Σήμερα συμπληρώνονται 99 χρόνια από το βράδυ της 29ης Οκτωβρίου 1923, όταν ο Μουσταφά Κεμάλ ανακήρυξε τη δημιουργία της Δημοκρατίας της Τουρκίας και η σημερινή κατάσταση με τον Ερντογάν στο «τιμόνι» της χώρας προσπαθεί να «σβήσει» το κεμαλικό παρελθόν.
Μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ακολούθησε την ήττα της κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τμήματά της καταλήφθηκαν από τους νικητές Συμμάχους. Ο Τουρκικός Πόλεμος για την Ανεξαρτησία, που ξεκίνησε από το Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ και τους συνεργάτες του, είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση της σύγχρονης Δημοκρατίας της Τουρκίας το 1923, με τον Ατατούρκ (που σημαίνει πατέρας των Τούρκων) ως πρώτο πρόεδρό της.
Όντας κοινοβουλευτική δημοκρατία, υιοθέτησε προεδρικό σύστημα με ένα δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε το 2017 από τον νυν πρόεδρο της χώρας. Το νέο προεδρικό σύστημα τέθηκε σε ισχύ με τις τουρκικές προεδρικές εκλογές το 2018.
Η σημερινή κυβέρνηση της χώρας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν από το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) έχει προβεί σε ενέργειες που αυξάνουν την επιρροή του Ισλάμ με ταυτόχρονη υπονόμευση της κεμαλικής πολιτικής και της ελευθερίας του Τύπου.
Η ανακήρυξη της τουρκικής δημοκρατίας
Υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ Πασά, στρατιωτικού διοικητή που είχε διακριθεί στην Εκστρατεία της Καλλίπολης, διεξήχθη ο Τουρκικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας με στόχο την κατάργηση των όρων της Συνθήκης των Σεβρών.
Μέχρι τις 18 Σεπτεμβρίου 1922, όλοι οι στρατοί ξένων χωρών είχαν εκδιωχθεί και το τουρκικό καθεστώς με έδρα την Άγκυρα, που είχε αυτοανακηρυχθεί νόμιμη κυβέρνηση της χώρας από τον Απρίλιο του 1920, άρχισε να επισημοποιεί τη νομική μετάβαση από το παλιό οθωμανικό-φεουδαρχικό, στο νέο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα.
Την 1η Νοεμβρίου το νεοσύστατο κοινοβούλιο κατάργησε επίσημα το Σουλτανάτο, τερματίζοντας έτσι 623 χρόνια οθωμανικού κράτους! Παράλληλα, η αλλαγή πρωτεύουσας θα αποκαθήλωνε την Κωνσταντινούπολη από πρωτεύουσα και κέντρο δυο διαδοχικών αυτοκρατοριών έπειτα από 1.599 χρόνια.
Η Συνθήκη της Λωζάνης της 24ης Ιουλίου 1923 οδήγησε στη διεθνή αναγνώριση της κυριαρχίας της νεοσύστατης Δημοκρατίας της Τουρκίας ως κράτους-συνέχειας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η δημοκρατία ανακηρύχθηκε επίσημα στις 29 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου στην Άγκυρα, τη νέα πρωτεύουσα της χώρας.
H Τουρκία του Ερντογάν
Το AKP βρίσκεται στην κυβερνητική εξουσία από το 2002, αυτοδύναμο αλλά και ως το μείζων κόμμα κυβερνήσεων συνεργασίας.
Σύμφωνα με κάποιες απόψεις είναι εκ των πραγμάτων ένα προσωποπαγές κόμμα περί τον αρχηγό του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ενώ πολλοί επικριτές του θεωρούν ότι έχει καταργήσει ουσιαστικά τη δημοκρατία στην χώρα, μέσω φυλακίσεων πολιτικών αντιπάλων και άλλων μέτρων που μετατρέπουν το πολίτευμα, αν όχι σε δικτατορικό, σαφέστατα σε αυταρχικό.
Το κόμμα αντιπροσωπεύει μία από τις δύο κυρίαρχες ιδεολογίες στην πολιτική ζωή της Τουρκίας, τον Ισλαμισμό. Επίσης είναι έντονα συντηρητικό σε όλα τα επίπεδα και κατηγορείται για Νεο-Οθωμανισμό και επεκτατικές πολιτικές.
Σε πολιτικό επίπεδο κύριος πολιτικός του αντίπαλος είναι το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, το οποίο εκφράζει την δεύτερη κυρίαρχη ιδεολογία στην Τουρκία, τον Κεμαλισμό. Ο τελευταίος, βασίζεται στην απέχθεια του Ατατούρκ για την ανάμειξη της θρησκείας στα πολιτικά της χώρας και την σαφή του διάθεση να στρέψει την αχανή χώρα προς τη Δύση.
Η αποτίμηση του Ερντογάν ως προσωπικότητα
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποτελεί μια «υψηλής τάσης» προσωπικότητα, στην οποία αποδίδονται αρκετά χαρακτηριστικά και ιδιότητες. Αυτή η «υψηλή τάση» τροφοδοτείται και από την πολιτική διαδρομή του, αλλά και από την μετάλλαξη του από έναν μεταρρυθμιστή ηγέτη, σε έναν αυταρχικό «Σουλτάνο».
Αυτή η μετάλλαξη ταυτίζεται με την πορεία της Τουρκίας, αλλά αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο ένας «ηγέτης» οικειοποιείται και «εργαλειοποιεί» τις κοινωνικές τάσεις που προκύπτουν στην ευρύτερη περιοχή του, για να παγιώσει ένα δικό του σύστημα διατήρησης της εξουσίας.
