Γίνεται ένας κομματικός σχηματισμός για τον οποίο δεν γνωρίζουμε τίποτα, ως προς τις πολιτικές του θέσεις στα μείζονα ζητήματα, να καταγράφει στις δημοσκοπήσεις ποσοστό που του επιτρέπουν να κάνει όνειρα πως θα συμμετέχει στην επόμενη Βουλή; Η πρόσφατη πολιτική ιστορία, έχει δείξει ότι γίνεται. Εν μέρει, τουλάχιστον…
Μόνο που η περίπτωση της Πλεύσης Ελευθερίας και της Ζωής Κωνσταντοπούλου, είναι πρωτοφανής ακόμα και για την Ελλάδα των μνημονιακών και μεταμνημονιακών χρόνων. Όχι απλά δεν τοποθετείται για την οικονομία, την εξωτερική πολιτική, τις εργασιακές σχέσεις και το μεταναστευτικό, αλλά αρνείται πεισματικά ακόμα και να οριοθετήσει τον εαυτό του μέσα στο πολιτικό φάσμα «αριστερά-δεξιά», επιδιώκοντας να «ψαρέψει» ψήφους ακόμα και στα θολά νερά της ακροδεξιάς.
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ, το 2012. Ως τότε, δεν είχε καταγράψει κάποια αξιόλογη πολιτική παρέμβαση στα ελληνικά δρώμενα, ούτε είχε να επιδείξει κάποια σημαντική κινηματική δράση στον χώρο της Αριστεράς.
Εκείνη την εποχή έγινε γνωστή για τους καυγάδες που έριχνε στη Βουλή και στα τηλεοπτικά παράθυρα, με τους πολιτικούς αντιπάλους της. Όταν ο Αλέξης Τσίπρας κέρδισε τις εκλογές, το 2015, την έκανε Πρόεδρο της Βουλής, τιμώντας τη με τη τρίτη τη τάξει πολιτειακή θέση – μια επιλογή που μετάνιωσε οικτρά εκ των υστέρων.
Η συνέχεια της πορείας της, λίγο πολύ γνωστή στη συνέχεια. Απέτυχε το 2015, τον Σεπτέμβριο, να μπει στη Βουλή με τη ΛΑΕ, ενώ δεν τα κατάφερε ούτε στις εκλογές του 2019, με τη νεοσύστατη Πλεύση Ελευθερίας. Έκτοτε, επέστρεψε στην πολιτική και κινηματική αφάνεια.
Μέχρι τις εκλογές της 21ης Μαΐου, όταν και για λίγες χιλιάδες ψήφους, απέτυχε να μπει στη Βουλή – κάτι που οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι θα πετύχει σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση. Ανάμεσα στις δύο μάχες, εκείνη του Μαΐου και εκείνης του Ιουνίου, φρόντισε να αντικαταστήσει σχεδόν όλους τους υποψήφιους βουλευτές του κόμματος της που πρώτευσαν στις εκλογικές περιφέρειες που υπάρχει πιθανότητα να βγάλει κοινοβουλευτικές έδρες, με άτομα από το στενό της περιβάλλον και τα οποία δεν τίμησαν οι πολίτες με σταυρό προτίμησης.
Όσοι «εκτοπίστηκαν» προχώρησαν σε βαρύτατες καταγγελίες εναντίον της, κατηγορώντας τη για «βόλεμα κολλητών» και νεποτισμό. Η ίδια ισχυρίστηκε ότι ήταν δικαίωμά της να καταρτίσει τις λίστες όπως έκρινε, χωρίς να εξηγεί επαρκώς γιατί παρέκαμψε τη λαϊκή βούληση, παραλληλίζοντας τον εαυτό της με προπονητή ομάδας.
Την ίδια στιγμή, έχει αλλάξει εντελώς εικόνα και λόγο. Από την καταγγελτική πολιτική, πέρασε στο «κίνημα της αγάπης», που υποστηρίζει ότι εκπροσωπεί, μοιράζοντας καρδούλες. Έτσι, δεν μας προκαλεί καμία εντύπωση η επιλογή του Δημήτρη Κουτσούμπα να την τρολάρει, σχηματίζοντας και αυτός μια καρδούλα με τα χέρια του -με σαφή ειρωνική διάθεση- σε πρόσφατη ομιλία του στην Πάτρα.
Εκτός, όμως, από την ειρωνεία, ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ έθεσε και ένα σοβαρό ερώτημα. «Μα καλά, δεν προκαλεί προβληματισμό σε οποιονδήποτε λογικό άνθρωπο για παράδειγμα η υπέρμετρη προβολή της κ. Κωνσταντοπούλου; Τι έγινε ξαφνικά; Τελειώνουν τα ριάλιτι και είπαν να ασχοληθούν με το κίνημα δήθεν της αγάπης; Έχει και η κοροϊδία τα όριά της!», αναρωτήθηκε.
Και η αλήθεια είναι ότι η κ.Κωνσταντοπούλου έχει κερδίσει πολύ περισσότερο τηλεοπτικό χρόνο από όσο αντιστοιχεί στο ποσοστό που κέρδισε κατά τις πρόσφατες εκλογές. Προφανώς, κάποιοι τηλεοπτικοί σταθμοί έχουν τις αδυναμίες τους…
Το σημαντικό, όμως, είναι ότι από το στόμα της δεν έχει ακουστεί κάποια σοβαρή πολιτική τοποθέτηση. Μόνο αοριστίες περί «μαχητικής αντιπολίτευσης», χωρίς όμως να εξηγεί τις βασικές της θέσεις για τα προβλήματα των πολιτών, γεγονός που θα πρέπει να επισημανθεί.