Frederico Valerio, ο οποίος είδε τις δυνατότητές της και ξεκίνησε να γράφει μουσική αποκλειστικά για εκείνη.
Η δεκαετία του ’40 τη βρήκε ήδη διάσημη στη χώρα της. Το 1946 κατέκτησε το χώρο της υποκριτικής με την ταινία Capas Negras και συνέχισε με την πασίγνωστη Fado, το 1947. Παράλληλα, έκανε διεθνή καριέρα στο τραγούδι με τους Βραζιλιάνους να τη λατρεύουν και τους Παριζιάνους να ψάχνουν απεγνωσμένα για μία θέση σε παραστάσεις της. Η Αμάλια εμφανίστηκε στο Olympia του Παρισιού και ο Σαρλ Αζναβούρ έγραψε ένα φάντο που δε δέχθηκε να δώσει σε καμία άλλη, παρά μόνο στην Αμάλια και διασκεύασε πολλά κομμάτια της στα γαλλικά.
Αμάλια Ροντρίγκες: Ιέρεια των φάντος
Το διάστημα 1950-1970 ήταν η χρυσή περίοδος της Αμάλια Ροντρίγκες, καθώς τότε απέκτησε και τον τίτλο «ιέρεια των φάντος». Με την πρώτη της περιοδεία στη Λατινική Αμερική και στις ΗΠΑ, στις αρχές της δεκαετίας του ‘50, άρχισε να γίνεται αρκετά γνωστή. Το μεγάλο της ταλέντο άρχισε να αναγνωρίζεται και οι καλύτεροι μουσικοί της Πορτογαλίας γράφουν τραγούδια για τη φωνή της. Κορυφαίοι ποιητές, όπως ο Νταβίντ Μουράο-Φερέιρα έγραφαν στίχους αποκλειστικά για εκείνη, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί.
Εκείνη την εικοσαετία, πρωταγωνίστησε σε πολλές ταινίες και εμφανίστηκε σε συναυλίες σε αρκετές χώρες που την κάλεσαν. Ανάμεσά τους η τότε Σοβιετική Ένωση, το Μεξικό και η Ιαπωνία. Κυκλοφόρησε δεκάδες δίσκους, που όλοι γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Η πιο αντιπροσωπευτική της συλλογή είναι το «The Art of Amalia», με τις πολύ γνωστές επιτυχίες «Coimbra» (για την ομώνυμη πόλη) και «Barco Negro».
Το τραγούδι «Cancao do mar» (Το τραγούδι της θάλασσας) του 1955, θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες διεθνείς επιτυχίες της. Αργότερα ερμηνεύτηκε από σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως την κορυφαία Dulces Ponte και ήταν το σάουντρακ της ταινίας «Primal fear» με τον Ρίτσαρντ Γκιρ και ηχογραφήθηκε και από τη Sarah Brightman, με τον τίτλο «Harem».
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, επικρατεί η ποπ μουσική, η οποία αλλοίωσε τις τοπικές μουσικές ιδιαιτερότητες. Και τότε το άστρο της Ροντρίγκες αρχίζει να δύει.
Το 1975, με την περίφημη Επανάσταση των Γαρυφάλλων εγκαθιδρύεται η δημοκρατία στη χώρα, ύστερα από πενήντα χρόνια δικτατορίας. Από πολλούς τότε θεωρήθηκε πως η μεγάλη ερμηνεύτρια, είχε ταυτιστεί με το προηγούμενο καθεστώς. Οι φήμες ήταν έντονες…
Τότε είναι που η Αμάλια Ροντρίγκες, γνωρίζει τη μεγαλύτερη απογοήτευση της ζωής της με αποτέλεσμα να βυθιστεί στην κατάθλιψη και για ένα διάστημα να κριθεί απαραίτητη η νοσηλεία της σε νοσοκομείο της Λισαβόνας.
Αποσύρθηκε μετά από αυτή την περιπέτεια για λίγο από το χώρο και, λίγο μετά, κυκλοφόρησε δύο πολύ προσωπικά άλμπουμ: το Gostava de Ser Quem Era (1980) και το Lágrima (1983). Οι στίχοι των τραγουδιών βασίστηκαν σε ποιήματα που έγραψε η ίδια. Τότε ήταν που η καριέρα της απογειώθηκε και κατέκτησε τον τίτλο του ζωντανού θρύλου.
Η εμφάνιση της Αμάλια Ροντρίγκες στο Ηρώδειο
Εμφανίστηκε στη χώρα μας το 1991, δίνοντας μία συγκινητική παράσταση στο Ηρώδειο. Επτά χρόνια μετά, πάτησε το πόδι της στη σκηνή για τελευταία φορά. Ήταν στο γκαλά του τενόρου Placido Domingo.
Την εποχή εκείνη η Αμάλια είχε παραχωρήσει συνέντευξη στον Γιώργο Παπαστεφάνου.
Η Αμάλια Ροντρίγκες πέθανε το 1999
Η Αμάλια Ροντρίγκες έφυγε από τη ζωή, στα 79 της χρόνια, στις 6 Οκτωβρίου 1999, έπειτα από μάχη με άγνωστη ασθένεια. Βρισκόταν στο σπίτι της στη Λισαβόνα. Η κυβέρνηση της Πορτογαλίας κήρυξε τριήμερο εθνικό πένθος. Το σπίτι της, στο Rua de São Bento, είναι σήμερα μουσείο. Έγινε, μάλιστα, η πρώτη γυναίκα που τάφηκε στο Εθνικό Πάνθεον μαζί με άλλες διακεκριμένες προσωπικότητες της χώρας.
Μέχρι το θάνατό της, είχε λάβει περισσότερες από 40 διακρίσεις και τιμές από τη Γαλλία (συμπεριλαμβανομένης της Λεγεώνας της Τιμής), τον Λίβανο, την Πορτογαλία, την Ισπανία, το Ισραήλ και την Ιαπωνία.
Αμάλια Ροντρίγκες: Η «φωνή της Πορτογαλίας»
Έκανε γνωστά τα φάντο σε ολόκληρο τον κόσμο. Ήταν η «φωνή της Πορτογαλίας» που ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας της και ακούστηκε σε όλο τον πλανήτη. Μοιράστηκε μαζί μας αυτή τη γλυκόπικρη μελαγχολία που δεν χρειάζεται να ξέρεις την γλώσσα για να την νιώσεις, αποδεικνύοντας ότι η τέχνη, όταν είναι πραγματική τέχνη, ξεπερνάει τα σύνορα της χώρας που την γέννησε και ενώνει τους ανθρώπους.
Η Αμάλια παραμένει μέχρι σήμερα αξεπέραστη όχι μόνο από άποψη καλλιτεχνικής ποιότητας, αλλά και στις πωλήσεις των δίσκων της.
Η φωνή που μετέφερε τα δάκρυα, την ψυχή και τη λαχτάρα ενός λαού, ταξίδεψε στις 5 ηπείρους, σε περισσότερες από 68 χώρες, έγινε η πρώτη πραγματικά διεθνής Πορτογαλίδα καλλιτέχνης και έχει μια θέση στο πάνθεον των σημαντικότερων καλλιτεχνών του 20ου αιώνα, παγκοσμίως.