Την Μαίρη — ας τη λέμε έτσι, αφού δεν θέλει να αποκαλυφθεί το αληθινό της όνομα — τη γνωρίζω από τότε που ήμασταν ακόμη κορίτσια.
Πάντα με γοήτευε ο χαρακτήρας της. Ήταν ευφυής, ετοιμόλογη, είχε εσωτερική δύναμη. Αυτά τα χαρακτηριστικά τα εκτιμώ βαθιά στους ανθρώπους και η άποψή της με ενδιέφερε πάντα. Την εμπιστευόμουν.
Η ζωή μάς έφερε να περνάμε τα καλοκαίρια μας στο ίδιο μέρος. Η Μαίρη είναι πια μητέρα δύο αγοριών — υπέροχα παιδιά, που η ίδια μεγαλώνει με αγάπη και πυγμή. Συχνά της ζητώ συμβουλές, μιας και τα δικά της παιδιά είναι μεγαλύτερα από το δικό μου και έχει αποκομίσει εμπειρίες που εγώ ακόμη δεν έχω ζήσει. Και όπως τότε, έτσι και τώρα, την εμπιστεύομαι.
Ένα πρωινό, λοιπόν, καθόμασταν παρέα στη θάλασσα. Η κουβέντα μας, όπως πάντα, ξεκίνησε ανάλαφρα, ήλιος, καλοκαίρι, παιδιά, και κάπου εκεί, μοιράστηκα μαζί της τον προβληματισμό μου. Ο μικρός μου, ο Ραφαέλλο, περνάει σε άλλο επίπεδο, θα ξεκινήσει φέτος το προνήπιο, και αναρωτιόμουν πώς είναι σήμερα τα σχολεία, οι δάσκαλοι, το σύστημα…
Και τότε, μου εκμυστηρεύτηκε κάτι που με σάστισε…
«Ο δάσκαλος του μικρού μου παιδιού υπήρξε κακοποιητικός».
Την κοίταξα σοκαρισμένη.
«Τι εννοείς; Και οι γονείς; Δεν αντιδράσατε; Το επιτρέψατε; Σήμερα, το 2025, υπάρχουν ακόμη κακοποιητικοί δάσκαλοι μέσα στις τάξεις; Πώς γίνεται αυτό;» Όλες οι ερωτήσεις μαζί, ήμουν έντρομη.
Δεν μπορούσα να το χωρέσω στο μυαλό μου. Ένιωσα θυμό και φόβο. Μα καθώς άρχισε να μου αφηγείται την ιστορία, ένιωσα και κάτι ακόμα, μια βαθιά θλίψη με πλημμύρισε.
Αυτή είναι η ιστορία της Μαίρης με δικά της λόγια
Είμαι μαμά δύο αγοριών. Ο ένας θα πάει στη Β’ Γυμνασίου και ο άλλος στην ΣΤ’ Δημοτικού. Ο μικρός την περασμένη χρονιά φοιτούσε στην Ε’ Δημοτικού.
Στην πρώτη συνάντηση που έγινε για τον μικρό στις αρχές της σχολικής χρονιάς, ο δάσκαλος μας εντυπωσίασε πραγματικά. Μας φάνηκε εξαιρετικός. Η εμφάνισή του, το χαμόγελο του, το καθαρό ντύσιμο του, σε συνδυασμό με τα όμορφα λόγια που μας είπε, τους στόχους του για τα παιδιά μας, ήταν απολύτως καθησυχαστικά, και πίστεψα ότι ο γιος μου θα βρίσκεται σε εξαιρετικά χέρια.
Δυστυχώς, είχα παραπλανηθεί.
Τον Νοέμβριο, ζήτησε από τους γονείς συνάντηση και μας είπε ότι υπάρχουν παιδιά στο τμήμα που έχουν θέματα, είναι ανήσυχα και κάνουν πολύ φασαρία. Μας δήλωσε αυστηρά ότι δεν αντέχει άλλο, και μάλιστα είπε αυτολεξεί ότι «έχει μάθει να κρύβει τα σκατά κάτω από το χαλάκι» και ότι πλέον δεν μπορεί να το κάνει άλλο. Οι γονείς έπρεπε, είπε, να ξέρουν την αλήθεια, γιατί εκείνοι φταίνε και πρέπει να «μαζέψουν τα παιδιά τους».
