Έχετε σκεφτεί ποτέ πώς θα ήταν αν εμείς, οι σύγχρονες γυναίκες, ζούσαμε όχι στο τώρα αλλά, ας πούμε, μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα;
Τότε που τα δικαιώματά μας ήταν ελάχιστα· δεν είχαμε δικαίωμα ψήφου, δεν μπορούσαμε να εργαστούμε, και αν δεν θέλαμε να παντρευτούμε ή να κάνουμε παιδιά, θα ήμασταν δακτυλοδεικτούμενες και θα μας χλεύαζαν… Και αν ακόμη ήμασταν παντρεμένες, στην ακραία περίπτωση του διαζυγίου από δική μας επιλογή ή ευθύνη, θα ήμασταν για πάντα στιγματισμένες και δεν θα είχαμε τη δυνατότητα να διεκδικήσουμε τίποτα…
Όλα αυτά υπήρξαν κάποτε πραγματικότητα. Είμαστε πολύ τυχερές που σήμερα, σε μεγάλο μέρος του κόσμου, οι γυναίκες απολαμβάνουν ίσα δικαιώματα με τους άντρες.
Αν δεν υπήρχε η Φρίντα φον Ρίχτχοφεν, δεν θα είχε γραφτεί ποτέ Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλι. Ο Λόρενς βάσισε όλο το έργο του στην προσωπικότητά της, μα και στον έρωτά τους, για να γράψει αυτό το – κατά τη γνώμη μου – συγκλονιστικό βιβλίο, το οποίο θεωρώ έτη φωτός μπροστά από την εποχή του, όχι μόνο ως προς τη θεματολογία, αλλά και ως προς τη φόρμα γραφής.
Και τώρα, ας πάμε στη Φρίντα φον Ρίχτχοφεν
Η Φρίντα γεννήθηκε το 1879 στη Γερμανία, μέλος της γνωστής και ευγενούς οικογένειας φον Ρίχτχοφεν. Μεγάλωσε σε αυστηρό, πειθαρχικό περιβάλλον· ωστόσο, ανέπτυξε από νωρίς μια αίσθηση εσωτερικής ελευθερίας και φιλοσοφικής αναζήτησης.
Παντρεύτηκε σε νεαρή ηλικία τον Έρνεστ Γουίκλεϊ, καθηγητή γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ, και απέκτησαν τρία παιδιά. Όμως η ζωή της ως συζύγου πανεπιστημιακού δεν της αρκούσε. Ένιωθε να ασφυκτιά – πνευματικά και ερωτικά. Η ανάγκη της για βαθύτερη επικοινωνία και πνευματική περιπέτεια την οδήγησε σ’ έναν νεαρό φοιτητή του συζύγου της — τον Ντ. Χ. Λόρενς.
Αυτό που χαρακτήρισε τη Φρίντα ήταν πως υπήρξε μια γυναίκα με αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, που διεκδίκησε τον εαυτό της με τρόπο ριζοσπαστικό για την εποχή της – κάτι για το οποίο, ακόμη και σήμερα, κατηγορείται και προκαλεί θυελλώδεις συζητήσεις.
Η γνωριμία με τον Λόρενς
Η Φρίντα, μέχρι και τη γνωριμία της με τον Λόρενς το 1912, ήταν υποδειγματική μητέρα. Αγαπούσε, στήριζε, έπαιζε ασταμάτητα και φρόντιζε τα παιδιά της με όλο της το είναι. Ήταν η ιδανική μαμά – το όνειρο κάθε παιδιού. Αν και είχε εξωσυζυγικές σχέσεις (ακόμα και με τον νονό της κόρης της), δεν της αρκούσε· ήθελε να ζήσει τη σεξουαλική και πνευματική απελευθέρωση στο απόλυτο.
Επηρεάστηκε από τη ζωή των αδελφών της στο Μόναχο, οι οποίες ήδη βίωναν μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα· είχαν ανοιχτούς γάμους, εραστές και παράλληλα ήταν αφιερωμένες στην κοινωνική απελευθέρωση των γυναικών, στα γράμματα και τις τέχνες. Η Φρίντα άρχισε να συγκρίνεται μαζί τους· ήθελε κι εκείνη μια αντίστοιχη ζωή και ένιωθε αδικημένη που έπρεπε να υποταχθεί.
Η σχέση με τον σύζυγό της ήταν απόμακρη. Εκείνος είχε γαλουχηθεί να είναι ψυχρός, δυσκολευόταν ακόμη και να την πάρει αγκαλιά ή να κάνουν σεξ χωρίς τις πιτζάμες τους. Δεν άκουγε τις βαθυστόχαστες σκέψεις της, δεν συζητούσαν. Όμως την αγαπούσε βαθιά και το έδειχνε με τον δικό του τρόπο – δούλευε συνεχώς για να μπορεί να προσφέρει σε εκείνη και τα παιδιά τους μια καλή ζωή. Όμως δεν κατανοούσε τις ανάγκες της· δεν μπορούσε να την καταλάβει.
