Έφτασε επιτέλους στους κινηματογράφους η ταινία Ταρ, ένα ψυχολογικό δράμα με μαέστρο (διπλής) την αριστουργηματική, όπου και να την τοποθετήσεις, Κέιτ Μπλάσετ.
Το φιλμ για τη ζωή μιας καταξιωμένης μαέστρου οδηγεί τον θεατή από την καταξίωση, στην απαξία, καθώς η πρωταγωνίστρια αποδεικνύεται ένα από τα γνώριμα πρόσωπα της Τέχνης (ή άλλων χώρων) που είδαν την δύναμή τους ως διαβατήριο για αναρίθμητες ασχήμιες και αγένεια.
Πολλοί συγγραφείς και κριτικοί διαφώνησαν στην κριτική τους για το Ταρ, την ταινία του Τοντ Φιλντ με την Κέιτ Μπλάνσετ στον ρόλο ενός τέρατος της τέχνης και μαέστρου ορχήστρας, το παρελθόν της οποίας την στοιχειώνει.
Είναι η ταινία «η καλύτερη ταινία που έχει γυριστεί μέχρι σήμερα για την «κουλτούρα ακύρωσης (cancel culture);» ή είναι «μια οπισθοδρομική ταινία που στοχεύει με πικρία τη λεγόμενη κουλτούρα ακύρωσης»;
Παρουσιάζεται η Λίντια Ταρ ξεκάθαρα ως «θύτης» σε έναν κόσμο που κατακλύζεται από κατακρημνισμένα είδωλα ή ο Φιλντ «στοιχίζει την τράπουλα υπέρ της ηρωίδος»; Το φινάλε της ταινίας δημιουργεί έντονη συζήτηση για το που θέλει να καταλήξει ο σκηνοθέτης, αλλά αυτό είναι συχνά και το ζητούμενο μιας ταινίας.
Tar. Δραματική ταινία, αμερικάνικης παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Τοντ Φιλντ, με τους Κέιτ Μπλάνσετ, Νοεμί Μερλάν, Νίνα Χος, Μαρκ Στρονγκ, Σόφι Κάουερ κ.ά.
Η ανάλυση του ΑΠΕ για την ταινία Ταρ
Πολυαναμενόμενη ταινία που ήδη έχει δημιουργήσει αρκετό θόρυβο, για την ερμηνεία της Κέιτ Μπλάνσετ -ακλόνητο φαβορί για την κατάκτηση του Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου.
Βεβαίως, το φιλμ είναι και του Τοντ Φιλντ, ενός ηθοποιού καρατερίστα, ο οποίος αναδεικνύεται σε έναν ιδιαίτερο σκηνοθέτη, με ισχυρό χαρακτήρα, που δεν γυρίζει σωρηδόν ταινίες, ό,τι του προτείνουν τα στούντιο, και περίμενε 16 χρόνια από τις «Κρυφές Επιθυμίες» του, για να οργανώσει την επόμενη κίνησή του και να εξασφαλίσει την Μπλάνσετ ως πρωταγωνίστρια.
Η «Tar» δικαιολογημένα και σε σχέση, πάντα, με τον συναγωνισμό, διεκδικεί ακόμη πέντε Όσκαρ, τα πιο βαριά, όπως είναι αυτά της Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας, Πρωτότυπου Σεναρίου, Φωτογραφίας και Μοντάζ.
Η ταινία είναι άγνωστο αν θα τα καταφέρει τελικά, αλλά σίγουρα έχει πετύχει αυτό που θέλει κάθε δημιουργός, δηλαδή, να σηκώσει έντονες συζητήσεις για το θέμα της.
Η σημαντικότερη μαέστρος εν ζωή απολαμβάνει σταθερά εδώ και χρόνια τη φήμη της, καθώς λίγοι θα μπορούσαν να ονειρευτούν την καριέρα της.
Η διάσημη μαέστρος και συνθέτις Λίντια Ταρ, η πρώτη γυναίκα διευθύντρια ορχήστρας της Φιλαρμονικής του Βερολίνου, έχει μάθει να χειραγωγεί όσους βρίσκονται δίπλα της, τη σύντροφό της, τη στενή βοηθό της, τους μουσικούς, ακόμη και τους παράγοντες της ανδροκρατούμενης μουσικής βιομηχανίας.
Η Ταρ, που έχει και μια κόρη, προετοιμάζεται για την κυκλοφορία των απομνημονευμάτων της και να υλοποιήσει μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της σταδιοδρομίας της, να ηχογραφήσει ζωντανά την 5η Συμφωνία του Μάλερ.