Ο συγκεκριμένος δάσκαλος δεν είχε καμία σχέση με τον ευγενικό εκπαιδευτικό που είχα γνωρίσει στην πρώτη συνάντηση. Τώρα μπροστά μου είχα έναν ενήλικα οργισμένο, με ξεκάθαρα θέματα διαχείρισης θυμού – και ποιος ξέρει τι άλλο. Είχα μείνει άναυδη. Τον ρώτησα χωρίς περιστροφές:
«Εσείς πώς διαχειρίζεστε αυτά τα παιδιά;»
Και μου απάντησε – μπροστά σε όλους τους γονείς μάλιστα:
«Κάποιες φορές δεν δίνω σημασία, κάποιες φορές βρίζω, κι άλλες φορές πετάω το βιβλίο στον τοίχο και τα θρανία κάτω».
Οι περισσότεροι γονείς συμφωνούσαν μαζί του και κουνούσαν το κεφάλι τους επιδοκιμαστικά. Είχα σοκαριστεί από την αντίδραση των υπολοίπων γονιών.
Του είπα επίσης:
«Αφού, όπως λέτε, υπάρχει ήδη βία και παραβατική συμπεριφορά στην τάξη, γιατί εσείς αντιδράτε έτσι και γιατί παίζετε βίαια παιχνίδια μαζί τους, ενισχύοντας έτσι την αντίδρασή τους;»
Τα ήξερα αυτά γιατί ο γιος μου μου είχε μιλήσει για όσα συνέβαιναν στην τάξη. Του εξήγησα ότι με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται ένταση και αντίδραση στα παιδιά, και τον ρώτησα αν το αντιλαμβάνεται.
Η απάντησή του ήταν:
«Είναι μόνο ένα παιχνίδι». Κανείς γονιός δεν αντέδρασε.
Επιπλέον, μας είπε ότι τα παιδιά μας τζογάρουν. Έμαθα ότι στο μάθημα των πιθανοτήτων παίζουν παρέα με δάσκαλο μπαρμπούτι, και τον ρώτησα ευθέως. Μου απάντησε:
«Είναι τρόπος διδασκαλίας. Άμα κερδίσω εγώ, μου δίνουν τα ευρώ τους. Άμα κερδίσουν εκείνα, τους δίνω εγώ τα δικά μου».
Την επόμενη μέρα πήγα στο σχολείο και μίλησα στη διευθύντρια. Σε κάποιο σημείο έπιασα τον εαυτό μου να φωνάζει, βλέποντας την απαθή στάση της.
Από τον Ιανουάριο ο δάσκαλος βρήκε νέους τρόπους “εκπαίδευσης”, άρχισε να τσιμπάει στον αυχένα τα παιδιά για να κάνουν ησυχία, έβριζε, τα έπιανε από τα χέρια και τα τραβούσε. Ένας πατέρας πήγε στην Πρωτοβάθμια και στο ΚΕΔΑΣΥ και έκανε καταγγελία. Ήρθαν από το ΚΕΔΑΣΥ στην τάξη και, όπως διαπίστωσαν, υπήρχαν προβλήματα από πλευράς παιδιών, αλλά επίσης διαπιστώθηκε πως ο δάσκαλος ήταν ακατάλληλος. Κι όμως, δεν έγινε τίποτα, πέρα από κάποιες –φαντάζομαι– τυπικές συστάσεις. Δεν τον μετακινούσε κανείς από την οργανική του θέση.
Προς τα μέσα Μαΐου είπε στα παιδιά:
«Οι γονείς σας είναι προβληματικοί».
Το παιδί μου ήταν ταραγμένο. Ήρθε στο σπίτι κλαίγοντας. Τον ηρέμησα και αμέσως πήγα στη διευθύντρια. Άκρη, φυσικά, δεν βγήκε. Της είπα:
«Έχει δίκιο ο δάσκαλος που μας είπε προβληματικούς. Γιατί θα έπρεπε όλοι οι γονείς να έχουμε συσπειρωθεί και να κινηθούμε νομικά».
