Αν δεν σου τραβήξει την προσοχή το επίθετό του, θαρρείς και όλοι οι άνθρωποι με ταλέντο από την Πάτρα λέγονται Ζαχαράτοι, σίγουρα θα χαζέψεις στη θέα του τόσο έντονου γαλανού στη ματιά του. Ο Τίμος Ζαχαράτος μπήκε στη ζωή μας ένα πρωινό, πλάι στη Δανάη Μπάρκα και έκτοτε μαγειρεύει αγόγγυστα και καθημερινά με στόχο να αποδείξει σε όλους τους Έλληνες πως η μαγειρική «δεν θέλει κόπο», θέλει τρόπο.
Εκ πρώτης όψεως, σε μια τηλεόραση που συχνά μένει στα προφανή, βγάζει κανείς αβίαστα συμπεράσματα. Ένα όμορφο πρόσωπο, κάμποσα τατουάζ στο κορμί και όλα τα άλλα είναι λεπτομέρειες πίσω από την κουζίνα. Ευτυχώς, πολύ γρήγορα και από την κουβέντα, αντιλαμβάνομαι πως αυτή δεν είναι η αλήθεια για τον Τίμο Ζαχαράτο, αλλά και πως τίποτα δεν γίνεται τυχαία (ούτε τα άσχημα, ούτε τα ωραία!).
Ο μικρός Τίμος από το Δέντρο Φαρσάλων
Το ανήσυχο πιτσιρίκι που ξεροστάλιαζε στην πόρτα της κουζίνας της γιαγιάς του, στο Δέντρο Φαρσάλων, για να αρπάξει το περίβλημα της κολοκύθας που είχε μόλις ξύσει εκείνη για την πίτα της, πέρασε κυριολεκτικά από 40 κύματα για να βρεθεί εδώ που είναι σήμερα.
Αυτό το κέλυφος της γλυκιάς κολοκύθας που ο παππούς του το μετέτρεπε μαγικά σε τρακτεράκι ήταν και η αφορμή για να ξεκινήσει ένα ταξίδι με αμέτρητους προορισμούς για τον σεφ.
«Το τρακτέρ αυτό κάπου στην ανηφόρα χάλασε, αλλά όλες αυτές οι μυρωδιές μείναν σε μένα» θυμάται. Για εκείνον τα βιώματα, οι εικόνες που λαμβάνει ένα παιδί ως τα τέσσερα διαμορφώνουν καταλυτικά τον χαρακτήρα του.
«Εγώ επειδή ήμουν πάντα ανήσυχο παιδί στη ζωή μου, νομίζω ότι βρήκα τη γαλήνη μου στη μαγειρική πραγματικά» εξομολογείται.
Ο Τίμος Ζαχαράτος συνειδητοποιεί πως εδώ και πάνω από μια δεκαετία που έχει χωθεί για τα καλά στις κουζίνες δεν έχει συλλάβει τον εαυτό του να βαρυγγομεί. «Δεν υπήρξε ούτε ένα λεπτό στη ζωή μου που να κοίταξα να δω τι ώρα είναι» λέει.
Τα χρόνια στην πόλη του Φωτός
Χρειάστηκε να περάσει 10 Πρωτοχρονιές μακριά από τους δικούς του, συλλέγοντας εμπειρίες στη Μέκκα της γαστρονομίας, το Παρίσι, αλλά και στο Μονακό, το Σαν Σεμπαστιάν και την Κύπρο. «Ήμουν 11 χρόνια στο εξωτερικό, γύρισα τον τελευταίο χρόνο για την εκπομπή» μας λέει.
Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την πόλη του φωτός και ο Τίμος Ζαχαράτος μοιάζει να νιώθει ευλογημένος που πέρασε ένα σημαντικό μέρος της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής του ζωής εκεί.
«Η Γαλλία είναι για εμένα ότι καλύτερο βρέθηκε ποτέ στη ζωή μου» και περιγράφει πως χρειάστηκε να αφήσει όλα όσα γνώριζε ως εκείνη τη στιγμή πίσω στην Ελλάδα και να ξεκινήσει από το μηδέν.
