Ένα γνωστό φάρμακο για τον διαβήτη μπορεί να επιβραδύνει την εξέλιξη της νόσου του Πάρκινσον, σύμφωνα με επιστήμονες στη Γαλλία. Σε μελέτη που πραγματοποίησαν οι ερευνητές με 156 ασθενείς που είχαν διαγνωσθεί πρόσφατα με τη νόσο, διαπιστώθηκε πως το φάρμακο για τον διαβήτη τύπου 2 που ονομάζεται λιξισενατίδη (lixisenatide) επιβράδυνε την εξέλιξη των κινητικών συμπτωμάτων που προκαλεί η πάθηση. Πρόσφατα, ένα άλλο φάρμακο για τον διαβήτη τύπου 2 που ονομάζεται εξενατίδη, βρέθηκε ότι βοηθά στην επιβράδυνση της εξέλιξης των κινητικών συμπτωμάτων της νόσου του Πάρκινσον.
Ο Βασίλειος Μάισνερ, επικεφαλής ερευνητής της μελέτης από το Πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Μπορντό στη Γαλλία, είπε ότι τα ευρήματα είναι συναρπαστικά.
«Πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί με την ερμηνεία και τη δυνατότητα εφαρμογής στο τρέχον στάδιο, αλλά είναι πραγματικά ένα πολύ, πολύ σαφές και ισχυρό μήνυμα που δεν έχουμε δει ποτέ παρά μόνο στην κλινική δοκιμή της εξενατίδης», δήλωσε.
Η λιξισενατίδη ανήκει στη νέα γενιά φαρμάκων που ονομάζεται αγωνιστές GLP-1R και η οποία κάνει θραύση στην αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 2 και της παχυσαρκίας.
Οι ασθενείς που συμμετείχαν χωρίστηκαν τυχαία σε δυο ομάδες. Οι συμμετέχοντες και στις δύο ομάδες συνέχισαν να λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή για τη νόσο. Ωστόσο, η μία ομάδα λάμβανε καθημερινά και μια ένεση λιξισενατίδης, ενώ η άλλη έκανε έγχυση με ένα εικονικό φάρμακο. Πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη μελέτη, οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε εξετάσεις κατά τις οποίες αξιολογήθηκαν τα κινητικά τους συμπτώματα.
Τα ευρήματα έδειξαν ότι μετά από 12 μήνες, όσοι είχαν λάβει λιξισενατίδη δεν εμφάνιζαν καμία επιδείνωση των κινητικών συμπτωμάτων τους. Αντίθετα, εκείνοι που είχαν λάβει το εικονικό φάρμακο, παρουσίαζαν επιδείνωση των συμπτωμάτων τους, της τάξης των τριών μονάδων στην κλίμακα αξιολόγησης MDS-UPDRS part III – μια μέτρια διαφορά η οποία όμως θεωρείται κλινικά σημαντική. Η διαφορά παρέμεινε δύο μήνες μετά την ολοκλήρωση της κλινικής δοκιμής. Αυτό, λένε οι ερευνητές, υποδηλώνει ότι η λιξισενατίδη δεν επιβραδύνει απλώς τα συμπτώματα, αλλά προστατεύει τον εγκέφαλο από την απώλεια νευρώνων. Ωστόσο, υπήρχε ένα μειονέκτημα, καθώς περίπου οι μισοί από τους συμμετέχοντες έλαβαν λιξισενατίδη ανέφεραν ναυτία και το 13% ανέφεραν έμετο.
Οι ερευνητές σημείωσαν πως απαιτείται περαιτέρω έρευνα ώστε να επιβεβαιωθούν τα ευρήματα της κλινικής δοκιμής.
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό «New England Journal of Medicine».
ΠΗΓΗ: Guardian