Ήμουν απελπισμένη. Ήξερα ότι αυτός ο δάσκαλος δεν μπορούσε να είναι δάσκαλος του παιδιού μου και την επόμενη χρονιά. Έπρεπε να φύγει. Ο διευθυντής είναι υποχρεωμένος να προστατέψει τα παιδιά. Πιστεύω ότι ο δάσκαλος έχει ευθύνη για τα παιδιά και διαμορφώνει προσωπικότητες. Εκτιμώ και σέβομαι τους δασκάλους για το λειτούργημά τους, όμως ο συγκεκριμένος ήταν πραγματικά επικίνδυνος.
Ακόμα και στα ήρεμα παιδιά άφησε τραύμα με τη συμπεριφορά και τις φωνές του. Έβριζε τα ανήσυχα παιδιά και έτσι τα πυροδοτούσε να κάνουν φασαρία. Τα εξωθούσε στα άκρα. Νομίζω, τελικά, ότι αυτός ο δάσκαλος δεν μπορούσε να κάνει μάθημα, και έτσι η φασαρία ήταν ο μόνος τρόπος να “υπάρχει” μέσα στην τάξη. Έλεγε μάλιστα:
«Δεν μπορώ να διδάξω. Δεν με αφήνουν. Φέτος τα παιδιά σας δεν είχαν όρια».
Όμως, εκείνος δεν κατάφερε να βάλει όρια. Και η αλήθεια είναι ότι δεν τον σεβάστηκαν, γιατί φώναζε, χειρονομούσε, και τα έβριζε.
Ο ένας μου γιος είναι 13 χρονών, ο άλλος θα γίνει 11. Ποτέ δεν έχω ξαναδεί τέτοια αντιμετώπιση, τέτοια ακραία συμπεριφορά από δάσκαλο. Έβαλε συμμαθητή του γιου μου τιμωρία να μη βγει στο διάλειμμα, να κάτσει στην τάξη. Και 22 παιδιά –αγόρια και κορίτσια, ήρεμα και άτακτα– ενώθηκαν για την αδικία και ήθελαν να μείνουν μαζί του στο διάλειμμα μέσα. Ο δάσκαλος νευρίασε και πήγε όλο το τμήμα στο γραφείο.
Τα παιδιά αποφάσισαν να πάνε στον διευθυντή και να του πουν ευθέως ότι δεν θέλουν αυτόν τον δάσκαλο την επόμενη χρονιά, ότι δεν τους αξίζει αυτή η συμπεριφορά. Η διευθύντρια τους είπε ψυχρά:
«Θα δούμε τι θα γίνει του χρόνου».
Ούτε άκουσε, ούτε τους έδωσε σημασία. Πραγματικά, η ομαδικότητα του τμήματος ήταν συγκινητική.
Πίστευα πως όταν ένα παιδί περνά δύσκολα στο σπίτι του, το σχολείο το αγκαλιάζει και το φροντίζει. Φέτος κατάλαβα ότι τα παιδιά είναι τυχερά μόνο όταν πέσουν σε έναν καλό δάσκαλο. Όπως είχε την τύχη ο μεγάλος μου γιος που ποτέ δεν αντιμετώπισε κάποιο σοβαρό πρόβλημα με εκπαιδευτικό.
Δυστυχώς, όμως, κάποια παιδιά δεν στέκονται το ίδιο τυχερά.
Εμείς οι γονείς έχουμε ευθύνη. Όταν αντιληφθούμε το πρόβλημα, πρέπει να δράσουμε. Δεν έχουμε μεγάλη δύναμη για να αλλάξουμε την κατάσταση, αλλά αν συσπειρωθούμε, ίσως έχουμε κάποια ελπίδα.
