Καταδικάστηκαν, και σε δεύτερο βαθμό, έξι άτομα που έσκαψαν μία τρύπα 24 μέτρων σε διατηρητέο κτίριο στη Βέροια για να βρουν χρυσές λίρες.
Η υπόθεση αποκαλύφθηκε τον Σεπτέμβριο του 2018, ύστερα από συντονισμένη αστυνομική επιχείρηση στο σημείο της παράνομης ανασκαφής. Έκπληκτοι οι αστυνομικοί διαπίστωσαν ότι οι σύγχρονοι χρυσοθήρες είχαν ανοίξει μία τρύπα μήκους ενός μέτρου και είχαν σκάψει σε βάθος 24 μέτρων.
Ένας 74χρονος, κάτοικος της Βέροιας και εκ των κατηγορούμενων, «ενέπνευσε» τους υπόλοιπους να ψάξουν στο σημείο, ισχυριζόμενος ότι κάτω από το διατηρητέο κτίριο στην ιστορική συνοικία Κυριώτισσα ήταν κρυμμένα δύο κιβώτια με συνολικά 18.000 χρυσές λίρες.
Για να μπορέσουν να κάνουν την έρευνά τους, όσοι δεν ήταν κάτοικοι της περιοχής είχαν καταλύσει σε ένα ξενοδοχείο και σχεδόν καθημερινά εισέρχονταν στο ιστορικό κτίριο με επαγγελματικό εξοπλισμό, όπωςανιχνευτή μετάλλων, ηλεκτρικό κομπρεσέρ, σκεπάρνια, βενζινοκίνητη γεννήτρια, αντιασφυξιογόνες μάσκες κ.ά.
Ωστόσο, η ανασκαφή τους δεν καρποφόρησε, καθώς δεν βρήκαν ούτε αρχαιολογικό θησαυρό ούτε λίρες που αναζητούσαν, όπως τους απέδιδε το κατηγορητήριο.
Πρωτόδικα το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων καταδίκασε τον 74χρονο σε κάθειρξη 10 ετών (δικάστηκε ερήμην) και τους υπόλοιπους πέντε σε συνολική φυλάκιση 5 ετών (με αναγνώριση ελαφρυντικού).
Μειώθηκαν οι ποινές σε δεύτερο βαθμό
Η υπόθεση αναβίωσε σήμερα, Παρασκευή (23/2) στο Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, το οποίο μείωσε τις ποινές τους.
Οι δικαστές δέχθηκαν ότι επρόκειτο για παράνομη ανασκαφή, όχι όμως σε χαρακτηριζόμενο «αρχαιολογικό χώρο» και γι’ αυτόν τον λόγο τους αθώωσαν για την κακουργηματική πράξη που αντιμετώπιζαν. Αντίθετα, τους έκριναν ένοχους για τη χρήση ανιχνευτή μετάλλου και φθορά μνημείου (σε βαθμό πλημμελήματος).
Κατά συνέπεια, επέβαλε στον ηλικιωμένο εξαγοράσιμη ποινή φυλάκισης 4 ετών και στους 5 συγκατηγορούμενούς του 12μηνη φυλάκιση με 3ετή αναστολή.
Στις απολογίες τους ανέφεραν ότι έψαχναν μόνο για λίρες, τις οποίες θα μοιράζονταν, ενώ επικαλέστηκαν οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν εκείνη την περίοδο.
«Πήγαμε για ένα καλύτερο αύριο. Ξεκινούσαμε στις 6 το πρωί και φεύγαμε στις 8 το βράδυ» είπε χαρακτηριστικά ένας, ενώ άλλος απολογήθηκε ότι δεν είχαν ιδιαίτερες γνώσεις από ανασκαφές. «Χτυπούσε ο ανιχνευτής μετάλλων και κατεβαίναμε πιο κάτω» σημείωσε.
Νωρίτερα, αστυνομικός που συμμετείχε στις έρευνες, καταθέτοντας ως μάρτυρας, ανέφερε ότι «για μας ήταν μεγάλο σοκ όταν κατεβήκαμε κάτω», ενώ αρχαιολόγος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας τόνισε ότι «με την πίεση των χωμάτων», το διατηρητέο κτίριο υπέστη ζημιές στη στατικότητά του.