Η αποδοχή από τον τουρκικό λαό
Ωστόσο, η δυναμική αποδοχή της προσωπικότητάς του από τον τουρκικό λαό αποτελεί πόλο διαφορετικών προσεγγίσεων και αναγνώσεων.
Μια ανάγνωση αποτελεί η πεποίθηση της αδιαμφισβήτητης κυριαρχίας του, τόσο στο εσωτερικό του κόμματος του, όσο και συνολικότερα στη χώρα.
Η κυριαρχία Ερντογάν βασίστηκε στην καθοριστική του παρέμβαση στον κοινωνικό ιστό της χώρας, σφυρηλατείται μέσω του ιδεολογήματος της «περιφερειακής δύναμης» και τεκμαίρεται από τη διείσδυση και την ενσωμάτωσή της, τόσο στο σύστημα, όσο και στο συλλογικό ασυνείδητο.
Η πολιτική του Ερντογάν, τουλάχιστον κατά τα πρώτα χρόνια της, συνέβαλε καθοριστικά στην ένταξη πληθυσμιακών ομάδων, που βίωναν μέχρι τότε τον αποκλεισμό, στον κοινωνικό ιστό και στη μετατροπή τους σε μια νέα «μεσαία τάξη».
Για τους ανθρώπους αυτούς, είναι «σωτήρας», «προστάτης», «ευεργέτης» και η αφοσίωση τους προς αυτόν είναι δεδομένη και απόλυτη.
Το αφήγημα που δομείται γύρω από την «Αναβίωση του Μεγαλείου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» είναι γοητευτικό και ίσως λειτουργεί οραματικά για το μεγαλύτερο μέρος του λαού, καθώς υπόσχεται τη «θεραπεία» συλλογικών πληγών, που προκύπτουν μέσα από την εθνική ανάγνωση της Ιστορίας.
Παράλληλα, ένα μεγαλόπνοο αφήγημα «νομιμοποιεί» τη συγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπο αυτού που καλείται να το κάνει πράξη.
Θα μπορούσε κανείς να πει πως ο «ερντογανισμός» αποτελεί πια αναπόσπαστο στοιχείο της τουρκικής πολιτικής κουλτούρας και θα συμβάλει στη διαμόρφωση των δυναμικών τάσεων στην χώρα, ακόμη και όταν εκλείψει η φυσική παρουσία του Ερντογάν.
Είναι ο Ερντογάν το «μη χείρον βέλτιστο» για την Ελλάδα;
Εδώ και πάρα πολλούς μήνες οι εμπρηστικές δηλώσεις τόσο κυβερνητικών στελεχών, αλλά και του ίδιου του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για την Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου έχουν κυρίαρχη θέση στον δημόσιο διάλογο στην Τουρκία.
Πρόσφατα είναι άλλωστε τα παραδείγματα τόσο στην Σύνοδο της Πράγας, όσο και στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπου ο Τούρκος πρόεδρος εξαπέλυσε σφοδρές κατηγορίες έναντι της Ελλάδας και του Κυριάκου Μητσοτάκη προσωπικά.
Αντιστοίχως, το ίδιο κλίμα επικρατεί και στην Ελλάδα αναφορικά με την Τουρκία, συνήθως ως αντίδραση σε αυτό που εκλαμβάνεται ως προκλητικότητα εκ μέρους της Τουρκίας, καθώς τόσο ο Έλληνας πρωθυπουργός, αντίστοιχα σε Πράγα και ΟΗΕ, όσο και σύσσωμη η αντιπολίτευση καταδικάζει την πολεμική ρητορική και τις ακραίες προκλήσεις της Τουρκίας.
Όμως, στην Τουρκία υπάρχει εδώ και καιρό μια αξιοσημείωτη όξυνση του κλίματος που χαρακτηρίζεται ως άκρως επικίνδυνη δεδομένου ότι και η τουρκική αντιπολίτευση φαίνεται να στηρίζει τη σκληρή αναθεωρητική γραμμή του προέδρου Ερντογάν και της κυβέρνησης του.
Το πραξικόπημα του 2016 που τον μετέτρεψε σε «δικτάτορα»
Η μεταστροφή που θα τον μετατρέψει σε «δικτάτορα» θα ξεκινήσει με το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016. Εκείνο το βράδυ ένα τμήμα του στρατού έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο ανατροπής της κυβέρνησης. Συνολικά 265 άτομα θα χάσουν τη ζωή τους και πολλά περισσότερα θα τραυματιστούν.
Στην Άγκυρα, το τουρκικό Κοινοβούλιο και το Προεδρικό Μέγαρο βομβαρδίστηκαν, ενώ οι πραξικοπηματίες φέρεται να
προσπάθησαν να συλλάβουν τον Ερντογάν, ο οποίος εκείνη την ημέρα ήταν σε ξενοδοχείο στη Μαρμαρίδα, αλλά δεν τα κατάφεραν.
Μέσω βιντεοκλήσης από το κινητό του τηλέφωνο και χρησιμοποιώντας τα social media που τόσο είχε κατηγορήσει (επέλεξε την εφαρμογή Snapchat) μίλησε στην τηλεόραση και κάλεσε το λαό να μην υπακούσει τους πραξικοπηματίες, την ώρα που στρατιωτικές δυνάμεις πιστές στην κυβέρνηση επανακτούσαν σταδιακά τον έλεγχο.
Ο Ερντογάν θα κατηγορήσει ως υποκινητή του πραξικοπήματος τον Φετουλάχ Γκιουλέν, έναν ιμάμη και συγγραφέα που παλαιότερα ήταν σύμμαχός του. Παράλληλα, θα οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες συνωμότησαν εναντίον του.