Ο Ντίνος Δημόπουλος, που σφράγισε τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, ήταν ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της γενιάς του, γυρίζοντας ορισμένες από τις καλύτερες ταινίες του ελληνικού σινεμά, στην παραγωγικότατη σαραντάχρονη καλλιτεχνική του πορεία.
Αυτή η παραγωγικότητά του θα του στοιχίσει και τον χαρακτηρισμό ενός εμπνευσμένου δημιουργού, αφού έπρεπε να βγει και το μεροκάματο, να ικανοποιήσει τα θέλω του Φίνου και των άλλων παραγωγών της εποχής.
Ο Ντίνος Δημόπουλος, ένας ακούραστος εργάτης του σινεμά, όμως έβρισκε συνήθως τρόπους να δείξει το ταλέντο του, να αναδείξει τις ιδέες του, να κρατήσει σε αξιοπρεπές επίπεδο ακόμη και τις ανοησίες που του παράγγελναν, ανούσιες κωμωδίες με την Αλίκη, τον Κωνσταντάρα, τον Ηλιόπουλο και άλλους πρωταγωνιστές. Ήταν όμως αυτός που έκανε την πιο αξιόλογη ταινία της Βουγιουκλάκη, την κλασική σήμερα «Μανταλένα», αξιομνημόνευτες κομεντί με την Τζένη Καρέζη, όπως το και ολίγον πολιτικό «Τζένη Τζένη», το ξεκαρδιστικό «Μια Τρελή Τρελή Οικογένεια», το εύστοχο «Δεσποινίς Διευθυντής», αλλά και το σημαντικότατο, συγκινητικό και στοχαστικό «Αμαξάκι», με τον αξεπέραστο Ορέστη Μακρή.
Τον Ντίνο Δημόπουλο τον χάσαμε πριν από 20 χρόνια, στις 28 Φεβρουαρίου του 2003, ενώ είχε συμπληρώσει δύο δεκαετίες μακριά από τα κινηματογραφικά πλατό και την τελευταία του γλυκύτατη ηθογραφία «Τα Δελφινάκια του Αμβρακικού», με την οποία επέστρεψε στις ρίζες του, στα πάτρια αγαπημένα εδάφη.
Έφυγε ήσυχα, διακριτικά, όπως έζησε σε όλη τη ζωή του, έπειτα από τα ταραγμένα χρόνια της κατοχής και του εμφύλιου, όπου έδωσε την ιδεολογική του μάχη μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ και είδε τη συντριβή, τις εκτελέσεις, τις διώξεις των συντρόφων του…
Από μικρός στον αγώνα
Ο Ντίνος Δημόπουλος γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου του 1921, στην Πάλαιρο Αιτωλοακαρνανίας, απέναντι από τη Λευκάδα, ενώ, όταν ακόμη ήταν παιδί, η φτωχή οικογένειά του θα εγκατασταθεί στη Δραπετσώνα. Παρότι η οικογένειά του ήταν φιλοβασιλική, αυτός θα πάρει το δικό του δρόμο και ειδικά μέσα από τη φιλία του με ένα εβραιόπουλο, ένα μικροπωλητή. Όταν ο μικρός του πολιτικοποιημένος φίλος τού δώρισε το βιβλίο τού Κώστα Βάρναλη «Το φως που καίει» θα αρχίσει να βλέπει διαφορετικά τη ζωή.
Το μικρόβιο του θεάτρου το κόλλησε από τα εφηβικά του χρόνια, παίζοντας σε σχολικές παραστάσεις. Νεαρός πλέον, μαζί με τον φίλο του Βασίλη Διαμαντόπουλο, μπαινοβγαίνει σε σινεμά και θέατρα, αποφασίζει να δώσει εξετάσεις στο «Εθνικό», αλλά χωρίς επιτυχία, για να σπουδάσει τελικά στη Δραματική Σχολή του Γιαννούλη Σαραντίδη. Εκείνη την περίοδο θα ενταχθεί στο ΕΑΜ. Ένα βράδυ στο Μεταξουργείο ενώ έγραφε συνθήματα στους τοίχους, θα συλληφθεί και θα βασανιστεί.
Ο δικός του ουρανός
Ο πρώτος του σημαντικός ρόλος στο θέατρο ήταν στο έργο «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται« το 1946, ενώ συμμετείχε και στην κινηματογραφική του μεταφορά το 1948, με πρωταγωνιστή τον ανεπανάληπτο Βασίλη Λογοθετίδη. Εκείνα τα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου, θα παίξει σε κλασικά έργα, ενώ στη συνέχεια θα είναι για χρόνια βοηθός σκηνοθέτη τού Αλέξη Μινωτή. Το 1953 θα σκηνοθετήσει για πρώτη φορά, μετά την επιμονή του Φίνου, το φιλμ «Οι Ουρανοί είναι Δικοί μας».
