Η τραγωδία που εκτυλίσσεται τις τελευταίες ημέρες στη γειτονική χώρα, αλλά και στη Συρία, έφερε στο προσκήνιο τις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία, αλλά και δύο κομβικά γεγονότα που αν και δεν θα μπορούσαν να έχουν προβλεφθεί από τις πολιτικές ηγεσίες των δύο χωρών, οδήγησαν στην περίφημη «διπλωματία των σεισμών» και την εμφανή καλυτέρευση των σχέσεων Αθήνας και Άγκυρας πριν από 24 χρόνια.
Μια ανυπολόγιστα μεγαλύτερη φυσική καταστροφή σήμερα, η οποία έχει στοιχίσει τη ζωή σε περισσότερους από 23.000 ανθρώπους σε Τουρκία και Συρία, φέρνει αναπόφευκτα τη συζήτηση στον σεισμό της Αθήνας του 1999 και εκείνον στην πόλη Ιζμίτ λίγες μέρες νωρίτερα.
Και σήμερα, από την πρώτη στιγμή η Ελλάδα έσπευσε να συνδράμει στην γειτονική χώρα, παραμερίζοντας τις όποιες πολιτικές διαφορές των δυο χωρών και αποδεικνύοντας πως η αλληλεγγύη έρχεται σε πρώτη μοίρα.
Παρακολουθώντας τις στιγμές διάσωσης, Τούρκοι πολίτες ευχαριστούν στο διαδίκτυο την Ελλάδα για την άμεση βοήθεια. Ένα από τα σχόλια που ξεχώρισαν έγινε κάτω από ανάρτηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος έστειλε μήνυμα αλληλεγγύης στα τούρκικα, στην οποία αναφερόταν στις ομάδες διάσωσης.
«Ένα βράδυ ήρθαν ξαφνικά για βοήθεια», έγραψε ένας Τούρκος, παραφράζοντας τις απειλές του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν: «Μπορούμε και θα έρθουμε ξαφνικά μια νύχτα».
Πρώτο θέμα στα τουρκικά ΜΜΕ η βοήθεια από την Ελλάδα
Καταλυτική στις έρευνες στα συντρίμμια είναι και η συνδρομή της ελληνικής ΕΜΑΚ, η οποία από την πρώτη στιγμή βρέθηκε στο μέρος της καταστροφής, έχοντας ήδη διασώσει τέσσερα άτομα μέχρι στιγμής.
Aκόμα και ο φιλοκυβερνητικός Τύπος στην Τουρκία, που μέχρι πριν λίγες μέρες προπαγάνδιζε συνεχώς την γραμμή Ερντογάν και των συνεργατών του, «υποκλίνεται» στην βοήθεια της Ελλάδας σε αυτήν την ανήκουστη τραγωδία.
Είναι χαρακτηριστικό, πως η εφημερίδα Milliyet, που έως σήμερα κρατά την πιο σκληρή στάση διακινώντας, χωρίς να κρατά ούτε τα προσχήματα, τα σχέδια τουρκικής επίθεσης κατά της ελληνικής επικράτειας φιλοξενεί την φωτογραφία των Ελλήνων διασωστών, που αγκαλιάζονται ανασύροντας ζωντανό ένα παιδί, για να δείξει την παγκόσμια κινητοποίηση για την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στις δοκιμαζόμενες περιοχές.
Ιδιαίτερη αναφορά στη συνδρομή της ελληνικής ΕΜΑΚ και από άλλες δυο φιλοκυβερνητικές ιστοσελίδες, η Hurriyet και το TRTHaber, που έκαναν ειδική μνεία στα άτομα που έχουν διασωθεί μέχρι στιγμής.
Τα δύσκολα χρόνια πριν τους σεισμούς
Πριν όμως αναλύσουμε τη διπλωματία των σεισμών, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρουν να κάνουμε μια ιστορική αναδρομή στα γεγονότα που προηγήθηκαν. Η δεκαετία του 90’ υπήρξε μία δύσκολη περίοδος για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η κρίση των Ιμίων, τον Ιανουάριο του 1996, άλλαξε τον τρόπο προσέγγισης των σχέσεων της Ελλάδας με την Τουρκία.
Από το σημείο μηδέν που έφτασαν οι δύο χώρες το 1996, έως τον δρόμο προς τη βελτίωση των σχέσεων τους στη Σύνοδο κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Ελσίνκι το 1999, μεσολάβησαν έτη στα οποία έπαιξαν σημαντικό ρόλο πρόσωπα, εσωτερικές και εξωτερικές καταστάσεις και γεγονότα.
Πάντως από το 1999 και μετά, η σχέση των δύο χωρών βελτιώθηκε σημαντικά μέχρι τις εξελίξεις των τελευταίων ετών που πάλι έχουν προκαλέσει ένταση και «κορώνες» μεταξύ Αθηνών και Άγκυρας.
Οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας με σταθμό το Ελσίνκι το 1999, βελτιώθηκαν. Η Ελλάδα επιθυμούσε με την νέα πολιτική που υιοθέτησε, να μεταβάλει τις διαφορές της από ελληνοτουρκικές σε ευρωτουρκικές και η Ευρωπαϊκή Ένωση να ελέγχει, μέσα από τις διαδικασίες ένταξης της Τουρκίας, τη δραστηριότητά της.
Κάπως έτσι, τα 15 κράτη-μέλη, τότε της ΕΕ, συμφώνησαν να αναγνωρισθεί η Τουρκία ως υποψήφια χώρα. Στα συμπεράσματα Συνόδου σημειώθηκε ότι «το αργότερο το 2004» οι 15 ηγέτες θα επανεξέταζαν την κατάσταση για να εγκρίνουν την εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, όπερ και εγένετο. Μετά τη συμφωνία του Ελσίνκι αναπτύχθηκε μια δυναμική στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αποτέλεσμα της οποίας ήταν και οι αλλεπάλληλες διερευνητικές συνομιλίες για την αντιμετώπιση των υφιστάμενων διαφορών.
Τα επόμενα χρόνια μέχρι και σήμερα, εκτός από κάποιες τυπικές συμφωνίες για οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης, φάνηκε ότι η συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Ελσίνκι «μπήκε στο συρτάρι».
Η υπόθεση Οτσαλάν που έφερε κοντά Ελλάδα και Τουρκία
Στις 2 Φεβρουαρίου 1999 ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν βρίσκεται στην Κένυα και κρύβεται στην κατοικία του Έλληνα πρέσβη, Γεωργίου Κωστούλα, μαζί με τους συντρόφους του. Τον συνοδεύει και ο Έλληνας ταγματάρχης της ΕΥΠ, Σάββας Καλεντερίδης, ως σωματοφύλακάς του.
Την ίδια μέρα η κυβέρνηση της Άγκυρας καλεί τους πρεσβευτές της Σουηδίας, της Νορβηγίας και του Βελγίου και τους ζητά να μη δεχτούν οι χώρες τους τον Οτσαλάν, ο οποίος εκείνη τη χρονική στιγμή παρέμενε άγνωστο στις τουρκικές Αρχές, πού βρίσκεται.
Στις 13 Φεβρουαρίου, στην Κένυα, φτάνει ο Έλληνας δικηγόρος του Οτσαλάν, Φαήλος Κρανιδιώτης, ο οποίος συζητά με τον Κούρδο ηγέτη και τον Έλληνα πρέσβη και επιστρέφει στην Ευρώπη για να ζητήσει βοήθεια. Ο Οτσαλάν σκέφτεται να παραδοθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Οι πρώτες πρωινές ώρες της 16ης Φεβρουαρίου βρίσκουν τον Κούρδο ηγέτη να μεταφέρεται με χειροπέδες στην Τουρκία με ένα ιδιωτικό αεροσκάφος. Όλα όσα έγιναν και αφορούν στη σύλληψή του παραμένουν άγνωστα. Η Άγκυρα πανηγυρίζει και στα ΜΜΕ κυκλοφορούν βίντεο της μεταφοράς του.
Ο Καλεντερίδης είναι το πρόσωπο που δέχεται την πιο σοβαρή κριτική, κυρίως για τους αδέξιους επιχειρησιακούς του χειρισμούς, ενώ το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) έκανε δεκτή την προσφυγή του Αμπντουλάχ Οτσαλάν κατά της Ελλάδας και ζήτησε υπεράσπιση από την Αθήνα.
Αυτή η κίνηση της Ελλάδας εξόργισε τους Κούρδους που ζητούσαν επιτακτικά την απελευθέρωσή του, αλλά δεδομένα αναθέρμανε τις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία, η οποία για πολλά χρόνια προσπαθούσε να συλλάβει τον ηγέτη του ΡΚΚ.
Ο σεισμός στην Τουρκία το 1999
Κι ύστερα ήρθε ο εγκέλαδος. Στις 17 Αυγούστου 1999, στις 3:02 π.μ., η Τουρκία επλήγη από έναν πολύ μεγάλο σεισμό με επίκεντρο στις περιοχές Γκιολτσούκ και Αριφιγιέ στο Ανταπαζαρί. Η πληγείσα περιοχή ήταν η βιομηχανική πόλη του Ιζμίτ.
Ο σεισμός του Ιζμίτ είχε ένταση 7,6 στην κλίμακα σεισμικής ροπής και διήρκεσε 45 δευτερόλεπτα. Ο επίσημος αριθμός των θυμάτων ήταν περίπου 17.000, αν και οι αριθμοί θα μπορούσαν να είναι πάνω από 35.000. Τριακόσιες χιλιάδες άνθρωποι έμειναν άστεγοι και το οικονομικό κόστος εκτιμήθηκε σε περίπου 3 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας, η Κωνσταντινούπολη, επλήγη επίσης, καθώς πολλά κτίρια υπέστησαν ζημιές και οδήγησαν σε θάνατο δεκάδες ανθρώπους.
Η σεισμική δόνηση πέρασε από μεγάλες πόλεις που συγκαταλέγονται στις πιο βιομηχανικές και αστικές περιοχές της χώρας, συμπεριλαμβανομένων των διυλιστηρίων πετρελαίου, αρκετών αυτοκινητοβιομηχανιών, καθώς και του αρχηγείου του ναυτικού στο Γκιολτσιούκ, αυξάνοντας τον αριθμό των θυμάτων, αλλά και τις υλικές καταστροφές.
Η Ελλάδα ήταν και τότε, η πρώτη ξένη χώρα που έστειλε βοήθεια και υποστήριξη στην Τουρκία. Μέσα σε λίγες ώρες από τον σεισμό, το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών είχε επικοινωνήσει με τους ομολόγους του στην Τουρκία και η πολιτική ηγεσία έστελνε τους προσωπικούς του απεσταλμένους στην Τουρκία.
Στις 17 Αυγούστου 1999 και στις 13 Νοεμβρίου 1999, το Ελληνικό Υπουργείο Δημόσιας Τάξης έστειλε μια ομάδα διάσωσης 24 ατόμων και δύο εκπαιδευμένους σκύλους διάσωσης. Το Υπουργείο έστειλε επίσης πυροσβεστικά αεροπλάνα για να βοηθήσει στην κατάσβεση της πυρκαγιάς στο διυλιστήριο Tupras, συνέπεια και αυτή του ισχυρού σεισμού.
Η Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας (υπό την αιγίδα του Ελληνικού Υπουργείου Εσωτερικών) είχε προηγουμένως αποστείλει μια πλήρως εξοπλισμένη ιατρική ομάδα 11 ατόμων, τέσσερις εκ των οποίων ήταν γιατροί καθώς και χιλιάδες σκηνές, κινητές μονάδες νοσοκομείων, ασθενοφόρα, φάρμακα, νερό, ρούχα, τρόφιμα και κουβέρτες.
Το ελληνικό Υπουργείο Άμυνας ετοίμασε τρία αεροσκάφη C-130 για τη μεταφορά της ελληνικής ομάδας διάσωσης μαζί με τον εξοπλισμό και τα φάρμακα σύμφωνα με άρθρο της εποχής από τον Guardian.
Στις 18 Αυγούστου 1999, το Υπουργείο Υγείας δημιούργησε τρεις μονάδες αιμοδοσίας. Την ίδια μέρα εστάλη βοήθεια από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στις 19 Αυγούστου 1999, το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών δημιούργησε τρεις σταθμούς παραλαβής σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Κομοτηνή, με σκοπό τη συγκέντρωση της αυθόρμητης βοήθειας των πολιτών.
Μετά τις 19 Αυγούστου, τα νοσοκομεία της Κομοτηνής και της Ξάνθης δημιούργησαν τις δικές τους μονάδες για αιμοδοσία και η Εκκλησία της Ελλάδας ξεκίνησε κι εκείνη με τη σειρά της έρανο για την αποστολή οικονομικής βοήθειας στη γείτονα χώρα.
Στις 24 Αυγούστου 1999, οι πέντε μεγαλύτεροι δήμοι της Ελλάδας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιάς, Πάτρα, Ηράκλειο ) απέστειλαν από κοινού με βοήθεια.
Ο δήμος Θεσσαλονίκης άρχισε να στέλνει τη βοήθειά του από τις 19 Αυγούστου 1999. Στις 25 Αυγούστου 1999, η Εθνική Ένωση Τοπικών Αρχών (ΚΕΔΚΕ) προσέφερε 50.000.000 δραχμές για τα θύματα του σεισμού και η Ένωση Τοπικών Αρχών Αττικής προσέφερε 30.000.000 δραχμές στον Τούρκο πρέσβη στην Αθήνα.
Την ίδια μέρα ο δήμος Αθηναίων δημιούργησε έναν οικισμό για 1.000 άτομα με παιδικό σταθμό. Βοήθεια και εξοπλισμένες ομάδες εστάλησαν επίσης από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό, τον Ιατρικό Σύλλογο Αθήνας και τα ελληνικά τμήματα των Γιατρών Χωρίς Σύνορα και των Γιατρών του Κόσμου.
Οι αξιωματούχοι και στις δύο χώρες χρησιμοποίησαν τη συναισθηματική κατάσταση και των δύο πληθυσμών με θετικό πρόσημο, υπογραμμίζοντας σε κάθε ευκαιρία ότι ήταν η ώρα για νέα κατανόηση.
Ο τότε Δήμαρχος Αθηναίων, Δημήτρης Αβραμόπουλος επισκέφτηκε προσωπικά τις σεισμόπληκτες περιοχές, ενώ στο σημείο τον συνάντησε ο τότε δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης Αλί Μουφίτ Γκιουρτουνά που είχε αναλάβει τα σκήπτρα από τον καρατομημένο τότε Τοπικό Άρχοντα της Πόλης, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντγοάν.
Ο Έλληνας αρχηγός ναύαρχος Ιωαννίδης πήγε στην τελετή αποστράτευσης του Τούρκου ναύαρχου Ντερβιόγλου όπου χειροκροτήθηκε για αρκετά λεπτά από τους συμμετέχοντες στην τελετή, όπως αναφέρει η ιστοσελίδα mondediplo.com.
Ο σεισμός στην Αθήνα και η βοήθεια από την Τουρκία
Λιγότερο από ένα μήνα μετά την τουρκική καταστροφή, στις 7 Σεπτεμβρίου 1999, στις 14:56 τοπική ώρα, ήταν σειρά της Αθήνας να πληγεί από έναν ισχυρό σεισμό μεγέθους 5,9. Αυτή ήταν η πιο καταστροφική και δαπανηρή φυσική καταστροφή που έπληξε τη χώρα σε 20 χρόνια.
Ο σεισμός είχε πολύ ρηχό υπόκεντρο και κοντά στα βόρεια προάστια και περιοχές όπως τα Άνω Λιόσια και οι Αχαρνές, μόλις 18 χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο της πόλης.
Συνολικά 143 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στην καταστροφή, ενώ περισσότεροι από 12.000 τραυματίστηκαν. Αν και ο αριθμός των θανάτων ήταν σχετικά χαμηλός, η ζημιά σε κτίρια και υποδομές σε ορισμένα από τα βόρεια και δυτικά προάστια της πόλης ήταν εκτεταμένη.
Αυτή τη φορά, η τουρκική πλευρά ανταπέδωσε την υποστήριξη, όπως ανέφεραν τότε οι New York Times. Συγκροτήθηκε ειδική ομάδα, η οποία αποτελούταν από την Υφυπουργική Γραμματεία του Πρωθυπουργού, τις τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις, το Υπουργείο Εξωτερικών και το Υπουργείο Εσωτερικών και τον Έλληνα Πρέσβη στην Άγκυρα, που ήρθαν σε επαφή προκειμένου να προσφέρουν βοήθεια.
Η τουρκική βοήθεια ήταν η πρώτη που έφτασε, με την πρώτη ομάδα διάσωσης 20 ατόμων βρίσκεται στην Αττική με στρατιωτικό αεροπλάνο εντός 13 ωρών μετά τον σεισμό. Ακολούθησε περισσότερη βοήθεια μέσα σε λίγες ώρες.
Οι τηλεφωνικές γραμμές στα ελληνικά προξενεία και την πρεσβεία στην Τουρκία είχαν μπλοκάρει από τους Τούρκους που καλούσαν για να μάθουν αν θα μπορούσαν να δωρίσουν αίμα και ένας εθελοντής επικοινώνησε με τον Πρέσβη Κοράντη, προσφέροντας να δωρίσει τα νεφρά του για έναν «Έλληνα που έχει ανάγκη».
Η ελληνοτουρκική διπλωματία των σεισμών
Οι τραγωδίες στα χαλάσματα σε Ελλάδα και Τουρκία, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται αυτό, προσέφεραν πρόσφορο έδαφος για την σύσφιξη των σχέσεων Αθήνας και Άγκυρας και οδήγησαν ίσως στην πιο ανέφελη περίοδο των διπλωματικών επαφών των δύο χωρών.
Η ελληνoτουρκική διπλωματία των σεισμών ξεκίνησε μετά από διαδοχικούς σεισμούς που έπληξαν και τις δύο χώρες το καλοκαίρι του 1999 και οδήγησε σε βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Πριν από αυτή, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών ήταν γενικά ασταθείς, θα έλεγε κανείς καθ’ όλη τη διάρκεια της γειτνίασής τους, από τότε που η Ελλάδα κέρδισε την ανεξαρτησία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η λεγόμενη διπλωματία των σεισμών προκάλεσε έκρηξη συμπάθειας και γενναιόδωρη βοήθεια από απλούς Έλληνες και Τούρκους και στις δύο ακτές του Αιγαίου.
Τέτοιες πράξεις ενθαρρύνθηκαν από τις αρχές και εξέπληξαν πολλούς ξένους παρατηρητές. Προετοίμασαν το κοινό για σημαντική βελτίωση στις διμερείς σχέσεις, οι οποίες είχαν αμαυρωθεί από δεκαετίες αμοιβαίας εχθρότητας.