Η ομοσπονδιακή εισαγγελία της Ελβετίας ξεκίνησε έρευνα για την εξαγορά, με την υποστήριξη του κράτους, της Credit Suisse από τον όμιλο UBS, ανέφεραν σήμερα οι Financial Times.
Η εισαγγελία της Βέρνης εξετάζει ενδεχόμενες παραβάσεις του ελβετικού ποινικού κώδικα από κυβερνητικούς αξιωματούχους, ρυθμιστικές αρχές και στελέχη στις δύο τράπεζες, που συμφώνησαν για την επείγουσα συγχώνευση τον περασμένο μήνα, ανέφερε η εφημερίδα, η οποία επικαλείται την αρχή.
Υπήρξαν «πολλές διαστάσεις γεγονότων γύρω από την Credit Suisse» που απαιτούσαν έρευνα και έπρεπε να αναλυθούν προκειμένου να «ταυτοποιηθούν ενδεχόμενα αδικήματα που θα μπορούσαν να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα» της δικαιοσύνης, σύμφωνα με το ρεπορτάζ.
Τον περασμένο μήνα, η UBS απέκτησε την αντίπαλη Credit Swisse σε μια συμφωνία αξίας τριών δισεκατομμυρίων ελβετικών φράγκων (3,3 δισεκατομμύρια δολάρια).
«Kοράκια» στις ΗΠΑ ετοιμάζουν μήνυση κατά της Ελβετίας επειδή έσωσε την Credit Suisse
Την ίδια ώρα τα «οικονομικά κοράκια» εξ Αμερικής, εμφανίζονται δυσαρεστημένα με τις κινήσεις της ελβετικής κυβέρνησης, η οποία «έθαψε» την ευκαιρία τους να θησαυρίσουν από την τραπεζική κρίση.
Όπως σημειώνει δημοσίευμα των Financial Times, Αμερικανοί επενδυτές προβληματικών χρεών και εταιρικοί δικηγόροι, ετοιμάζονται να πολεμήσουν την ελβετική κυβέρνηση για την απόφασή της να απομειώσει ομόλογα της Credit Suisse ύψους 17 δισ. δολαρίων στο πλαίσιο του γάμου της τράπεζας με την UBS.
Η Ελβετία προκάλεσε την οργή των επενδυτών ομολόγων όταν η κυβέρνηση χρησιμοποίησε ένα έκτακτο διάταγμα για να μηδενίσει τα ομόλογα, ενώ παράλληλα ενορχήστρωσε μια συμφωνία όπου η UBS θα πληρώσει 3,25 δισ. δολάρια στους μετόχους. «Με την εξαγορά της Credit Suisse από τη UBS βρέθηκε λύση ώστε να διασφαλιστεί η οικονομική σταθερότητα και να προστατευθεί η ελβετική οικονομία σε αυτή την εξαιρετική κατάσταση», επεσήμανε η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας.
Τι είναι τα ομόλογα χρέους της Credit Suisse στα οποία πόνταραν τα «κοράκια»
Τα ομόλογα AT1 είναι μια κατηγορία χρέους που έχει σχεδιαστεί για να αναλαμβάνει ζημίες όταν τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν προβλήματα. Τα ομόλογα δημιουργήθηκαν μετά την Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση ως μέσο εκτροπής του κινδύνου κρίσης μακρυά από τους φορολογούμενους. Η υποτίμηση της Credit Suisse αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη απώλεια που έχει προκληθεί ποτέ στους επενδυτές ομολόγων AT1 από την έναρξή τους.
Στην περίπτωση της Credit Suisse, ωστόσο, οι επενδύσεις των κατόχων AT1 διαγράφηκαν, ενώ οι κοινοί μέτοχοι θα λάβουν πληρωμή από τη συμφωνία. Διάφορες ρυθμιστικές αρχές της ΕΕ πήραν αποστάσεις από την απόφαση της Ελβετικής Κεντρικής Τράπεζας να εξαλείψει την αξία των κατόχων ομολόγων AT1 της Credit Suisse. Η Ελβετία δεν αποτελεί μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνεπώς δεν υπόκειται στους κανονισμούς του μπλοκ. Αλλά κάποια ζημιά μπορεί να έχει ήδη γίνει και να επηρεάσει την ευρύτερη διάθεση των επενδυτών.
«Εάν αυτό αφεθεί να ισχύει, πώς μπορείτε να εμπιστευτείτε οποιοδήποτε χρεόγραφο που εκδίδεται στην Ελβετία, ή για το θέμα αυτό ευρύτερα στην Ευρώπη, εάν οι κυβερνήσεις μπορούν να αλλάζουν τους νόμους εκ των υστέρων», δήλωσε στους Financial Times ο Ντέιβιτντ Τέπερ, ο δισεκατομμυριούχος ιδρυτής της Appaloosa Management. «Οι συμβάσεις γίνονται για να τηρούνται».