«Όταν πάτησα το πόδι μου και μπήκα σε μια γαστρονομική κουζίνα στην αρχή, το πρώτο πράγμα που μου είπαν είναι “ξέχνα ότι ήξερες μέχρι τώρα και ξεκινάς από το μηδέν”» λέει σήμερα, ο Τίμος Ζαχαράτος
Ακολούθησαν συνεργασίες με fine dining εστιατόρια, οι πρώτες του επιχειρηματικές κινήσεις στην Κύπρο, όπου άνοιξε και το δικό του εστιατόριο στη Λεμεσό και η ιδέα να στήσει έναν ολόκληρο μηχανισμό που θα προσφέρει γνώσεις και υποστήριξη σε εστιατόρια και κουζίνες ξενοδοχείων.
Η απόφασή του να γυρίσει στην Ελλάδα
Ώσπου ο πολυτραγουδισμένος νόστος για την πατρίδα, η ανάγκη να βρίσκεται κοντά στους δικούς του και μια τηλεοπτική πρόταση, τον έφεραν πριν από έναν χρόνο, πίσω στην Ελλάδα και πλάι στη Δανάη Μπάρκα.
«Κάθε χρόνο που παίρνεις μια άδεια 7 ημέρες και γυρίζεις και βλέπεις και τα μαλλάκια λίγο πιο άσπρα (των δικών σου ανθρώπων), σε πιάνει κάτι» εκμυστηρεύεται για τους λόγους που τον έκαναν να γυρίσει. Άλλωστε είχε «συλλέξει» μπόλικες εμπειρίες σε αστεράτες κουζίνες.
Σήμερα, ετοιμάζεται να υποδεχτεί τους μάγειρες των εστιατορίων με τα οποία συνεργάζεται ανά την Ελλάδα (από την Αθήνα, ως τη Ρόδο και από την Αράχωβα ως τη Λευκάδα) σε έναν χώρο που μοιάζει με όνειρο που παίρνει σάρκα και οστά για εκείνον.
Μια στιγμή ορόσημο, τόσο σημαντική, που το ακούς στη φωνή του κάθε φορά που ο Τίμος Ζαχαράτος μιλάει για την επιχείρησή του, το Fine Dining. Με μια ολόκληρη ομάδα αναζητούν τους προμηθευτές, σχεδιάζουν το μενού, υπολογίζουν τα έξοδα σε μια απόλυτα ζυγισμένη αναλογία κόστους-ποιότητας και μαθαίνουν τους συνεργάτες τους πως θα φτιάξουν τα πιάτα των εστιατορίων τους από την αρχή.
«Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να δείξω στους άλλους» μου εξηγεί ο Τίμος Ζαχαράτος, τόσο για τις συνεργασίες του, όσο όμως και για τους ανθρώπους που δουλεύουν μαζί του και περιγράφει πως μέσα στην κουζίνα μέλημά του είναι όλοι να αισθάνονται χρήσιμοι και να αντιλαμβάνονται πως είναι απαραίτητοι.
«Θέλω όλοι να καταλαβαίνουν ότι είμαστε το ίδιο και ότι όταν κάποιος λείψει θα έχουμε όλοι πρόβλημα. Να ηγηθείς στην ορχήστρα, αλλά άμα δεν παίζει και η μπάντα δεν μπορείς να κάνεις τίποτα» μου εξηγεί, ο Τίμος Ζαχαράτος.
Ο Τίμος Ζαχαράτος και η τηλεόραση
Με ένα τόσο μεγαλεπήβολο όνειρο που, όπως λέει ο Τίμος Ζαχαράτος, το δουλεύει κάθε μέρα – βάζει ξυπνητήρι μια ώρα νωρίτερα κάθε πρωί για να προετοιμαστεί για τα επόμενα σχέδιά του – μου δημιουργήθηκε η απορία. Ποιος ο λόγος να βγει στο φακό;
«Εγώ στην εκπομπή πηγαίνω και μαγειρεύω, οπότε μεταλαμπαδεύω αυτό που αγαπάω τόσο» λέει χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη στιγμή.
«Κάτι που αγαπάω τόσο πολύ μπορώ να το μεταλαμπαδεύσω και να κάνω τη ζωή τους (εννοεί τους τηλεθεατές) και πιο εύκολη και πιο γευστική και να τους βοηθήσω να μην βλέπουν τα πράγματα τόσο δύσκολα ώστε να σηκωθούν να μαγειρέψουν» συμπληρώνει.
