Οι αμερικανικές φαρμακοβιομηχανίες Moderna και Merck ανακοίνωσαν σήμερα τη σύναψη συμφωνίας για την από κοινού ανάπτυξη και διάθεση εμβολίου mRNA, που δοκιμάζεται επί του παρόντος σε συνδυασμό με αντικαρκινικό φάρμακο, για την αντιμετώπιση του μελανώματος.
Η Moderna και η Merck (ή MSD εκτός Βορείου Αμερικής) συνεργάζονται από το 2016 για την ανάπτυξη εμβολίων κατά του καρκίνου.
Η Merck θα καταβάλει 250 εκατομμύρια δολάρια στη Moderna για να ενεργοποιήσει την οψιόν που προβλεπόταν στο ξεκίνημα της συνεργασίας τους και να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο και – εφόσον όλα εξελιχθούν σύμφωνα με τις προσδοκίες – στη διάθεσή του σκευάσματος στην αγορά.
Άνοδος στο χρηματιστήριο για τη Moderna
Μετά την γνωστοποίηση της συμφωνίας, η μετοχή της Moderna σημείωνε άλμα 11% στα μέσα της συνεδρίασης του χρηματιστηρίου στη Νέα Υόρκη.
H Moderna, μια από τις πρώτες εταιρείες που ανέπτυξαν εμβόλιο mRNA κατά της Covid-19, θεωρεί ότι η συγκεκριμένη τεχνική μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για θεραπείες κατά της γρίπης, του ιού HIV, αυτοάνοσων νοσημάτων, καρδιαγγειακών παθήσεων και πολλών μορφών καρκίνου.
Τα αποτελέσματα της 2ης φάσης των δοκιμών του εμβολίου mRNA σε συνδυασμό με το Keytruda για την αντιμετώπιση μελανώματος, αναμένονται μέχρι το τέλος του έτους.
Πόλεμος φαρμακοβιομηχανιών
Με την τεχνολογία mRNA τα επόμενα χρόνια είναι πιθανό να δούμε και άλλα εμβόλια για άλλες ασθένειες, όπως για τον καρκίνο ή γενετικές ασθένειες, έχει δηλώσει άλλωστε στο παρελθόν ο CEO της Pfizer,. Αλπέρτ Μπουρλά. «Δεν μπορούμε για όλες τις ασθένειες να δημιουργήσουμε εμβόλια με την mRNA τεχνολογία, αλλά αν οι προσπάθειες πετύχουν μέσα στα επόμενα τρία χρόνια μπορεί να έχουμε εμβόλιο για τον καρκίνο και από του χρόνου θα αρχίσουμε να βλέπουμε εμβόλιο για άλλες ασθένειες», είπε.
Αξίζει να σημειώσουμε πως μήνυση κατά της Pfizer για παραβίαση πατέντας σε ό,τι αφορά τα εμβόλια κατά της Covid-19 κατέθεσε τον περασμένο Αύγουστο η εταιρεία Moderna. Η εταιρεία ισχυρίζεται ότι οι εταιρείες Pfizer/BionTech αντέγραψαν την τεχνολογία mRNA που η εκείνη είχε αναπτύξει χρόνια πριν από την πανδημία.
Η αμερικανική βιομηχανία που κυκλοφόρησε το πρώτο χάπι κατά του κορονοϊού
Όταν η Merck και ο συνεργάτης της Ridgeback Biotherapeutics ανακοίνωσαν τα αρχικά δεδομένα στα τέλη του περασμένου έτους που έδειχναν ότι το φάρμακό τους, το molnupiravir, μείωσε στο μισό τον κίνδυνο νοσηλείας, χαιρετίστηκε ως μια πιθανή ανακάλυψη, η πρώτη θεραπεία για τον COVID που θα μπορούσε να ληφθεί στο σπίτι.
Ο ενθουσιασμός για το φάρμακο μειώθηκε όταν τα πλήρη δεδομένα έδειξαν περίπου 30% αποτελεσματικότητα. Αυτό διαβρώθηκε περαιτέρω όταν το Paxlovid αποδείχθηκε ότι μείωσε τον κίνδυνο νοσηλείας κατά 90%. Το sotrovimab της GSK και το remdesivir της Gilead – που πωλούνται ως Veklury – μείωσαν τον κίνδυνο νοσηλείας κατά 85% και 87%, αντίστοιχα.
Το νέο αντιιικό χάπι της Merck, το οποίο κάποτε διαφημιζόταν ότι θα έφερνε την αλλαγή για τη θεραπεία του COVID-19, είναι η τελευταία επιλογή μεταξύ τεσσάρων διαθέσιμων επιλογών για ασθενείς σε κίνδυνο, δεδομένης της σχετικά χαμηλής αποτελεσματικότητάς του και πιθανών ζητημάτων ασφάλειας, αναφέρουν οι γιατροί των ΗΠΑ.
Μια ανταγωνιστική από του στόματος θεραπεία από την Pfizer, το Paxlovid, είναι σε μεγάλη ζήτηση, ακολουθούμενο από μια ενδοφλέβια θεραπεία με αντισώματα που παρασκευάζεται από την GlaxoSmithKline και τη Vir Biotechnology.