Λίγο πριν την πλήρη καταξίωσή της κι ενώ ζει τον μύθο της, τη μεγαλομανία της, όλα θα γυρίσουν ανάποδα για την Ταρ, όταν οι κρυμμένοι σκελετοί θα βγουν από την ντουλάπα της και θα φανερώσει το τέρας που κρύβει μέσα της.
Ένα βαρύ ψυχολογικό δράμα, το Ταρ
Το βαρυφορτωμένο ψυχολογικό δράμα του Φιλντ, με το ιδιαιτέρως πυκνό σενάριο και ακόμη πιο πυκνούς, ψαγμένους, διαλόγους, μας ρίχνει απότομα στα βαθιά, στον στρυφνό κόσμο της κλασικής μουσικής και μάλιστα στο ανώτατο επίπεδο, εκεί που ουδείς νοιάζεται για την ψυχαγωγία ή την απόλαυση του κοινού, αλλά μόνο για το μεγαλείο των συντελεστών, την υστεροφημία, ακόμη και για την ισχύ που προσφέρει η επιτυχία.
Ταυτόχρονα, ο Φιλντ τολμά να κάνει μια ταινία στην οποία η κεντρική του ηρωίδα είναι τουλάχιστον αντιπαθητική, καθώς διαθέτει έναν δύστροπο χαρακτήρα, αντιμετωπίζει με περιφρόνηση τους ανθρώπους, ακόμη και αυτούς που ξέρει ότι την εκτιμούν βαθιά, απαιτεί τον θαυμασμό, βλέπει τους πάντες από ψηλά, σαν τους μουσικούς που διευθύνει από το πόντιουμ και με μια ματιά της μπορεί να τους κόψει τον βήχα.
Η ταινία μιλά για πολλά, για την κλασική μουσική και τους ανθρώπους της, τον διαχωρισμό ή μη της τέχνης από τη ζωή, τα μεγάλα ονόματα που ήταν μικροί άνθρωποι και φυσικά για όσους αποκτούν τεράστια δύναμη και τη χρησιμοποιούν προς το συμφέρον τους ή ακόμη και για να ρίξουν στο κρεβάτι το αντικείμενο του πόθου τους. Αξιοπρόσεκτες παρατηρήσεις και για τα social media και τη δύναμή τους, τις τοξικές σχέσεις μεταξύ των καλλιτεχνών, τα οικονομικά συμφέροντα.
Ο Φιλντ δεν μασά τα λόγια του -ακόμη και αν κάποιος τον κατηγορήσει ότι ούτε τα μετρά. Οι παρατηρήσεις για τους ανθρώπους τής μουσικής βιομηχανίας και της υψηλής τέχνης είναι φαρμακερές και κρύβονται στους φορτωμένους διαλόγους και σε σκέψεις, τα μικρά καθημερινά. Στοχαστικό σινεμά και παρατηρήσεις που δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητες και το σημαντικότερο δεν θα αποδυναμώσουν το δράμα.
Μια ταινία δυόμιση ωρών
Η δυόμισι ωρών ταινία, ξεκινά περιγράφοντας χώρο, χαρακτήρες και το σύμπαν της κλασικής μουσικής, χωρίς να βιάζεται ή να κάνει οικονομία.
Το δεύτερο μέρος, το πιο δυνατό, βάζει με κοφτερό και ευφυώς μονταρισμένο τρόπο, όλα τα καυτά ζητήματα που θα διαλύσουν τη ζωή της Ταρ, ενώ στο τρίτο και πιο αδύναμο τελευταίο μέρος, ο Φιλντ, θα επιλέξει ένα κρεσέντο από αφηγηματικές ευκολίες, κομματιάζοντας τη βλοσυρή εικόνα της Ταρ, για να προσφέρει ένα ειρωνικό φινάλε, ταιριαστό απόλυτα για τους ανθρώπους που η αδηφαγία τούς οδηγεί στην καταστροφή.
Η ταινία κρέμεται -και πολύ σωστά- εξολοκλήρου πάνω στις πλάτες τής Κέιτ Μπλάνσετ, που παρότι είναι ένας απεχθής χαρακτήρας, καταφέρνει να γεμίσει την οθόνη, να παραδώσει ένα μάθημα ερμηνείας. Παίζει με το πρόσωπο, τα μάτια, το σώμα, ακόμη και με τη σκιά της.
Καταφέρνει να δώσει ένα θυελλώδη χαρακτήρα που μπορεί να μοιάζει υπερβολικός αλλά, κακά τα ψέματα, δεν είναι ψεύτικος, δεν έχει απόσταση από την πραγματικότητα. Και συνάμα καταφέρνει να ανεβάσει και το υπόλοιπο καστ, σαν να μεταδίδει κάτι από τη λάμψη της, σαν να αντανακλά πάνω τους η ξεχωριστή αύρα της.