Ο Τέπερ, όπως σημειώνει το δημοσίευμα, συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο επιτυχημένων επενδυτών σε προβληματικές χρηματοπιστωτικές εταιρείες, ενώ είναι γνωστό ότι κέρδισε δισεκατομμύρια δολάρια από ένα στοίχημα του 2009 ότι οι αμερικανικές τράπεζες δεν θα κρατικοποιούνταν κατά τη διάρκεια της τελευταίας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η Appaloosa είχε αγοράσει μια σειρά από senior και junior χρέη της Credit Suisse καθώς η τράπεζα βυθίστηκε στο χάος.
Ορισμένα funds έχουν αγοράσει έκθεση χρέους προκειμένου να προετοιμαστούν για τη νομική μάχη. Η Goldman Sachs, πρωταγωνίστρια στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, πάνω στην οποία θησαύρησαν οι εν λόγω επενδυτές, είναι μία από τις τράπεζες που διευκολύνουν τη διαπραγμάτευση των απαιτήσεων και έχει προσφέρει τιμές σε μονοψήφιο αριθμό σεντς του δολαρίου.
Η δικηγορική εταιρεία Quinn Emanuel Urquhart & Sullivan, με έδρα την Καλιφόρνια, ανακοίνωσε τη Δευτέρα ότι συγκέντρωσε μια «ομάδα δικηγόρων από την Ελβετία, τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο», μετά τη συμφωνία διάσωσης.
Μηδενίστηκαν τα ομόλογα χρέους της Credit Suisse
Τα ομόλογα AT1 της Credit Suisse άρχισαν να βυθίζονται την περασμένη εβδομάδα, αφού ο μεγαλύτερος επενδυτής της απέκλεισε την παροχή περισσότερων κεφαλαίων και πλούσιοι πελάτες απέσυραν καταθέσεις ύψους 35 δισ. ελβετικών φράγκων.
Τα παγκόσμια distressed funds είδαν μια ευκαιρία και αγόρασαν μερικά από τα πιο ριψοκίνδυνα χρεόγραφα, ποντάροντας στο ότι η κυβέρνηση δεν θα άφηνε τον δεύτερο μεγαλύτερο δανειστή της να καταρρεύσει και αντ’ αυτού θα κανόνιζε μια συγχώνευση με την ανταγωνίστριά της, την UBS.
Ενώ οι όροι των ομολόγων AT1 της Credit Suisse προειδοποιούσαν ότι οι ελβετικές ρυθμιστικές αρχές «ενδέχεται να μην υποχρεούνται να ακολουθήσουν οποιαδήποτε σειρά προτεραιότητας» – αρκετοί επενδυτές και αναλυτές υποστήριξαν ότι δεν πληρούνται οι συμβατικοί όροι για την απομείωση των ομολόγων.
Τι σημαίνει η συγχώνευση των δύο τραπεζών – UBS και Credit Suisse
Ο συνδυασμός των δύο τραπεζών θα αποτελέσει τον μεγαλύτερο παίκτη στη Νοτιοανατολική Ασία καθώς και στη Μέση Ανατολή, και ένας από τους κορυφαίους διαχειριστές στη Λατινική Αμερική, βοηθούμενος από το τμήμα Βραζιλίας της Credit Suisse.
Ωστόσο, η συμφωνία θα έχει μικρό όφελος για τη φιλοδοξία της UBS να αναπτυχθεί στις ΗΠΑ, αφού η Credit Suisse αποχώρησε από την αγορά το 2015.
Η «νέα» τράπεζα θα μπορούσε να χάσει ορισμένους πελάτες, σημειώνουν επίσης αναλυτές, οι οποίοι είναι πελάτες και των δύο χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και θα ήθελαν να διαφοροποιήσουν τις τραπεζικές τους σχέσεις.
Οι αναλυτές της JPMorgan προβλέπουν ότι το νέο σχήμα θα είναι πιο επιρρεπές σε αναλήψεις από πολύ πλούσιους πελάτες – οι οποίοι αποτελούν το 55% των περιουσιακών στοιχείων και στις δύο τράπεζες – καθώς και σε αλληλεπικαλυπτόμενους πελάτες στην Ασία και την Ελβετία.
Παράλληλα, ο συνδυασμός της δραστηριότητας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων 1,1 τρισεκατομμυρίων δολαρίων της UBS με τα 400 δισ. δολάρια της Credit Suisse θα δημιουργούσε τον τρίτο μεγαλύτερο διαχειριστή περιουσιακών στοιχείων στην Ευρώπη.