Όταν η Φρίντα γνώρισε τον Λόρενς, η έλξη μεταξύ τους ήταν ακαριαία. Γοητευμένος, την πλησίασε όχι μόνο ως γυναίκα, αλλά και ως πνευματική συνοδοιπόρο. Για τη Φρίντα, ο Λόρενς δεν ήταν μόνο μια διέξοδος από τον γάμο της· μαζί του μπόρεσε να εκφράσει την αλήθεια της και να απελευθερώσει τον εαυτό της. Όταν αποφάσισε να τον ακολουθήσει, εγκατέλειψε τον άντρα της και τα τρία της παιδιά — μια πράξη αδιανόητη για τα ήθη της εποχής, αλλά ακόμα και για τη σημερινή κοινωνία, θα τονίσω.
Όμως δεν γράφω για να κρίνω τη Φρίντα – αν και διαβάζοντας τη βιογραφία της, η καρδιά μου κυριολεκτικά μάτωσε για τα τρία αυτά παιδιά. Συνεχώς παρακαλούσα να εγκαταλείψει τον Λόρενς και να επιστρέψει στα παιδιά της και στον γάμο της. Γιατί θεωρώ πως όταν μια γυναίκα παίρνει την απόφαση να γίνει μαμά, έχει χρέος να είναι πάντα δίπλα στα παιδιά της, με οποιοδήποτε προσωπικό κόστος…
Το σκάνδαλο, λοιπόν, ήταν τεράστιο, και η ίδια στιγματίστηκε κοινωνικά — όχι μόνο στη Βρετανία, αλλά και στη γενέτειρά της, τη Γερμανία.
Ο δεσμός της με τον Λόρενς χαρακτηρίστηκε από έντονο πάθος αλλά και συγκρούσεις. Οι δυο τους ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο, ζώντας μια νομαδική και μποέμικη ζωή σε αναζήτηση του «αληθινού πολιτισμού», μακριά από την αποξένωση της βιομηχανικής κοινωνίας. Το 1914 παντρεύτηκαν και η σχέση τους απέκτησε θεσμική μορφή – αλλά ποτέ δεν συμβιβάστηκε με την κανονικότητα.
Παρότι εγκατέλειψε συνειδητά τα παιδιά της για να είναι με τον Λόρενς, προσπάθησε να διεκδικήσει το δικαίωμα να τα βλέπει. Ο πρώτος σύζυγός της το απαγόρευσε και κινήθηκε νομικά. Φυσικά, το να κερδίσει αυτό το προνόμιο η Φρίντα ήταν σενάριο επιστημονικής φαντασίας· άλλωστε είχε κατηγορηθεί για μοιχεία, και κανένα δικαστήριο – ούτε της Αγγλίας, ούτε του κόσμου – δεν θα της έδινε αυτό το δικαίωμα εκείνα τα χρόνια.
Η απόφαση ήταν ξεκάθαρη: μετά τα 21 τους έτη, θα μπορούσαν, εάν το επιθυμούσαν, να έχουν σχέση με τη μητέρα τους.
Όμως οι σχέσεις τους δεν αποκαταστάθηκαν ποτέ – με εξαίρεση τη μικρότερη κόρη της, την Μπάρμπαρα, η οποία ήρθε αρκετά κοντά με τη μητέρα της.
Η Έλσα παρέμεινε πιστή στον πατέρα της μέχρι τον θάνατό του, έκανε οικογένεια και δεν μιλούσε ποτέ για τη μητέρα της. Την επισκέφτηκε μόνο μία φορά στην Ιταλία και της έγραφε σπάνια.
Ο γιος της, ο Μόντι – που κυριολεκτικά τη λάτρευε και τον λάτρευε, ήταν αυτοκόλλητοι μέχρι τα 12 του, όταν εκείνη εγκατέλειψε την οικογένεια – δεν ξεπέρασε ποτέ την εγκατάλειψη. Όμως μετά την ενηλικίωσή του αντάλλασσαν αλληλογραφία.
Ήταν αποκαρδιωτικό, όταν διάβαζα τη βιβλιογραφία, να σκέφτομαι τον αβάσταχτο πόνο του γιου της και την ελπίδα του να περιμένει κάθε μέρα να επιστρέψει η μητέρα του στο σπίτι τους — κάτι το οποίο δεν συνέβη ποτέ.
Εκείνη επέλεξε τον Λόρενς αντί των παιδιών της, γιατί, όπως έλεγε, εκείνος την είχε ανάγκη για να μπορέσει να υπάρξει – για να μπορέσει να γράψει. Δίχως τη Φρίντα, δεν θα μπορούσε να ζήσει· δεν θα μπορούσε να μεγαλουργήσει λογοτεχνικά και να αφήσει το στίγμα του. Κάτι το οποίο θεωρώ αληθές. Ναι, ο Λόρενς χρειαζόταν τη Φρίντα και δίχως εκείνη αμφιβάλλω αν θα κατάφερνε να μείνει στην ιστορία. Ήταν η πηγή έμπνευσής του και ο σημαντικότερος βοηθός του.
