Καρέ-καρέ τις συνθήκες νοσηλείας της μικρής Τζωρτζίνας Δασκαλάκη στη ΜΕΘ του πανεπιστημιακού νοσοκομείου του Ρίου, όπου το παιδί εισήχθη μετά την ανακοπή που είχε υποστεί στο «Καραμανδάνειο» Νοσοκομείο, ξετυλίγει σήμερα με την κατάθεσή του στη δίκη της Ρούλας Πισπιρίγκου ο εντατικολόγος Ανδρέας Ηλιάδης.
Από την κατάθεσή του, η οποία συνεχίζεται, ξεχωρίζει η αναφορά του στο σύνδρομο «Μινχάουζεν δια αντιπροσώπου» που υποψιάστηκε για τη Ρούλα Πισπιρίγκου αλλά και η αντίδρασή της όταν της ζήτησε να δει ψυχίατρο. Μάλιστα, την ώρα που ο έμπειρος γιατρός μιλούσε για αυτό το σκέλος της υπόθεσης η κατηγορούμενη μητέρα είχε βγει εκτός αίθουσας.
Όπως αναφέρει το Lawandorder.gr, απαντώντας σε σχετική ερώτηση της έδρας για το συγκεκριμένο σύνδρομο ο κ. τόνισε ανέφερε μεταξύ άλλων: «Είναι ο φροντιστής του παιδιού που συνήθως κατά 99% είναι η μητέρα, η οποία έχει γνώσεις ιατρικές. Στη διαφορική διάγνωση το καμπανάκι που χτύπησε ήταν οι δυο αιφνίδιοι θάνατοι και η ανακοπή της Τζωρτζίνας. Η μάνα έχει γνώσεις νοσηλευτικής αρέσκεται να έχει γνώσεις σε αυτό τον τομέα. Συνήθως είναι άτομα που έχουν προβλήματα όσον αφορά στο ψυχικό τους κόσμο. Εγώ ήθελα προστατέψω το παιδί, γιατί είναι αυτό είναι κακοποίηση παιδιού. Οι φροντιστές κάνουν χωρίς να το καταλάβουν κακό στο παιδί και με συμπτώματα ασφυξίας».
Μάλιστα όπως είπε υπήρξαν συγκεκριμένα σημάδια που τον έκαναν να ταρακουνηθεί, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε.
«Το επόμενο που βήμα ήταν να μιλήσω με κάποιο φορέα. Απευθύνθηκα στην υπεύθυνη ιατροδικαστή του υπουργείου Δικαιοσύνης, στην κ. Τσιόλα με την οποία συνεργάζομαι χρόνια. Πήγα στον χώρο της και της εξέφρασα τους προβληματισμούς μου και ότι έπρεπε στη διαφορική μου διάγνωση να το βάλω», είπε ο μάρτυρας.
«Εκείνη ήρθε στον χώρο μας και είδε τη μικρή. Αυτή η διαταραχή (σύνδρομο Μινχάουζεν) έχει μια μεγάλη γκρίζα ζώνη μεταξύ ιατρικής και νομικής υπόστασης. Η κ. Τσιόλα μου συνέστησε ήταν να περιμένουμε να γίνει ο γονιδιακός έλεγχος. Δεν θα πω ότι λυτρώθηκα αλλά είπα αυτό που έπρεπε να πω. Ακόμη η κ. Τσιόλα μου είπε: ”Θέλω να είσαι κοντά στην οικογένεια”. Το επόμενο μου βήμα ήταν να ζητήσω τη βοήθεια της ψυχιατρικής κλινικής, μίλησα μαζί τους και ένιωσα ότι σαν τους είχα δώσει μια βόμβα. ”Καλύτερα να μιλήσεις με τον διευθυντή” μου είπαν». Του μίλησα, του είπα όλους τους προβληματισμούς μου, δυστυχώς όμως ένιωσαν ότι δεν υπήρχε τρόπος να βοηθηθώ, το μόνο που κατάφερα ήταν να μιλήσω με ένα ψυχίατρο βάρδιας που μας είπε να πάει η μητέρα στα έκτατα. Είπα στη μητέρα ότι υπήρχε ραντεβού και ότι πρέπει να πάει. Το αποτέλεσμα μάλλον δεν ήταν καλό γιατί την επόμενη ήρθαν οι γονείς και μου είπαν: «Κ. Ηλιάδη τι είναι αυτά; Ο κ. Δασκαλάκης είπε ο ότι ψυχίατρος ρωτούσε τη μητέρα αν είναι τρελή. Μου είπαν ότι δεν επιθυμούμε τέτοιου είδους παρεμβάσεις. Στεναχωρήθηκα».