Τον επόμενο χρόνο θα γυρίσει τη χαριτωμένη ανάλαφρη κομεντί «Χαρούμενο Ξεκίνημα», το πρώτο μιούζικαλ ελληνικής παραγωγής, με Ντίνο Ηλιόπουλο και Νίκο Ρίζο.
Συμβάλλοντας στην κινηματογραφική βιοτεχνία
Ο Ντίνος Δημόπουλος θα μπει από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 με φόρα στο ελληνικό σινεμά, που μετατρέπεται από κάτι πειραματικό σε μία αναπτυσσόμενη βιοτεχνία διασκέδασης. Θα απλωθεί σχεδόν σε όλα τα κινηματογραφικά είδη, με ιδιαιτέρως ικανοποιητικά αποτελέσματα, ενώ πολλές από τις 52 ταινίες του θα γίνουν και τεράστιες εισπρακτικές επιτυχίες.
Όμως, δεν ήταν και λίγες οι ταινίες, που μπορεί να έσκισαν στα ταμεία, αλλά δεν άρμοζαν στην αξία του Δημόπουλου, στο ύφος και την κινηματογραφική του ματιά. Πέρα από τις εξαιρετικές δουλειές του, θα γυρίσει αρκετά συμπαθητικά, αλλά αδιάφορα φιλμ και κάποια που θα ήθελε να ξεχάσει και ο ίδιος.
Απ’ το πλήθος των συμπαθητικών, αγαπημένων σήμερα, ταινιών αξίζει να θυμηθούμε την κομεντί «Δεσποινίς Διευθυντής», με Καρέζη και Αλεξανδράκη, την κωμωδία «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη», με Μάρω Κοντού και Αλεξαδράκη, το σατιρικό «Η Βίλα των Οργίων», με Λάμπρο Κωνσταντάρα, το γλυκόπικρο «Στουρνάρα 288» με Ορέστη Μακρή, τη χαριτωμένη κομεντί «Η Λίζα και η Άλλη», με Βουγιουκλάκη, το δράμα μυστηρίου «Ο Άνθρωπος του Τρένου, με Γιώργο Παπά και Άννα Συνοδινού, το πολεμικό «Κοντσέρτο για Πολυβόλα», την κοινωνική περιπέτεια «Πυρετός στην Άσφαλτο», με τον Φούντα, την ηθογραφία «Ο Θόδωρος και το Δίκαννο», με τον Φωτόπουλο, την κωμωδία «Κάτι Κουρασμένα Παλικάρια», με τον Κωνσταντάρα και πολλές άλλες.
Την ίδια εποχή, σωστότερα τα χρόνια της δικτατορίας, όμως, θα γυρίσει και κάποια επιεικώς αδιάφορα έως ανόητα φιλμ, απ’ τα οποία, ορισμένα έσπασαν τα ταμεία, ειδικά αυτά που είχαν για πρωταγωνίστρια την Βουγιουκλάκη. Πασίγνωστοι τίτλοι, όπως «Η Νεράιδα και το Παλικάρι», «Η Δασκάλα με τα Ξανθά Μαλλιά», «Η Κόρη του Ήλιου», «Η Αρχόντισσα και ο Αλήτης», αλλά και ακόμη χειρότερα, όπως «Αγάπησα μια Πολυθρόνα», «Το Λεβεντόπαιδο», «Ο Φαφλατάς», θα σκιάσουν το έργο του.
Πέντε διαμάντια
Ωστόσο, ο Ντίνος Δημόπουλος θα γυρίσει και πέντε πραγματικά διαμάντια, από τις κορυφαίες ελληνικές ταινίες που κοσμούν τη σταδιοδρομία του, θα τον αναδείξουν ως έναν εμβληματικό σκηνοθέτη, που ήταν μπροστά από την εποχή του, τόλμησε και κατάφερε να ξεφύγει από τα συνήθη, τις ανώδυνες κωμωδίες, τα γλυκερά μελοδράματα, τις γραφικές ηθογραφίες.
«Το Αμαξάκι»
Δραματική ηθογραφία που γύρισε το 1957, με τον Ορέστη Μακρή να κάνει μία αξεπέραστη ερμηνεία, στο ρόλο του αμαξά που τον διώχνουν από την πιάτσα του – «το λέει ο τουρισμός» – και έχει προβλήματα με τον άτακτο γιο του.
Σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη, ο Δημόπουλος θα αναδείξει την αγριότητα των εποχών που έρχονται, τον θάνατο του παλιού, που άλλαξε τα ήθη στην πρωτεύουσα, έφερε την αντιπαροχή, η ψυχική ευγένεια έδωσε τη θέση της στην ισχύ του χρήματος. Η σκηνή με τον Μακρή να βλέπει τη θανάτωση του γέρικου αλόγου του, συνταρακτική.
«Μανταλένα»
Δραματική κωμωδία του 1960, που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και έδωσε την ευκαιρία στην Αλίκη Βουγιουκλάκη να ξεφύγει από τα τετριμμένα, που μας είχε συνηθίσει.
Ο Δημόπουλος θα αξιοποιήσει τα μέγιστα το αξιόλογο σενάριο του Γεωργίου Ρούσου, φτιάχνοντας μία θαυμαστή πινακοθήκη χαρακτήρων, που ζουν σε ένα μικρό νησί. Θα εστιάσει στα μικρά και μεγάλα, τα αρνητικά και θετικά της ελληνικής επαρχίας και θα δώσει στον Παντελή Ζερβό τον ρόλο της ζωής του, υποδυόμενος τον πανούργο και φιλεύσπλαχνο παπά.
«Αμόκ»
Έξοχη, δραματική περιπέτεια, που γύρισε το 1963 σε δικό του σενάριο, με θέμα τη δραπέτευση εννέα κοριτσιών από το αναμορφωτήριο για να βρεθούν σε ένα ξερονήσι και να πέσουν στα χέρια μίας ομάδας εγκληματιών, με αρχηγό έναν πρώην ναζί, που αναζητά έναν θησαυρό.
Για πρώτη φορά ελληνική ταινία θα θίξει το θέμα της μετεμφυλιακής Ελλάδας, της ατιμωρησίας των ναζί, την αδυσώπητη σκληρότητα του σωφρονιστικού συστήματος. Στην ταινία πρωταγωνιστεί, μεταξύ άλλων, η Φλωρέττα Ζάννα, η δεύτερη σύζυγος του Δημόπουλου.
«Λόλα»
Δραματική περιπέτεια, που γύρισε το 1964, με πρωταγωνιστικό ζευγάρι την Καρέζη και τον Κούρκουλο. Μία ερωτική ιστορία, που μπαίνει στον κόσμο της νύχτας και την Τρούμπα. Η αντρική τιμή και η γυναικεία γενναιότητα θα αντιπαρατεθούν με τον υπόκοσμο. Εξαιρετικοί και οι Νίκος Φέρμας, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και Παντελής Ζερβός, ενώ ο Σπύρος Καλογήρου θα μείνει για το «είναι πολλά τα λεφτά Άρη». Εξαιρετική φωτογραφία από τον Νίκο Καβουκίδη και αξέχαστα τα τραγούδια και η μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου.
«Μια Τρελή Τρελή Οικογένεια»
Όπως λέει και ο τίτλος, τρελή κωμωδία, που παραπέμπει στις πνευματώδεις κωμωδίες της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, γύρω από μία δυσαρμονική οικογένεια και τις παλαβομάρες των μελών της, που γύρισε το 1965 ο Δημόπουλος, έχοντας στη διάθεσή του ένα απίστευτο καστ. Μια ιδιαιτέρως κεφάτη Τζένη Καρέζη, έναν μετρημένο Αλεξανδράκη, έναν άψογο Παπαγιαννόπουλο και μία Μαίρη Αρώνη να δίνει τα ρέστα της και μαζί να κλέβει την κρέμα της δόξας ως Πάστα Φλώρα.
Το 1993 θα παραδώσει το κύκνειο άσμα του, «Τα Δελφινάκια του Αμβρακικού», στη συνέχεια θα αποσυρθεί και θα ζήσει διακριτικά, μέχρι το 2003, όταν σε ηλικία 82 ετών θα τον προδώσει η καρδιά του. Με την ευγένεια που τον ξεχώριζε θα μας αφήσει τον χαρακτηριστικό του μπερέ, μια αποκαλυπτική αυτοβιογραφία, για τον τρυφερό και μεγαλόκαρδο χαρακτήρα του, αρκετά παιδικά βιβλία και την κινηματογραφική του παρακαταθήκη, που θα κρατήσουμε ζωντανή για πάντα.