Όμως — γνώμη μου πάντα — είναι πολύ πιο σπουδαίο να μεγαλώνεις, να αγαπάς και να φροντίζεις τα παιδιά σου από οποιονδήποτε άλλο σκοπό. Τίποτα δεν συγκρίνεται με τη μητρότητα.
Η γυναίκα που ενέπνευσε τη Λαίδη Τσάτερλι
Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλι (1928) απαγορεύτηκε για δεκαετίες λόγω της τολμηρής σεξουαλικής του γραφής. Η ηρωίδα του βιβλίου, Κονστάνς Τσάτερλι, είναι μια γυναίκα παγιδευμένη σ’ έναν άγονο γάμο με έναν αριστοκράτη παραπληγικό, μέχρι που ανακαλύπτει τον έρωτα και τη σεξουαλική της απελευθέρωση στην αγκαλιά ενός κατώτερου κοινωνικά άνδρα, του θηροφύλακα Όλιβερ Μέλορς.
Όπως η ηρωίδα του Λόρενς, έτσι και η Φρίντα αναζήτησε την ερωτική αλήθεια που δεν περιορίζεται σε συμβάσεις ή κοινωνικές υποκρισίες.
Η Φρίντα ως ανεξάρτητη προσωπικότητα
Παρόλο που πολλές αναφορές στην ιστορία της περιορίζονται στον ρόλο της ως «μούσας» του Λόρενς, η Φρίντα υπήρξε και η ίδια μια βαθιά πνευματική προσωπικότητα. Είχε επηρεαστεί από τις ιδέες του Καρλ Γιούνγκ και από τον φιλοσοφικό αναρχισμό του Νίτσε, και συμμετείχε ενεργά στους στοχασμούς και τις συζητήσεις που διαμόρφωναν τα έργα του Λόρενς.
Επιπλέον, όπως αναφέρεται στη βιβλιογραφία, η Φρίντα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη γραφή, στη διόρθωση, στην επιμέλεια και στους τίτλους των βιβλίων του.
Μετά τον θάνατο του Λόρενς το 1930, εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη και παντρεύτηκε τον Ιταλό καλλιτέχνη Άντζελο Ραβάλι, διατηρώντας ωστόσο ζωντανή την κληρονομιά του Λόρενς και προωθώντας τη δημοσίευση των έργων του.
Υπήρξε ισχυρή παρουσία σε λογοτεχνικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής, και πολλοί που τη γνώρισαν τη χαρακτήρισαν «μαγνητική» και «ελεύθερη από κάθε υποκρισία».
Η Φρίντα πέθανε το 1956 στο Νέο Μεξικό, στο ράντσο που είχε φτιάξει με τον Λόρενς· ένα μέρος που αντανακλούσε την αγάπη τους για τη φύση και την απομάκρυνση από το αστικό τοπίο.
Αν και για χρόνια θεωρήθηκε απλώς ως η «γυναίκα πίσω από τον Λόρενς», η σύγχρονη κριτική την χαρακτηρίζει ως μια ανεξάρτητη γυναικεία φωνή που τόλμησε να ζήσει όπως ένιωθε, χωρίς να λογοδοτεί στα «πρέπει» της κοινωνίας.
Ως επίλογο, οι δικές της λέξεις…
Όπως καταθέτει η ίδια χρόνια αργότερα, ένιωθε εσωτερικά διχασμένη. Το να φύγει από τα παιδιά της δεν ήταν μια επιπόλαιη πράξη. Η μητρότητα δεν της ήταν αδιάφορη — όμως δεν μπορούσε πια να ανταποκριθεί σ’ αυτήν «νεκρωμένη» όπως ήταν μέσα στον γάμο της.
«Ήθελα να είμαι εκεί γι’ αυτά. Αλλά δεν υπήρχε πια “εγώ” να δώσω.»
«Το να χάσω αυτά τα παιδιά, αυτά τα παιδιά που είχα δώσει τη ζωή μου, ήταν ένα σκίσιμο που με διέλυσε.»
Όμως διερωτώμαι καθώς τελειώνω αυτό το κείμενο αφιερωμένο στη Φρίντα φον Ρίχτχοφεν…
Αν δεν υπήρχε η Φρίντα και τόσες ακόμα γυναίκες που διεκδίκησαν την ελευθερία τους και το δικαίωμα της επιλογής — με όποιο κόστος — και έμεναν υποταγμένες και με σκυμμένο το κεφάλι στην πατριαρχική κοινωνία που μας επέβαλαν, θα είχαμε φτάσει εμείς, οι σημερινές γυναίκες, να απολαμβάνουμε την ισότητα και να μπορούμε να επιλέγουμε και να διεκδικούμε τη ζωή που επιθυμούμε;
Οι σκέψεις, δικές σας…