Με ερημοποίηση κινδυνεύουν οι περιοχές στη νοτιοανατολική και ανατολική πλευρά του Πεντελικού όρους, οι οποίες έχουν καεί πολλές φορές τα τελευταία 30 χρόνια. Οι περιοχές που «βλέπουν» τη Νέα Μάκρη, τον Μαραθώνα, το Ντράφι, την Πεντέλη, τη Διώνη «είναι περιοχές που έχουν επηρεαστεί πάρα πολύ από συνεχείς φωτιές.
Πρόκειται για σημεία που είχαν αναγεννηθεί φυσικά την τελευταία 15ετία, βρίσκονταν δηλαδή στο όριο που ένα δάσος μπορεί να επιβιώσει και να καταφέρει να αναγεννηθεί και πάλι. Σε άλλες είχε γίνει τεχνητή αναδάσωση, μια διαδικασία δύσκολη, χρονοβόρα και ακριβή και τώρα μέσα σε 20 ώρες καταστράφηκαν τα πάντα», σημειώνει ο δασολόγος Νίκος Γεωργιάδης, πρόεδρος του χερσαίου προγράμματος της WWF Ελλάς.
Τα στοιχεία των πυρκαγιών που ξέσπασαν στην Αττική την τελευταία 30ετία δείχνουν ότι η ανατολική Αττική είναι μια περιοχή που έχει καεί ξανά και ξανά, με τα ονόματα των συνοικισμών να εμφανίζονται επανειλημμένα στα δελτία της πυροσβεστικής το 2007, το 2009 και μετά το 2016 και ξανά το 2018 και το 2021. Η αντιμετώπιση των πυρκαγιών στην Αττική σε συγκεκριμένες περιοχές μοιάζει σαν μια σισύφεια προσπάθεια, μια μάχη από την αρχή χαμένη.
Ο κ. Γεωργιάδης επισημαίνει ότι προφανώς οι συνθήκες ήταν ακραίες και η φωτιά κινήθηκε πάρα πολύ γρήγορα, διανύοντας 35 χιλιόμετρα σε λίγες ώρες. Ομως, «όταν αναδασώνεις μια περιοχή, πρέπει να μπορείς με κάποιον τρόπο να εξασφαλίσεις πως θα προστατέψεις την αναδάσωση. Είναι πολλά τα λεφτά και χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια από πολλούς ανθρώπους και όλα καταστρέφονται μέσα σε 10 ώρες», εξηγεί. «Η φωτιά αυτή είναι η ταφόπλακα για πολλά σημεία της ανατολικής Αττικής. Οταν ένα σημείο καίγεται τόσο συχνά, χάνεται έδαφος και η φύση χάνει τη δύναμή της, δεν μπορεί να στηρίξει νέα βλάστηση», τονίζει ο ίδιος. Οσον αφορά στα έργα πρόληψης, ο δασολόγος εξηγεί ότι δεν μπορεί τα έργα που γίνονται να σταματούν λόγω του υπερβάλλοντος ζήλου ανθρώπων, που δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο. «Οι άνθρωποι πρέπει να καταλάβουν ότι για να προστατέψεις ένα βουνό ίσως χρειαστεί να θυσιάσεις ένα τμήμα του πρασίνου. Οποτε γίνονται έργα, σ’ εμάς φτάνουν πολλές καταγγελίες –φαντάζομαι και αλλού– για τις παρεμβάσεις, με αποτέλεσμα κάποια έργα να μην ολοκληρώνονται ακριβώς λόγω των αντιδράσεων». Στις νέες κλιματικές συνθήκες χρειάζεται να γίνουν παρεμβάσεις και να υπάρχει καλός σχεδιασμός και καλός συντονισμός. «Είναι φανερό ότι δεν πετυχαίνουμε να προφυλάξουμε το Πεντελικό με ό,τι κάνουμε σήμερα», καταλήγει.
Το τμήμα της βόρειας πλευράς του Πεντελικού Ορους –από την πλευρά του Διονύσου– από όπου πέρασαν οι φλόγες στην τελευταία φωτιά ήταν ώριμα πευκοδάση τα οποία δεν είχαν καεί για πολλά χρόνια και έτσι υπάρχει δυνατότητα να αναγεννηθούν φυσικά. Ο κ. Γεωργιάδης εξηγεί ότι η φωτιά που ξεκίνησε προχθές στον Βαρνάβα και έφτασε χθες να περάσει από την άλλη πλευρά του Πεντελικού Ορους, «έχει πολλά κοινά στοιχεία με τη φωτιά του 2009 στην ίδια περιοχή». Το ανάγλυφο της περιοχής, σε συνδυασμό με τον αέρα έμοιαζαν στις δύο πυρκαγιές και άρα οι γνώσεις αυτές μπορούν να βοηθήσουν για να στήσεις τις ζώνες άμυνας στα σημεία που μπορείς να υπολογίσεις ότι θα φτάσει η πυρκαγιά. Σε κάθε περίπτωση απαιτούνται πολύ περισσότερα για να αντιμετωπιστούν οι πυρκαγιές, λόγω των ακραίων συνθηκών που επικρατούν όλο και συχνότερα.
Έλλειψη σχεδιασμού
Στη μη διαχείριση των δασών της Αττικής εδώ και πολλά χρόνια αποδίδει ο δασολόγος Γιώργος Καρέτσος το μέγεθος της καταστροφής. «Τη φυσική αναγέννηση δεν μπορείς να την αφήσεις χωρίς διαχείριση. Ενδεικτικά, σε ένα στρέμμα δεν θα πρέπει να αφήνουμε περισσότερα από 15 δένδρα από τα μικρά βλαστάρια που φυτρώνουν μετά την πυρκαγιά. Αλλιώς, το δάσος που θα αναπτυχθεί θα είναι πολύ πυκνό και ευάλωτο στη φωτιά», λέει. «Κανένας δεν μπαίνει μέσα στο δάσος να αφαιρέσει την υπερβάλλουσα ποσότητα καύσιμης ύλης», υποστηρίζει. Ομως, προσθέτει ότι η δασική υπηρεσία που κανονικά θα έπρεπε να διαχειρίζεται τα δάση, «δεν έχει υπαλλήλους και αυτοί που έχουν απομείνει ασχολούνται με τεχνικές εργασίες –όπως οι δασικοί χάρτες– και όχι με τα δάση. Τώρα πλέον δεν έχουν την εμπειρία να το κάνουν», καταλήγει.
Ταυτόχρονα, το ανάγλυφο της βλάστησης στην Αττική έχει αλλάξει. «Δεν υπάρχουν εκτάσεις που καλλιεργούνται. Ενα αμπέλι, για παράδειγμα, δεν πιάνει φωτιά και θα μπορούσε να χρησιμεύσει για την ανάσχεση της πορείας της φωτιάς. Ομως πλέον υπάρχουν παντού πεύκα».
Πηγή: Kathimerini.gr