Ένα απίστευτο παιχνίδι έπαιξε η μοίρα στην Ιρλανδή Zoe Maria Holohan, η οποία είχε έρθει στην Ελλάδα για το μήνα του μέλιτος μαζί με το σύζυγο της, Μπράιαν, αλλά έζησε την απίστευτη τραγωδία να χάσει στο Μάτι τον σύντροφο της ζωής της.
H γυναίκα κατέθεσε σήμερα Δευτέρα (30/1) στη δίκη για το Μάτι και η περιγραφή της συγκλόνισε. Όπως είπε την ημέρα της φονικής πυρκαγιάς ξύπνησε ξαφνικά και δεν είδε δίπλα της στο κρεβάτι το σύζυγο της, όπως αναφέρει το Law and Order.
«Τον άκουσα να φωνάζει το όνομα μου καθόταν στη μπαλκονόπορτα και είχε ήδη πιάσει φωτιά ο κήπος. Ήταν σε σοκ. Ήταν πραγματική φωτιά. Ήταν πολύ μεγάλη. Αμέσως έκλεισε τις πόρτες κι μου είπε να κλείσουμε και πίσω πόρτα» είπε η μάρτυρας σήμερα στο δικαστήριο και συνέχισε:
«Έτρεξα και είδα ότι ο πίσω κήπος είχε πιάσει επίσης φωτιά. Καταλάβαμε ότι έπρεπε να τρέξουμε για τη ζωή μας. Φόρεσα μία λευκή ρόμπα, πήρα διαβατήρια, πορτοφόλια και τις βέρες μας. Μέσα στη βίλα υπήρχε ένα αυτοκίνητο που είχαμε νοικιάσει. Πηδήξαμε μέσα στο αυτοκίνητο και προσπαθήσαμε να ανοίξουμε τη γκαραζόπορτα. Δεν άνοιξε. Τότε καταλάβαμε ότι είχε κοπεί ρεύμα. Θυμήθηκε ο Μπράιν ότι μας είχε πει η ιδιοκτήτρια βίλας πως υπήρχε ένα κλειδί, για να ανοίξει η γκαραζόπορτα, αλλά δε δούλευε. Ξοδέψαμε χρήσιμα λεπτά εκεί. Είδαμε ότι η φωτιά μας είχε περικυκλώσει. Καταλάβαμε ότι έπρεπε να τρέξουμε».
Στη συνέχεια η μάρτυρας περιέγραψε τα όσα αντίκρυσε όταν πια με το σύζυγό της κατάφεραν να βγουν στο δρόμο, χωρίς όμως -όπως είπε -να ξέρουν προς τα που να πάνε.
Δίκη για Μάτι: «Η τελευταία του λέξη ήταν “γιατί”» κατέθεσε η γυναίκα του θύματος
Συγκεκριμένα κατέθεσε: «Είχαν πιάσει φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα μου. Φτάσαμε στο δρόμο και είδαμε κάτι πολυ μικρά παιδιά. Τέσσερα-πέντε. Δεν υπήρχε ενήλικος. Τα πήραμε στην αγκαλιά μας και αρχίσαμε να τρέχουμε. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο. Το σταματήσαμε, βάλαμε τα παιδιά μέσα. Καταλάβαμε ότι δεν υπήρχε χώρος για εμάς. Ζήτησα από τον οδηγό να μας βάλει στο πορτ μπαγκάζ. Άρχισε το αυτοκίνητο να τρέχει και αισθανόμασταν ότι πήγαινε σε ανηφόρα. Οι φλόγες μας ερχόταν συνεχώς κατά πάνω μας, μας έφτυναν. Το χέρι μου κόλλησε στο καπό. Όλο το σώμα μου είχε πιάσει φωτιά. Φωτιά έπιασαν και τα ρούχα του Μπράιν. Το αυτοκίνητο ξαφνικά τράκαρε σε ένα δέντρο. Το δέντρο έπεσε πάνω σε εμάς, ο Μπράιν άρχισε να φωνάζει και δεν μπορούσα να τον κρατήσω από το χέρι. Έπεσε από το αυτοκίνητο μέσα στη φωτιά. Η τελευταία του λέξη ήταν “γιατί”».
Η μάρτυρας αναφέρθηκε στη συνέχεια στην απώλεια του συζύγου της αλλά και στα όσα η ίδια υπέστη καθισμένη μέσα στο πορτ μπαγκάζ: «Προσπάθησα να του φωνάξω, ήθελα να ακούσει πόσο τον αγαπούσα και ότι ήταν ο καλύτερος σύζυγος. Ήξερα ότι είχε πεθάνει, εξαφανίστηκε μέσα στη φωτιά και τον άκουσα να φωνάζει. Καθόμουν στο πορτ μπαγκαζ και αισθάνθηκα ότι ήταν το φέρετρο μου. Δεν μπορώ να περιγράψω τον πόνο. Το πρόσωπο μου άρχισε να λιώνει και καθόμουν και περίμεναν τον θάνατο μου. Ήταν σαν φαντάσματα να βγαίνουν από καπνούς. Ένας πυροσβέστης, ήρθε και με έπιασε, με αγκάλιασε και με έβγαλε από το αυτοκίνητο. Νομίζω ότι ήρθε γιατί με άκουσε να φωνάζω το όνομα Μπράιν. Με άρπαξε, με αγκάλιασε, με έβγαλε και με πέρασε μέσα από φωτιά. Με πήγε μέσα σε ένα φορτηγό που φαινόταν της πυροσβεστικής.
