Έφυγε από τη ζωή την Παρασκευή (10/02), σε ηλικία 86 ετών, ο βρετανός σκηνοθέτης Χιού Χάντσον, ο οποίος έγινε διάσημος με το βραβευμένο με Όσκαρ αριστούργημα «Δρόμοι της Φωτιάς» (Chariots of Fire).
O Χιού Χάντσον άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο του Λονδίνου, όπου νοσηλευόταν εξαιτίας πρόσφατης περιπέτειας της υγείας του, ανακοίνωσε η οικογένειά του.
Προτού ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, ο Χιού Χάντσον σκηνοθετούσε τηλεοπτικές διαφημίσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 σκηνοθέτησε ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στον Αργεντινό Χουάν Μανουέλ Φάντζιο, θρυλικό οδηγό αγώνων της Φόρμουλα 1.
Οι «Δρόμοι της Φωτιάς» ήταν η ιστορία της αντιπαλότητας μεταξύ δύο Βρετανών δρομέων, ο ένας Εβραίος και ο άλλος ευσεβής χριστιανός, που κορυφώθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924.
Ο Χάντσον ήταν υποψήφιος για Όσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας το 1982, και η ταινία κέρδισε τέσσερα Όσκαρ. Ο Χάντσον είχε φέρει τον φίλο του Βαγγέλη Παπαθανασίου στο πρότζεκτ, και ήταν ο Χιού Χάντσον που είχε την ιδέα για μια αναχρονιστική, ηλεκτρονική μουσική επένδυση. Μια ιδέα που χάρισε στον Έλληνα συνθέτη το βραβείο της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για τη μουσική του.
Ακούστε το βασικό θέμα της ταινίας και θα καταλάβετε:
Ο φανταστικός κύριος Χιού Χάντσον
Γεννημένος στο Λονδίνο και μεγαλωμένος εκεί, καθώς και στο Σρόπσαϊρ της Αγγλίας και στη Σκωτία, ο Χιού Χάντσον φοίτησε στο πανεπιστήμιο του Ήτον. Μετά την αποφοίτησή του υπηρέτησε την εθνική του θητεία στο Βασιλικό Σώμα Τεθωρακισμένων.
Μετά την απόλυσή του το 1960 επιμελήθηκε ντοκιμαντέρ και στη συνέχεια, μαζί με τους συνεργάτες του δημιούργησε μια εταιρεία για την παραγωγή ντοκιμαντέρ.
Ο Χιού Χάντσον ήταν πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τόκιο το 1995. Στο Φεστιβάλ των Καννών την προηγούμενη χρονιά, η ταινία είχε διαγωνιστεί για τον Χρυσό Φοίνικα.
Η ταινία «Δρόμοι της Φωτιάς» είχε σημαντική απήχηση στη Βρετανία, η οποία δεν έγινε αντιληπτή από το αμερικανικό κοινό. Όπως εξηγεί η ιστοσελίδα BFI Screenonline: «Η ταινία έγινε μία από τις πιο αμφιλεγόμενες βρετανικές ταινίες της δεκαετίας, θεωρούμενη από τους αριστερούς δημιουργούς της ως ριζοσπαστική καταγγελία του σνομπισμού και των προνομίων του κατεστημένου, αλλά οικειοποιούμενη από άλλους ως συντηρητικός ύμνος στις θατσερικές αξίες του ατομικισμού και της επιχειρηματικότητας».
Ο Χιού Χάντσον είχε κατάφερει κυριολεκτικά να κάνει θαύματα με τον προϋπολογισμό των 3 εκατομμυρίων βρετανικών λιρών για την ταινία, δεδομένου του κόστους που συνήθως συνδέεται με μια ταινία εποχής – και το φιλμ απέφερε εισπράξεις 58 εκατομμυρίων δολαρίων μόνο στις ΗΠΑ.
Η επιτυχία αυτή στις κινηματογραφικές αίθουσα, αλλά και τα 4 βραβεία Όσκαρ, άνοιξαν τον δρόμο για πιο ακριβές παραγωγές στον σκηνοθέτη.