Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Κριστίν Λαγκάρντ παρέθεσε συνέντευξη Τύπου λίγη ώρα μετά τις ανακοινώσεις για αύξηση του βασικού της επιτοκίου κατά 0,75% λόγω πληθωρισμού.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προβλέπει επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας στο τελευταίο τρίμηνο του έτους και υποχώρηση της ανάπτυξης για τα επόμενα δύο χρόνια.
Ταυτόχρονα οι αναθεωρημένες προβλέψεις της ΕΚΤ ανεβάζουν σημαντικά τον πήχη του πληθωρισμού τόσο για φέτος όσο και για την επόμενη χρονιά, ενώ θα κινείται εκτός στόχου ακόμη και το 2024!
Υπό το βάρος των προβλέψεων αυτών οι κεντρικοί τραπεζίτες που μετέχουν στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισαν ομόφωνα, όπως απεκάλυψε η Πρόεδρος της Κριστίν Λαγκάρντ κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, την αύξηση των επιτοκίων κατά 0,75%.
Αναιμική η ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας για τα επόμενα 2 χρόνια
Όπως προκύπτει από τις αναθεωρημένες προβλέψεις των οικονομολόγων της ΕΚΤ η ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας θα είναι αναιμική για τα επόμενα δύο χρόνια. Για φέτος το ΑΕΠ προβλέπεται ν’ αυξηθεί κατά 3,1% – κυρίως χάρη στις εξαιρετικές επιδόσεις των δύο πρώτων τριμήνων – ωστόσο για το 2023 ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ προβλέπεται να υποχωρήσει στο 0,9% (από 2,1% που ήταν η πρόβλεψη του Ιουνίου) και το 2024 στο 1,9% από 2,1%.
Όπως διευκρίνισε η Κριστίν Λαγκάρντ η οικονομία της ζώνης του ευρώ αναπτύχθηκε κατά 0,8% το δεύτερο τρίμηνο του 2022, κυρίως λόγω των ισχυρών καταναλωτικών δαπανών και των δαπανών εστίασης και τουρισμού ως αποτέλεσμα της άρσης των περιορισμών που σχετίζονται με την πανδημία. Το καλοκαίρι, καθώς οι άνθρωποι ταξίδευαν περισσότερο, ωφελήθηκαν ιδιαίτερα οι χώρες με μεγάλους τουριστικούς τομείς. Ταυτόχρονα, όμως οι επιχειρήσεις δέχθηκαν ισχυρές πιέσεις εξαιτίας του υψηλού ενεργειακού κόστους και των συνεχιζόμενων προβλημάτων στον εφοδιασμό, αν και τα προβλήματα αυτά μειώνονται σταδιακά.
ΕΚΤ: Οι τέσσερις λόγοι που επιβραδύνεται οικονομία
Όμως, ενώ ο ανεπτυγμένος τουρισμός υποστηρίζει την οικονομική ανάπτυξη κατά το τρίτο τρίμηνο, η ΕΚΤ αναμένει ότι η οικονομία θα επιβραδυνθεί σημαντικά στο υπόλοιπο του τρέχοντος έτους. Υπάρχουν τέσσερις κύριοι λόγοι πίσω από αυτό. Πρώτον, ο υψηλός πληθωρισμός περιορίζει τις δαπάνες και την παραγωγή σε ολόκληρη την οικονομία, ενώ οι συνθήκες αυτές επιδεινώνονται εξαιτίας των διακοπών που εμφανίζονται στην τροφοδοσία φυσικού αερίου.
Δεύτερον, η ισχυρή ανάκαμψη της ζήτησης για υπηρεσίες που ακολούθησε το άνοιγμα της οικονομίας θα χάσει τη δυναμική τους τους επόμενους μήνες. Τρίτον, η αποδυνάμωση της παγκόσμιας ζήτησης, επίσης στο πλαίσιο της αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής σε πολλές μεγάλες οικονομίες, και η επιδείνωση των όρων εμπορίου θα σημαίνουν λιγότερη στήριξη για την οικονομία της ζώνης του ευρώ. Τέταρτον, η αβεβαιότητα παραμένει υψηλή και η εμπιστοσύνη πέφτει απότομα.
Στο μέτωπο του πληθωρισμού οι αναθεωρημένες προβλέψεις ανεβάζουν τον Δείκτης Τριμών Καταναλωτή στο 8,1% για φέτος από το 5,1% που ήταν η πρόβλεψη του περασμένου Μαρτίου και 6,8% του Ιουνίου. Για το 2023 ο πληθωρισμός εκτιμάται πλέον ότι θα κινηθεί στο 5,5% από 3,5% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη, (2,1% ήταν η πρόβλεψη του Μαρτίου, ενώ προβλέπεται ότι θα παραμείνει πάνω από τον στόχο του 2%, και συγκεκριμένα στο 2,3% το 2023.
Υπό το πρίσμα των παραπάνω όπως ανέφερε η Κρ. Λαγκάρντ η ΕΚΤ απεφάσισε την αύξηση των επιτοκίων κατά 0,75%. Συμπληρώνοντας ότι θα υπάρξουν περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων επειδή ο πληθωρισμός θα παραμένει πολύ υψηλός και είναι πιθανό να παραμείνει πάνω από τον στόχο του 2% για μεγάλο χρονικό διάστημα.
ΕΚΤ: Ιστορική αύξηση του επιτοκίου κατά 0,75%
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) προχώρησε το μεσημέρι της Πέμπτης σε μια γενναία αύξηση του βασικού της επιτοκίου κατά 0,75%.
Έτσι, πλέον, το βασικό επιτόκιο από 0,5% διαμορφώνεται στο 1,25%. Σημειώνεται ότι οι περισσότεροι αναλυτές προεξοφλούσαν μία αύξηση του βασικού επιτοκίου κατά 0,75%, μετά την νέα άνοδο που παρουσίασε ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη.
Παρά ταύτα αρκετά μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ είχαν υποστηρίξει με δηλώσεις τους, ότι θα ήταν πιο ενδεδειγμένο να ακολουθηθεί μία λιγότερο επιθετική πολιτική στο μέτωπο των επιτοκίων με μικρότερες αυξήσεις.