Το κράτος οφείλει να περνά τους εκπαιδευτικούς από ψυχιατρική αξιολόγηση, γιατί ασχολούνται με παιδικές ψυχές. Αν μπορούν, ας πηγαίνουν και στο σπίτι τους να βλέπουν πώς ζουν. Μη κρυβόμαστε. Οι δάσκαλοι είναι άπειρες ώρες με τα παιδιά μας. Είναι δεύτεροι γονείς. Σε κάποιες περιπτώσεις, είναι περισσότερες ώρες με τα παιδιά από τους ίδιους τους γονείς.
Η ευχή μου είναι οι δάσκαλοι να αγαπάνε και να διαπαιδαγωγούν αυτά τα πλάσματα. Γιατί κάθε παιδί είναι ξεχωριστό και χρειάζεται ξεχωριστή μεταχείριση. Αν δεν μπορούν, ας μην γίνονται παιδαγωγοί.
Όταν η Μαίρη τελείωσε την αφήγησή της, έμεινα σιωπηλή, να σκέφτομαι τον δάσκαλο.
Τον φαντάστηκα νέο, γεμάτο όνειρα και προσδοκίες, να διορίζεται σ’ ένα σχολείο με την ελπίδα ότι θα κάνει τη διαφορά. Ότι θα βρεθεί σε ένα σύστημα όπου τα παιδιά διψούν για γνώση και φεύγουν κάθε απόγευμα από την τάξη του λίγο πιο ευτυχισμένα. Ίσως, πίστευε, να κατάφερνε να αλλάξει τον κόσμο μέσα από τα παιδιά που θα έβγαζε στην κοινωνία.
Μα τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα είχε φανταστεί. Κάτι μέσα του άρχισε να σπάει.
Και σιγά σιγά, άλλαξε.
Και τελικά, μεταλλάχθηκε σε αυτό που ίσως κάποτε μισούσε.
Ίσως ήταν τα παιδιά που έρχονταν από σπίτια δίχως φροντίδα. Ίσως τα χρόνια που πέρασαν μέσα στις τάξεις, οι φωνές, η εξάντληση, η αδιαφορία του συστήματος, ο πενιχρός μισθός, τα ανεπίλυτα προβλήματα. Ίσως όλα αυτά μαζί να σκότωσαν μέσα του τον δάσκαλο — και στη θέση του να άφησαν έναν οργισμένο άντρα, ακατάλληλο να σταθεί δίπλα σε παιδικές ψυχές.
Έγινε αυτός που οι γονείς καταγγέλλουν στο ΚΕΔΑΣΥ.
Έγινε ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο: κάποιοι γονείς τον υποστηρίζουν, χειροκροτούν τις απαρχαιωμένες, αυταρχικές του μεθόδους, ελπίζοντας ότι κάποιος επιτέλους θα «βάλει όρια» στα ανεξέλεγκτα παιδιά τους.
Κάποιοι άλλοι — εκείνοι που πιστεύουν στην αγάπη, στην επικοινωνία και στην παιδαγωγική — θέλουν να τον απομακρύνουν. Να μην τον ξαναδούν στην τάξη. Να μην ξαναβρεθεί μπροστά σε κανένα παιδί.
Και κάπου εδώ γεννιέται το ερώτημα:
Δεν θα έπρεπε οι εκπαιδευτικοί να περνούν από ψυχολογική αξιολόγηση; Δεν θα έπρεπε μια φορά τον χρόνο να εξετάζονται και να παίρνουν την κατάλληλη ψυχολογική βοήθεια αν την χρειάζονται;
Γιατί η πραγματικότητα είναι σκληρή. Η ζωή συχνά δεν μας φέρνει όπως θέλουμε. Η ψυχολογία μας διαλύεται. Τα όνειρα μας ακυρώνονται. Όμως ποιος κρατά τελικά τον έλεγχο όταν όλα γύρω καταρρέουν;
Λυπάμαι για τα παιδιά που έτυχε να είναι μαθητές του. Που κουβαλούν μια εμπειρία που δεν θα έπρεπε ποτέ να υπάρξει στο πλαίσιο της εκπαίδευσης.
Όμως, και δεν το λέω εύκολα, λυπάμαι και τον ίδιο.
Γιατί πιστεύω πως ακόμα και εκείνος θα μπορούσε να ήταν αλλιώς.
Τα συμπεράσματα, δικά σας.