Άλλωστε, αυτή η αποστολή του Τίμου κρατάει χρόνια. Μας περιγράφει πως έχει πείσει ανθρώπους του περιβάλλοντός του πως δεν είναι δύσκολο να μαγειρέψει κανείς, αρκεί να ξέρει τον τρόπο. «Έχω τρανά παραδείγματα, φίλες μου, φίλους μου, θείες μου, θείους μου που μου λένε “πού να σηκωθώ εγώ τώρα να πάω να φτιάξω μουσακά”» λέει.
«Κι όταν εγώ τους δείχνω ότι είναι τόσο εύκολο, αν πάτε βήμα βήμα, τον άλλον τον εξιτάρει και λίγο. Κι όντως καταλαβαίνει ότι, ναι είναι εύκολο» υποστηρίζει ο Τίμος Ζαχαράτος.
Τίμος Ζαχαράτος, ο σεφ του «Πάμε Δανάη»
Άλλωστε, όπως εξηγεί το ίδιο έχει συμβεί και στο πλατό της εκπομπής, όπου δίνει συμβουλές μαγειρικής σε όλο το κτίριο.
Κάθε φορά που η Δέσποινα Καμπούρη έχει απορίες για το κέικ που θα φτιάξει του ζητάει συμβουλές, το ίδιο και ο Γιώργος Κρικοριάν που ανήκει στην κατηγορία των φιτ ανδρών. «Να σου πω τους έχω μάθει όλους» να μαγειρεύυν.
«Έχω μάθει τη Δανάη, έχω μάθει τον Γιώργο (Κρικοριάν), έμαθε ο Άρης (Καβατζίκης) να μαγειρεύει γεμιστά» μας λέει.
Γαλλία VS Ελλάδα
Έχοντας ζήσει για λίγο στη Γαλλία κι εγώ, πιάνουμε την κουβέντα για το παραμυθένιο Παρίσι αλλά και για τις συνήθειες των Γάλλων στο φαγητό.
«Οι Γάλλοι αυτό το χάρισμα που έχουν είναι πως σε αυτό που θα διαλέξουν να ασχοληθούν θα το κάνουν τέλειο» παρατηρεί ο Τίμος Ζαχαράτος, που ωστόσο σημειώνει πως η παραδοσιακή ελληνική κουζίνα δεν συγκρίνεται με καμιά.
«Πολύ πριν τον βιγκανισμό τα λαδερά που είχαμε εμείς σαν έννοια, δεν συγκρίνονταν με το εξωτερικό» λέει και αποδίδει το μεγαλείο της ελληνικής κουζίνας στην απλότητα των υλικών. Του ζητώ ένα παράδειγμα και «παίζοντας βρόμικα» ξεκινά να περιγράφει ένα πιάτο γεμιστά.
«Δες πόσο ωραίο χρώμα έχει σαν πιάτο, πόση γεύση ´χει χωρίς να χρειάζεται βούτυρα, κρέας, το ο, τιδήποτε για να το κάνεις νόστιμο. Πόσο ωραία πρώτη ύλη, πόσο ωραία θρεπτικά συστατικά και πόσο ιδιαίτερο φαγητό είναι» λέει, ο Τίμος Ζαχαράτος.
«Αυτό είναι η ελληνική κουζίνα, ναι μεν η απλότητα, αλλά υπάρχει έντονη γεύση από το σκόρδο, από το κρεμμύδι μας, από το καρότο, το ελαιόλαδο» προσθέτει.
Αν οι αισθήσεις ήταν ένα υλικό
Ζητήσαμε από τον Τίμο Ζαχαράτο να μας δώσει το πρώτο υλικό ή παρασκευή που του έρχεται στο μυαλό για κάθε μια από τις πέντε αισθήσεις. Γιατί το φαγητό, σε αντίθεση με όσα μπορεί να πιστεύει κανείς δεν είναι μόνο γεύση:
- Αφή – Αν μου πεις αφή θα σου πω την κρέμα πατισερί, έχει την καλύτερη αφή έβερ
- Όσφρηση – Θα έβαζα σίγουρα το ελαιόλαδο, δεν θα το άλλαζα με τίποτα
- Όραση – Θα έβαζα την κολοκύθα για ό, τι προανέφερα (αναφέρεται στην ιστορία με τη γιαγιά του)
- Ακοή – Θα έβαζα σίγουρα το μπέικον όταν πέφτει στο τηγάνι.
- Γεύση – Εντάξει, έχω μια αδυναμία που είναι το βούτυρο. Πεθαίνω για το αγελαδινό βούτυρο!