Η Νίτσα Μαρούδα ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των ηθοποιών από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο που όλοι αναγνωρίζουν, όμως λιγότεροι γνώριζαν με το όνομά της.
Αντίστοιχη περίπτωση είναι άλλωστε και η ήρεμη δύναμη που ακούσει στο όνομα Καίτη Πάνου και όλοι τη θυμόμαστε κυρίως ως παρτερνέρ του Λάμπρου Κωνσταντάρα (Ο τρελός τα ‘χει 400, Ο μπλοφατζής, Ο Φαφλατάς, Ο τρελοπενηντάρης κα).
Η ξανθιά καλλονή με τα υπέροχα μπλε μάτια καθιερώθηκε στο σινεμά ως εκείνη η πιο ανάλαφρη γυναίκα που συχνά γινόταν αντικείμενο χλευασμού από τους συμπρωταγωνιστές της. Όπως όταν υποδύθηκε τον ρόλο της Πόπης, του φλερτ του Κώστα Βουτσά, στην ταινία «Τέντυ μπόι… αγάπη μου».
Πάντοτε ντυμένη με την τελευταία λέξη της μόδας και έχοντας σχεδόν μόνιμα τα μαλλιά της πιασμένα ψηλά, «λάχανο», όπως θα λέγαμε σήμερα, η Νίτσα Μαρούδα υπήρξε μια από τις πιο κομψές υπάρξεις του ελληνικού σινεμά.
Κάπως έτσι, ανέλαβε να υποστηρίξει τον ρόλο της bimbo στο ελληνικό σινεμά. Με τον όρο αυτό στην αργκό, αναφερόμαστε σε μια συμβατικά ελκυστική, σεξουαλικά ελκυστική και αφελή γυναίκα. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά στις Ηνωμένες Πολιτείες ήδη από το 1919 και αναφερόταν παρακαλώ στον αφελή, αγαθό ή κτηνώδη άνδρα.
Από τις αρχές του 21ου αιώνα, η «στερεοτυπική εμφάνιση bimbo» αφορούσε σε αυτή μιας ελκυστικής γυναίκας. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει γυναίκες που είναι ξανθές, έχουν καμπυλόγραμμες φιγούρες, έντονο μακιγιάζ και αποκαλυπτικά ρούχα. Συνήθως συνδέεται με το στερεότυπο της «χαζής ξανθιάς», τότε που ένας τέτοιος συνδυασμός λέξεων δεν ήταν απαγορευτικός για την σόουμπιζ.
Η εμφάνισή της ποτέ δεν ήταν κάτι που την απασχολούσε ωστόσο. «Έλα καλέ, Τι μύθοι;. Κάναμε μια δουλειά που ήταν μπροστά από τα φώτα της δημοσιότητας. Τίποτα άλλο» έλεγε πολύ αργότερα, έχοντας αποσυρθεί από τα φώτα η Νίτσα Μαρούσα. «Και θα σου πω κάτι: Στη ζωή μου δούλεψα πάρα πολύ. Πήγαινα τουρνέ, ερχόμουν, γύριζα ταινίες, ξανάφευγα. Όλη μου η ζωή ήταν ένα συνεχές ταξίδι με μια βαλίτσα. Δόξα τω Θεώ, όμως, όλα τα έφερε ο Παντοδύναμος όπως έπρεπε» συνέχιζε.
Οι ρόλοι που ενσάρκωσε η Νίτσα Μαρούδα
Αξέχαστος θα μείνει ο ρόλος της στην ταινία «Ο Μικές Παντρεύεται» πλάι στον Γιάννη Βογιατζή, αλλά και στο «Μια Τρελλή Τρελλή Οικογένεια» υποδυόμενη την υπηρέτρια της Μαίρης Αρώνη. Εκεί, χόρεψε πλάι στην Τζένη Καρέζη όταν η τελευταία προσπαθούσε να αναλάβει τα συζυγικά της καθήκοντα και να ετοιμάσει γιουβαρλάκια.
Ωστόσο, ο ρόλος που μάλλον έχει εντυπωθεί εντονότερα στη συνείδησή μας, ιδιαίτερα για τα χαρακτηριστικά της bimbo του ελληνικού σινεμά ήταν το 1964, ξανά πλάι στην Τζένη Καρέζη στην ταινία «Δεσποινίς Διευθυντής».
Η Βίκη, ένα από τα πολλά φλερτ του Αλέκου (Αλέκος Αλεξανδράκης) γίνεται ξαφνικά το αντίπαλον δέος της σοφιστικέ, μορφωμένης, υπό μια έννοια χειραφετημένης, αλλά και άμαθης από τα ερωτικά Λίλας (Τζένη Καρέζη). Στην ταινία, η θηλυκότητα που αποπνέει η Νίτσα Μαρούσα παρουσιάζεται στερεοτυπικά, ως αργόσχολη, πάντα βαμμένη και ντυμένη προκλητικά.
Από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας σε σκηνοθεσία του πανταχού παρόντα στο ελληνικό σινεμά Ντίνου Δημόπουλου, το στιγμιότυπο όπου η Τζένη Καρέζη παίρνει την πιο γλυκιά της φωνή για να τηλεφωνήσει στον Αλεξανδράκη. Ωστόσο, αυτό το ναζιάρικο «γυρίσατε» προκαλεί εκνευρισμό στον πρωταγωνιστή που απαντά μονολεκτικά «όχι».
Με την Φίνος Φιλμ, η Νίσα Μαρούδα συνεργάστηκε σε 14 ταινίες, μεταξύ των οποίων «Ο Κατήφορος», «Δεσποινίς Διευθυντής», «Η Αρχόντισσα και ο Αλήτης», «Η Ωραία του Κουρέα» κ.α.
Η Νίτσα Μαρούδα έφυγε από τη ζωή σήμερα, σε ηλικία 87 ετών από ανακοπή καρδιάς. Η κηδεία της θα γίνει την Παρασκευή 11 Νοεμβρίου στις 16:30 στο Κοιμητήριο Χαλανδρίου.