Recently updated on October 14th, 2024 at 04:49 pm
Θα μπορούσε να υποδυθεί μία φαμ φατάλ, με ιδιαίτερη πειστικότητα, αν ήταν Αμερικάνα, αλλά ακόμη και στον ελληνικό κινηματογράφο, η Μαίρη Χρονοπούλου κατάφερε να είναι μία από τις ελάχιστες πρωταγωνίστριες που ερμήνευσε με επιτυχία δυναμικές γυναίκες – πολλές φορές μοιραίες.
Κατάφερε να γοητεύσει, χωρίς να διαθέτει την ξεχωριστή ομορφιά ή τις ελκυστικές καμπύλες, κάτι που πρέπει να της αναγνωριστεί, σε έναν χώρο που επικρατούσαν μονοδιάστατες έως και φαιδρές απόψεις για τις ελκυστικές πρωταγωνίστριες. Διέθετε, όμως, τη φινέτσα, το απαραίτητο ταμπεραμέντο και φυσικά το υποκριτικό ταλέντο, το οποίο δούλεψε, ακόμη περισσότερο στην ωριμότητά της, για να μην ξεμείνει με τις δάφνες ενός παρωχημένου σινεμά, όπως ήταν ο παλιός εμπορικός κινηματογράφος.
Ήταν η ηθοποιός, που διέπρεψε ως ντάμα, δίπλα σε σχεδόν όλους τους σημαντικούς και ωραίους πρωταγωνιστές του ελληνικού σινεμά, η μοιραία γυναίκα, σε ρόλους σύνθετους, αλλά ακόμη και στην απαιτητική κωμωδία, στην οποία κυριαρχούσε η μεγάλη μεταπολεμική γενιά των ανδρών συναδέλφων της.
Η τελευταία συνέντευξη της Μαίρης Χρονοπούλου στην εκπομπή της Ελένης Τσολάκη
Πριν μία εβδομάδα συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τον θάνατό της κι ενώ ακόμη είναι «ζεστά» τα πληκτρολόγια, τα δημοσιεύματα και οι εικασίες, για τον τρόπο που έχασε τη ζωή της και άλλα δικαστικής υφής ζητήματα. Όμως, υπάρχει και η προσφορά της στον χώρο του θεάματος, η καλλιτεχνική της αξία και η γενναία στάση ζωής που κράτησε μέχρι τέλους. Η «γοργόνα» του ελληνικού σινεμά, έζησε μια ζωή γεμάτη, με θριάμβους, καλές και κακές στιγμές, γνώρισε τον έρωτα από την καλή και την ανάποδη, ενώ τα δύσκολα καταπιεστικά παιδικά της χρόνια δεν την εμπόδισαν να φτάσει ψηλά, να γνωρίσει την αποθέωση, παρότι στο τέλος έπρεπε να παλέψει με την αναπηρία, έπειτα από ένα τροχαίο ατύχημα.
Η καταπιεστική μητέρα και η αγγελία του Ροντήρη
Βέρα Αθηναία, η Χρονοπούλου θα γεννηθεί στο Κολωνάκι, στις 16 Ιουλίου του 1933, μεγαλώνοντας σε ένα σπίτι γεμάτο γυναίκες και την καταπιεστική μητέρα της, καθώς ο πατέρας της τους εγκατέλειψε όταν εκείνη ήταν μόλις 8 χρόνων. Ασφυκτικά περιορισμένη από την αυστηρή και δεσποτική μητέρα της, αλλά και τη Γερμανίδα νταντά της, δεν θα καταφέρει να ακολουθήσει το όνειρό της, που ήταν να γίνει μπαλαρίνα. Θα βρει, όμως, την ευκαιρία να μπει στον χώρο του θεάματος, όταν θα ανακαλύψει μία αγγελία του Δημήτρη Ροντήρη, που ζητούσε ψηλά κορίτσια για τον χορό των αρχαίων τραγωδιών. Αυτή η μικρή αγγελία θα την οδηγήσει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού, ενώ ταυτόχρονα συμμετείχε σε παραστάσεις δίπλα στην Κατίνα Παξινού και τον Αλέξη Μινωτή.