Έχει περάσει κάτι παραπάνω από μισή δεκαετία από τότε που έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο «ο λύκος της στέπας» του Έρμαν Έσσε.
Ήμουν λίγο πριν τα 25 μου, τότε που οι περισσότεροι άνθρωποι ψάχνουμε ακόμη να βρούμε τον εαυτό μας, αναζητούμε το «εγώ» μας, το ποιοι πραγματικά είμαστε.
Το βιβλίο του Έσσε μου παρουσιάστηκε ως ένα από τα κορυφαία βιβλία για κατανοήσεις τον εαυτό σου, κυρίως εάν είσαι ένας μοναχικός – και λίγο κουλτουριάρης – άνθρωπος.
Εξελίχθηκε σε κάτι πολύ βαθύτερο για μένα, καθώς «ο λύκος της στέπας» είναι μια διαρκής μάχη ανάμεσα στη λεπίδα και τη ζωή, είναι ένα βιβλίο που αγαπήθηκε απ’ όλους όσους ανήκουν στο περιθώριο γιατί σιχάθηκαν τον αστικό τρόπο ζωής.
Είναι γι’ αυτούς που αναζητούν ένα νόημα στη ζωή και κάτι αληθινό να πιστέψουν, αλλά ζουν σε έναν κόσμο κυνικό που έχει πεθάνει ο ρομαντισμός «Η θρησκεία, η πατρίδα, η οικογένεια και το κράτος δεν είχαν καμία αξία και δε μ’ ενδιέφεραν πια», γράφει ο Έσσε στο βιβλίο του, δίνοντας όμως παράλληλα την αίσθηση ότι ψάχνει κάτι άλλο για να κρατηθεί.
Η αυτοκτονία είναι ηλίθια και δειλή, αλλά θα ευχόμουν θερμά μια οποιαδήποτε διέξοδο
Στις πρώτες σελίδες του βιβλίου βλέπουμε τον Χάρρυ Χάλλερ να σκέφτεται την αυτοκτονία, ώστε να βρει διέξοδο απ’ αυτό τον κόσμο, κάτι που συνεχίζεται σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο, καθώς η σκέψη που τον απασχολεί τη νύχτα είναι εάν τελικά απόψε θα είναι το τελευταίο του βράδυ.
«Μπορεί η αυτοκτονία να είναι ηλίθια, δειλή κι ευτελής, μπορεί να είναι μια άδοξη κι αισχρή έξοδος κινδύνου, αλλά θα ευχόμουν θερμά μια οποιαδήποτε διέξοδο, ακόμα και την πιο εξευτελιστική, παρά αυτές τις μυλόπετρες του μαρτυρίου εδώ δεν υπάρχει πια κανένα θέατρο της γενναιοφροσύνης και τους ηρωισμού, εδώ στέκομαι μπροστά την απλή επιλογή ενός μικρού περαστικού πόνου κι ενός ασύλληπτα καυτού και ατελείωτου μαρτυρίου», αναφέρει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας.
Ο Χάρρυ Χέλλερ είναι ο ήρωας του βιβλίου, είναι ένας άνδρας κοντά στα πενήντα, μοναχικός, που έχει κουραστεί από τον αστικό τρόπο ζωής και ψάχνει ένα επιπλωμένο δωμάτιο για να μείνει 9 με 10 μήνες, μοναδικές του αποσκευές δύο βαλίτσες και ένα κιβώτιο γεμάτο με βιβλία.
Σιχάθηκα την εκτροφή του μετρίου, του φυσιολογικού και του μέσου όρου
«Ο λύκος της στέπας» εκδόθηκε το 1927, μια περίοδο -που κατά τη γνώμη μου- μοιάζει αρκετά με τη σημερινή, πρόκειται για μια περίοδο ανάμεσα σε δύο Παγκόσμιους Πολέμους, είναι η εποχή που ο ξεκίνησε να διαμορφώνεται η λεγόμενη αστική κουλτούρα, να «χαλαρώνουν» τα ήθη, να ξεκινούν τα πάρτι, ήταν με λίγα λόγια η εποχή της τζαζ!
«Ένα πράγμα μίσησα, σιχάθηκα και καταράστηκα με όλο μου το είναι: αυτή την ικανοποίηση, αυτή την υγεία, την άνεση, αυτή την καλλιεργημένη αισιοδοξία του αστού, αυτή την παχιά και ωφέλιμη εκτροφή του μετρίου, του φυσιολογικού και του μέσου όρου».
Αυτό είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά εδάφια του συγκεκριμένου βιβλίου και ένας άνθρωπος που μεγάλωσε με Green Day και άκουγε στα εφηβικά του χρόνια στη διαπασών το «Jesus of Suburbia», μπορεί πολύ εύκολα να ταυτιστεί με κάθε λέξη της συγκεκριμένης παραγράφου.
Ποιος είναι πραγματικά όμως ο λύκος της στέπας
Ο «λύκος της στέπας» λοιπόν, ή όπως αναφέρεται στο βιβλίο Χάρρυ Χέλλερ, είναι ένας μοναχικός άνδρας που έχει σιχαθεί τον αστικό τρόπο ζωής, ωστόσο φωνάζει βαθιά μέσα του ότι έχει ανάγκη να ζήσει.
Κάπου εκεί μπαίνει στη ζωή του η Ερμίνε και ο Πάμπλο. Εκεί αρχίζει να αναθεωρεί τις απόψεις που έχει για τη ζωή και ξεκινάει ένα ταξίδι ενδοσκόπησης και ανακάλυψης των πιο κρυφών και καταπιεσμένων επιθυμιών του.
Ο Χάρρυ Χάλλερ ανήκε σε εκείνους που ήταν γραφτό τους «να ζήσουν στον υπερθετικό όλες τις αμφιβολίες της ανθρώπινης μοίρας σαν προσωπικό βάσανο και κόλαση».
Η Ερμινέ καταφέρνει να τον «ξεκλειδώσει» και στο θέατρο του Πάμπλο ζει λίγους μήνες απόλυτης ηδονής και έρωτα (διαβάστε προτάσεις για 5 βιβλία Ελλήνων συγγραφέων που μας μαθαίνουν την αγάπη).
«Η Ίρμγκραντ μ’ έμαθε να χορεύω, η Ίντα να φιλώ κι η ομορφότερη απ’ όλες η Έμμα, ήταν η πρώτη που ένα φθινοπωρινό βράδυ κάτω από τη φυλλωσιά μιας φτελιάς, που τη φύσαγε ο αέρας, μου πρόσφερε να φιλήσω τα μελαχρινά της στήθη και να πιώ από το κύπελλο της ηδονής».
Τώρα δε μ’ ενδιαφέρει τίποτ’ άλλο εκτός από τον έρωτα
«Όχι τώρα δε μ’ ενδιαφέρει τίποτ’ άλλο εκτός από τον έρωτα» σκέφτεται λίγες σελίδες πριν το τέλος του βιβλίου ο Χάλλερ. «Μου προσφέρθηκε η γεύση της μεγάλη αγάπης, της μεγάλης ευτυχίας, της μεγάλης ηδονής, της μεγάλης σύγχυσης, ακόμη και του μεγάλου πόνου. Όλη η παραμελημένη αγάπη της ζωής μου άνθιζε αυτή την ονειρεμένη ώρα μαγευτικά στον κήπο μου και τα λουλούδια της ήταν αγνά, τρυφερά, ζωηρόχρωμα, φλογερά, αλλά και σκοτεινά που μαραίνονται γρήγορα κι όλα τους έτρεμαν από ηδονή, από τρυφερή ονειροπόληση, από πύρινη μελαγχολία, από αγωνιώδη θάνατο κι από φωτεινή αναγέννηση».
Ο μοναχικός Χάρρυ Χάλλερ ζει αυτό που επιθυμεί κάθε άνθρωπος, αγαπά και αγαπιέται, καταφέρνει να ζήσει πραγματικά, έστω και για λίγους μήνες, ωστόσο ο Έσσε κλείνει το βιβλίο του με την κυνικότητα που το ξεκίνησε.
«Διασχίζω ξανά την εσωτερική μου κόλαση όχι μόνο μια, αλλά πολλές φορές»…