Του ζήτησα να γυρίσει να πάρει τον Μπράιν αλλά πιστεύω δε με κατάλαβε. Άρχισε να τρέχει ο οδηγός με μεγάλη ταχύτητα και μου μιλούσε για να με ηρεμήσει. Κοίταξε τα χέρια μου, είχε αρχίσει να βγαίνει το δέρμα μου, ήταν σαν ταινία τρόμου, από το ένα μάτι δεν έβλεπα. Τα μαλλιά μου, είχαν κολλήσει στο σώμα… Κατάλαβα ότι τα κομμάτια του φορέματος φλέγονταν ακόμα. Τα παπούτσια μου καίγονταν. Νόμιζα ότι έβραζα. Ζήτησα να μου βγάλουν ρούχα. Δυστυχώς δεν καταλάβαινε η γυναίκα που ήταν δίπλα μου και άρχισε να μου ρίχνει νερό. Της είπα να μου κόψει τα ρούχα. Στην αρχή δεν καταλάβαινε, μετά το έκανε. Έβγαινε και δέρμα μαζί με το ύφασμα. Κατάλαβα ότι είχα καεί σε όλο το σώμα. Ήμουν αρχικά τόσο ζεστή και μετά τόσο κρύα. Δεν μπορούσα να ελέγξω σώμα μου. Τους ζητούσα συνέχεια να ψάξουν το Μπράιν. Πίστευα ότι κάποιος τον είχε σώσει και αυτόν…».
Ακολούθως η μάρτυρας αναφέρθηκε στη δική της εμπειρία από το ελληνικό σύστημα υγείας.
Μεταξύ άλλων ανέφερε: «Με πήγαν στο ασθενοφόρο, ο πόνος είναι τόσο ισχυρός, υπήρχαν δύο άτομα και τους παρακαλούσα να μου δώσουν κάτι για τον πόνο. Δεν απάντησαν. Έκλαιγα. Φώναζα και ζητούσα βοήθεια. Πίστευα ότι θα πεθάνω και άρχισαν να γελάνε. Δεν γνωρίζω γιατι γέλαγαν και ένας που μίλαγε καλά αγγλικά μου είπε να σκάσω και έσκασα. Αισθανόμουν έτσι κι αλλιώς ότι θα πεθάνω. Με πήγαν στο νοσοκομείο, τότε, κατάλαβα πως τόσος κόσμος έχει καεί.
Παντού όλοι φώναζαν και έκλαιγαν και μύριζε καμένο δέρμα. Ήμουν εκεί για μεγάλο διάστημα όπως κι άλλοι. Ήταν κόλαση. Κατάλαβα ότι είχα ακόμα τη τσάντα μου. Κάποιος με πλησίασε με ρώτησε από που είμαι και του του είπα από Ιρλανδία. Μου είπε μπορώ μα σε βοήθησε, γνωρίζω κάποιο στην πρεσβεία. Ζήτησα παυσίπονα. Νομίζω μίλησε με κάποιον. Κατάλαβαν ότι είχα ασφαλιστήριο υγείας επειδή το είχα δώσει σε αυτόν. Με έβγαλαν από τα επείγοντα, με πήγαν σε άλλο όροφο και νομίζω πως ήταν επειδή είχα ιδιωτική ασφάλιση. Με έβαλαν σε δωμάτιο με παράθυρο. Έβλεπα το πρόσωπο μου. Το μισό πρόσωπο είχε μαυρίσει και λιώσει. Το μάτι μου ήταν κλειστό. Τώρα μπορώ να δω».
Η μάρτυρας κατέθεσε πως με την παρέμβαση της Πρεσβείας της νοσηλεύτηκε σε ιδιωτική κλινική, για περίπου ένα μήνα, όπου υποβλήθηκε και σε πολλά χειρουργεία. Σε αυτό το νοσοκομείο έμαθε πως βρέθηκε η σωρός του συντρόφου της αλλά και για το θάνατο του πατέρα της πίσω στην πατρίδα της που ήταν για εκείνη ένα σημαντικό ακόμα πλήγμα. «Μέχρι τότε πίστευα πως ίσως είχε διασωθεί ο Μπράιν και βρισκόταν σε άλλο νοσοκομείο. Ο αδελφός μου, μου είπε πως πέθανε μέσα στη φωτιά. Ήμουν στο νοσοκομείο για ένα μήνα. Κάθε 2-3 ημέρες έκανα χειρουργεία. Τα πόδια μου είχαν καεί σε μεγάλο βαθμό. Πίστευα πως δε περπατήσω ξανά. Έχω κάνει 30 με 33 χειρουργεία», είπε χαρακτηριστικά.