Παρά τη σκλαβιά που έζησε η Ελλάδα και οι Έλληνες, η γλώσσα παρέμεινε αναλλοίωτη, όπως τόνισε και η ΠτΔ, Κατερίνα Σακελλαροπούλου στον χαιρετισμό που απέστειλε στα εγκαίνια της έκθεσης, του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας «Πώς μάθαιναν οι Έλληνες γράμματα από την Άλωση μέχρι την Επανάσταση (1453 – 1821)», που πραγματοποιήθηκαν απόψε στο ιστορικό Παλαιό Χρηματιστήριο.
Η κυρία Σακελλαροπούλου έκανε λόγο «για μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα έκθεση του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης, μια αναδρομή σε τετρακόσια χρόνια ελληνικής παιδείας που, παρά τις δυσχέρειες, τα εμπόδια, τις παλινδρομήσεις, αποτέλεσε την κραταιότερη ασπίδα του έθνους κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας».
Όπως παρατήρησε η Πρόεδρος «παρά το εκπαιδευτικό και πνευματικό μούδιασμα του πρώτου καιρού, παρά τον ζόφο της σκλαβιάς, τα ελληνικά γράμματα, με εξαίρεση κάποιες περιόδους έντασης μεταξύ Οθωμανών και Ελλήνων, εξακολουθούσαν να διδάσκονται» και παράλληλα υποστήριξε ότι «μέσα από την ελληνική παιδεία θα αφυπνιστεί η εθνοπολιτιστική και μετέπειτα εθνική συνείδηση και θα θεμελιωθεί η ιδέα του νέου Ελληνισμού».
Ακολουθεί ο χαιρετισμός της Προέδρου της Δημοκρατίας, που ανεγνώσθη κατά την διάρκεια των εγκαινίων της έκθεσης «Πώς μάθαιναν οι Έλληνες γράμματα από την Άλωση μέχρι την Επανάσταση (1453 – 1821)».
Η «κάκωσις του Γένους»
Η «κάκωσις του Γένους», όπως τόσο εύστοχα χαρακτήρισε ο Ευγένιος Βούλγαρης, την κατάσταση του Έλληνισμού αμέσως μετά την άλωση της Πόλης, ήταν φυσικό να μην επιτρέψει την αδιατάρακτη συνέχεια της παιδείας. Οι μεγάλοι δάσκαλοι έφευγαν στη Δύση, λίγα σχολεία συνέχιζαν τη λειτουργία τους, ο αναλφαβητισμός του χριστιανικού πληθυσμού αυξανόταν. Κι όμως, παρά το εκπαιδευτικό και πνευματικό μούδιασμα του πρώτου καιρού, παρά τον ζόφο της σκλαβιάς, τα ελληνικά γράμματα, με εξαίρεση κάποιες περιόδους έντασης μεταξύ Οθωμανών και Ελλήνων, εξακολουθούσαν να διδάσκονται. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο ιστοριοδίφης Μανουήλ Γεδεών, «ουδέποτε εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων ημπόδισεν την εν νάρθηξι και κελλίοις διδασκαλίαν».
Εκεί, στους νάρθηκες και τα κελλιά, με πενιχρά μέσα στην αρχή, με βοηθήματα την Οκτώηχο, το Ψαλτήρι και τη Σύνοψη, καταρτίζονται οι μέλλοντες κληρικοί κι όσα παιδιά διψούν για γράμματα. Κι όταν από τον 16ο αιώνα αρχίζουν να ιδρύονται σχολεία στη Χίο, στη Λέσβο, στην Αδριανούπολη, την Κωνσταντινούπολη, ακόμη και στη μικρή τότε, επαρχιακή Αθήνα, όταν από τα μέσα του 17ου αιώνα πολλαπλασιάζονται τα σχολεία της «Εγκυκλίου παιδείας», τα ελληνομουσεία όπου καλλιεργείται ο ελληνικός λόγος, οι σπουδαστές εισάγονται εκτός από τη χριστιανική και στην θύραθεν γραμματεία:
ασματικοί κανόνες, γνωμικοί στίχοι και αποφθέγματα φιλοσόφων, μύθοι, παρωδίες, ρητορικά κείμενα γνωστά ως κάτοπτρα ηγεμόνων, χρηστοήθεια, επιστολογραφικά κείμενα, Πλουτάρχου έργα, Λουκιανού έργα, ομηρικά έπη, λυρική και δραματική ποίηση, πλατωνικοί διάλογοι, επιγράμματα παραδίδονται μέσα από τα μαθηματάρια, τα χειρόγραφα εγχειρίδια της εποχής.
Γραμμένα σε κόλες, τις οποίες στάχωναν στη συνέχεια οι κτήτορες, δεμένα «με μαύρον και δυνατόν τομάρι και με τα θηλύκια», όπως διαβάζουμε σε μια σημείωση πατμιακού χειρογράφου, αποτελούν μάρτυρες μιας παιδείας, που παρεχόταν μεν υπό ιδιάζουσες συνθήκες, αλλά παρέμενε ζωντανή.
Και πλάι στα μαθηματάρια, τα φρασάρια ή φρασεολόγια – συναγωγές φράσεων ή αποφθεγμάτων ανθολογημένων από αρχαίους συγγραφείς – και τα λεξικά ή λεξιλόγια – τετράδια όπου οι μαθητές έγραφαν την αρχαία λέξη και παραπλεύρως την εξήγησή της στην νεοελληνική κοινή – αποκαλύπτουν, όχι απλώς μια πλούσια μαθητική ζωή, αλλά και την διαδρομή προς τον φωτισμό του Γένους. Γιατί μέσα από την ελληνική παιδεία θα αφυπνιστεί η εθνοπολιτιστική και μετέπειτα εθνική συνείδηση και θα θεμελιωθεί η ιδέα του νέου Ελληνισμού.
Εγκαινιάζω με χαρά την ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα έκθεση του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης, μια αναδρομή σε τετρακόσια χρόνια ελληνικής παιδείας που, παρά τις δυσχέρειες, τα εμπόδια, τις παλινδρομήσεις, αποτέλεσε την κραταιότερη ασπίδα του έθνους κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας».