Στις σχέσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον ισχυρό άνδρα της ΠΑΕ Ολυμπιακός, Βαγγέλη Μαρινάκη, αναφέρεται σε άρθρο του ο «Guardian».
«Τι συμβαίνει όταν ένας ολιγάρχης τα βάζει με έναν πρωθυπουργό; Κοιτάξτε στην Ελλάδα για να μάθετε» τονίζει ο δημοσιογράφος Αλεξάντερ Κλαπ σε άρθρο άποψης στον βρετανικό «Guardian».
Να θυμίσουμε ότι ο Αλεξάντερ Κλαπ είναι ανεξάρτητος δημοσιογράφος και προ λίγων μηνών είχε προκαλέσει την αντίδραση της κυβέρνησης για άρθρο του στους «NYT» στο οποίο υποστήριζε ότι «η σήψη στην καρδιά της Ελλάδας είναι τώρα φανερή σε όλους».
Τότε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου είχε απαντήσει ότι «οι απόψεις των guest αρθρογράφων δεν απηχούν την άποψη των New York Times».
Στο νέο του άρθρο ο Αλεξάντερ Κλαπ αναφέρεται στις αποκαλύψεις με τις λίστες παρακολουθούμενων που παρουσίασε το Documento και τον ανοιχτό πλέον «πόλεμο» ανάμεσα στον ιδιοκτήτη της Alter Ego και του Ολυμπιακού και τον πρωθυπουργό.
Παράλληλα, αναφέρεται και στην μέχρι πρόσφατα φιλοκυβερνητική στάση των μέσων ενημέρωσης του Μαρινάκη, αλλά και τη στροφή που έκανε το βράδυ μετά το πέναλτι στο ματς του Ολυμπιακού με τον Παναθηναϊκό, αλλά και τις δηλώσεις από τον Ιωάννη Βρέτζο και τον ίδιο τον Βαγγέλη Μαρινάκη περί αποχώρησης της ομάδας του Πειραιά από το πρωτάθλημα της Super League.
«Guardian»: Το άρθρο για Μαρινάκη-Μητσοτάκη
«Έχουν περάσει τρεις μήνες και η Ελλάδα έχει εμπλακεί σε μια από τις μεγαλύτερες πολιτικές κρίσεις της πρόσφατης ιστορίας της. Ξεκίνησε ως σκάνδαλο υποκλοπών.
Τον Αύγουστο, δύο μέλη της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη υπέβαλαν την παραίτησή τους μετά από πληροφορίες ότι στα τηλέφωνα ενός δημοσιογράφου και ενός αντίπαλου πολιτικού είχαν σταλεί σύνδεσμοι με κατασκοπευτικό λογισμικό που είχε σχεδιαστεί για να μεταφέρει τα δεδομένα τους σε μια σκοτεινή εταιρεία στην Αθήνα.
Ο ελληνικός Τύπος το ονόμασε Watergate της χώρας. “Ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να δώσει εξηγήσεις στον ελληνικό λαό”, δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας, επικεφαλής της ελληνικής αντιπολίτευσης. “Πολλά από τα ερωτήματά μας μένουν να απαντηθούν”, δήλωσε ο επικεφαλής επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μετά από διερευνητική αποστολή στην Ελλάδα», αναφέρει στην αρχή του άρθρου του ο δημοσιογράφος, αναφερόμενος στις παρακολουθήσεις Ανδρουλάκη-Κουκάκη.
Το κείμενο αναφέρεται συνέχεια στις αποκαλύψεις του Documento και τις λίστες που δημοσίευσε τις προηγούμενες εβδομάδες. «Στη συνέχεια, νωρίτερα αυτό το μήνα, τα γεγονότα πήραν μια εκπληκτική τροπή. Μια αριστερή εφημερίδα με την ονομασία Documento ισχυρίστηκε ότι, εκτός από τους δύο Έλληνες που ήταν ήδη γνωστό ότι είχαν στοχοποιηθεί, είχαν γίνει προσπάθειες να πέσουν στο δίχτυ κατασκοπείας δεκάδες άλλοι».
«Μεταξύ αυτών ήταν μέλη του ίδιου του υπουργικού συμβουλίου του Μητσοτάκη, εκδότες εφημερίδων και η σύζυγος του περιφερειάρχη Αττικής. Μια εβδομάδα αργότερα, το Documento έδωσε στη δημοσιότητα σχεδόν 40 επιπλέον ονόματα. Η εφημερίδα κατηγόρησε την κυβέρνηση για εμπλοκή – αυτή αρνήθηκε σθεναρά τις κατηγορίες» πρόσθεσε.
«Μεταξύ των υποτιθέμενων στόχων ήταν και συνεργάτες του Ευάγγελου Μαρινάκη, ενός ανθρώπου που συχνά εθεάθη περιτριγυρισμένος από μια ομάδα μαυροφορεμένων μπράβων και μια από τις πιο ισχυρές προσωπικότητες της διεθνούς ναυτιλίας και του ποδοσφαίρου.
Το βράδυ της δημοσίευσης των πρώτων ευρημάτων του Documento, λίγα τετράγωνα μακριά από το γραφείο του Μητσοτάκη, ο Μαρινάκης παρακολουθούσε την ποδοσφαιρική του ομάδα, τον Ολυμπιακό, να δέχεται πέναλτι στο 90ό λεπτό, το οποίο κατέληξε σε ισοπαλία απέναντι στον ιστορικό αντίπαλό του, τον Παναθηναϊκό.
Μέσα σε μια ώρα, ο Μαρινάκης είχε περικυκλωθεί από κάμερες για μια αυτοσχέδια συνέντευξη Τύπου έξω από το γήπεδο. Η κατακύρωση του πέναλτι, υποστήριξε, ήταν απόδειξη ενός στημένου διαιτητή και ενός στημένου αγώνα – και μιας βαθιάς κρατικής συνωμοσίας», προσθέτει στο άρθρο του ο δημοσιογράφος, αναφερόμενος στα όσα έγιναν στο ντέρμπι της Super League.
ήταν μια περίεργη επιλογή λέξεων για κάθε Έλληνα που παρακολουθούσε
Στη συνέχεια ο Guardian στέκεται στις δηλώσεις του Βρέτζου, ο οποίος είχε πει ότι «νομίζω ότι αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο διοικείται από ένα φασιστικό παρακράτος που διέπεται από την παρανομία και το οργανωμένο έγκλημα», ενώ είχε προσθέτει:
«Τα τελευταία τρία χρόνια ένα παράνομο καθεστώς λειτουργεί από το Μέγαρο Μαξίμου [το γραφείο του πρωθυπουργού] με δεσμούς και διασυνδέσεις με οργανωμένες συμμορίες».
Ο Αλεξάντερ Κλαπ σχολιάζει ότι «ήταν μια περίεργη επιλογή λέξεων για κάθε Έλληνα που παρακολουθούσε» και στη συνέχεια εξηγεί πως για χρόνια ο Μαρινάκης βρισκόταν υπό έρευνα για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης.
Σημειώνει επίσης, πως ο Μαρινάκης αρνείται κατηγορηματικά τις κατηγορίες, ενώ κάνει αναφορά στην εξαγορά μέσων ενημέρωσης και της αγγλικής ομάδας ποδοσφαίρου Nottingham Forest FC, καθώς και στη συγχώνευση του στόλου του με την αμερικανική Diamond.
«Τώρα ο Μαρινάκης στρέφει το σενάριο εναντίον του κράτους που τον ερευνά, λέγοντας ότι η κυβέρνηση ή οι φατρίες μέσα σε αυτήν αποτελούν την πραγματική εγκληματική οργάνωση.
Όσο για το σκάνδαλο παρακολουθήσεων: όπου το ελληνικό δικαστικό σύστημα είχε αποδειχθεί απρόθυμο ή ανίκανο να το διερευνήσει, και όπου η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε μπερδευτεί, θα ακολουθήσουν συνέπειες» σχολιάζει ο Αλεξάντερ Κλαπ.
Η στάση του Μαρινάκη μετά το πέναλτι στο Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός
«Τις επόμενες μέρες ο Μαρινάκης έστρεψε τη σημαντική του ισχύ ενάντια στον Μητσοτάκη, τον οποίο η αυτοκρατορία των μέσων ενημέρωσης του βοήθησε στην ανάληψη των καθηκόντων του το 2019» σημειώνει ο δημοσιογράφος.
«Ο σύλλογος οπαδών της ομάδας δημοσίευσε ανακοίνωση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προειδοποιώντας τον Μητσοτάκη για επικείμενο “ραντεβού στις κάλπες”. Στον έντυπο τύπο, οι εφημερίδες του Μαρινάκη από το να απορρίπτουν το σκάνδαλο των υποκλοπών ως “τελειωμένο”, επέμειναν ότι μόλις είχε αρχίσει.
“Αδυναμία, ερωτηματικά, ανικανότητα” ήταν ο πρωτοσέλιδος τίτλος της εφημερίδας Τα Νέα, της καθημερινής εφημερίδας του Μαρινάκη.
Όταν ο Μητσοτάκης απέκρουσε την επίθεση του Μαρινάκη, αποδίδοντάς την στις απειλές κάποιου που προσπαθεί να αποσπάσει χάρες από το κράτος, ο Μαρινάκης ανταπέδωσε: “Μόνο όσοι εμπλέκονται σε υποκλοπές και στον υπόκοσμο θα έκαναν τέτοια πράγματα”», συνεχίζει.
«Ποιος εκβιάζει ποιον, εδώ;»
O Κλαπ στη συνέχεια εκφράζει το ερώτημα: «Ποιος εκβιάζει ποιον, εδώ; Η κυβέρνηση που χρειάζεται ευνοϊκή κάλυψη από έναν μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης καθώς κατευθύνεται στις εκλογές του επόμενου έτους; Ή ένας ολιγάρχης που προσφέρεται να φέρει την ευθύνη σε ένα κράτος που τυχαίνει να τον έχει υπό έρευνα για διακίνηση ναρκωτικών; Από ορισμένες απόψεις, το επίκεντρο του σκανδάλου έχει μετατοπιστεί, χωρίς πλέον να αφορά τις υποκλοπές αυτές καθαυτές, αλλά το πώς λειτουργεί στην πραγματικότητα το ελληνικό κράτος».
Στη συνέχεια το άρθρο αναφέρεται σε όσα διαδραματίζονται στη χώρα μας εδώ και πολλά χρόνια, τη δύναμη της ναυτιλίας, την κρίση του 2010, ενώ προσθέτει ότι «όλο αυτό το διάστημα, οι πιο ισχυροί από αυτούς (εφοπλιστές) συνέχισαν να διοχετεύουν μετρητά στο πολιτικό σύστημα της χώρας, μεσολαβώντας για ευκαιριακές συμμαχίες με κόμματα σε όλο το πολιτικό φάσμα, οι οποίες – φυσικά – συνοδεύονταν από όρους».
«Η Ελλάδα μπορεί να είναι μια μικρή χώρα (είναι χαρακτηριστικό πως το ΑΕΠ της είναι μικρότερο από αυτό του Περού), αλλά οι πλουσιότερες οικογένειές της διαθέτουν τεράστια περιουσία και μεγάλη επιρροή», γράφει το άρθρο του Guardian.
«Πάρτε για παράδειγμα τον Μαρινάκη, ο οποίος ανέλαβε τον στόλο των δεξαμενόπλοιων του πατέρα του, και τον Μητσοτάκη, που ανέλαβε το πολιτικό κόμμα του πατέρα του: η σχέση των δύο δυναστειών – οι γόνοι των οποίων ισχυρίζονται τώρα ότι είναι θύματα της εκμετάλλευσης και του εκβιασμού του άλλου – πηγαίνει πίσω τουλάχιστον 40 χρόνια» γράφει.
Οι κρίσεις υποκλοπών επαναλαμβάνονται στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες
Τέλος το άρθρο καταλήγει στο: «Δεν είναι να απορεί κανείς που οι κρίσεις υποκλοπών επαναλαμβάνονται στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες. Ένα τέτοιο σύστημα υπόγειου χαριεντισμού απαιτεί όχι μόνο μετρητά αλλά και εγγυήσεις του τύπου που οι κακόβουλες εκστρατείες κατασκοπείας είναι πιθανό να είναι ικανές να συλλέγουν.
Αν υπήρχε κάποιος λόγος να είμαστε αισιόδοξοι για αυτό το τελευταίο σκάνδαλο, θα μπορούσε να είναι η ευκαιρία που παρουσιάστηκε, μετά από μια δεκαετία οικονομικών αναταραχών, να υπάρξει διαφάνεια σε μια πραγματικότητα κατά της οποίας σχεδόν όλοι στην Ελλάδα βάλλουν κατά και παρόλα αυτά κανένας, ανεξαρτήτως πολιτικής γραμμής, δεν κάνει καμία μεγάλη προσπάθεια να την διαλύσει».
«Η ειρωνεία της παρέμβασης του Μαρινάκη είναι ότι πιθανότατα δεν θα είχε συμβεί ποτέ, αν είχε διεξαχθεί μια σοβαρή έρευνα εξ αρχής, μήνες πριν, όταν ξέσπασε η είδηση του σκανδάλου με τα κατασκοπευτικά προγράμματα στην Αθήνα.
Αντ’ αυτού, όμως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέρριψε την ευθύνη σε “σκοτεινές εξωτερικές δυνάμεις”- η υπηρεσία πληροφοριών του φέρεται να κατέστρεψε κρίσιμα αρχεία- και το κόμμα του φέρεται να εμπόδισε μάρτυρες να καταθέσουν. Ο ίδιος αποκάλεσε τους συσσωρευμένους ισχυρισμούς “ένα απίστευτο ψέμα”.
Και τώρα μια βαριά ολιγαρχική παρέμβαση μεταμφιέζεται σε μια καθυστερημένη ώθηση για δημόσια διαφάνεια. Ο Μητσοτάκης κουτσαίνει στον αγωνιστικό χώρο, ενώ ο Μαρινάκης χαμογελά από το περιθώριο. Όλο αυτό το διάστημα, οι απλοί Έλληνες περιμένουν να τελειώσει ο διαγωνισμός και να έρθουν οι απαντήσεις».