«Το 2023 υπάρχει πιθανότητα να είναι χρονιά που θα σημαδευτεί από κοινωνικές εντάσεις σε παγκόσμια κλίμακα», προειδοποίησε χθες Πέμπτη η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), η Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, επισημαίνοντας ακόμη πως οι συνέπειες της πιο περιοριστικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών στην απασχόληση «μένουν» ακόμη να γίνουν αισθητές.
«Δεν βρισκόμαστε παρά στη 12η Ιανουαρίου και ήδη έχουμε (κοινωνικές εντάσεις) στη Βραζιλία, στο Περού, στη Βολιβία, στην Κολομβία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, όλες για διαφορετικούς λόγους», θύμισε η κυρία Γκεοργκίεβα.
Και στην περίπτωση που η άνοδος των επιτοκίων πλήξει τις αγορές εργασίας, συνεπεία των προσπαθειών επιβράδυνσης του πληθωρισμού, αυτό μπορεί να μεταφραστεί σε ακόμη περισσότερες εντάσεις, τόνισε η επικεφαλής του διεθνούς χρηματοπιστωτικού θεσμού της Ουάσιγκτον.
Η κατάσταση δεν θα βελτιωθεί σύντομα, καθώς ο πληθωρισμός «παραμένει υψηλός», και «το έργο των κεντρικών τραπεζών δεν έχει τερματιστεί ακόμη» για να αποκλιμακωθεί, θύμισε η κυρία Γκεοργκίεβα, κρίνοντας ότι «η κρίση αναμφίβολα δεν έχει τελειώσει».
Παρότι η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας αναμένεται να είναι μεγαλύτερη το 2023 από ό,τι προέβλεπε το Ταμείο στις τελευταίες δημοσιεύσεις του τον Οκτώβριο, οι εθνικές αγορές εργασίας μέχρι τώρα επιδεικνύουν «ανθεκτικότητα», σημείωσε η κυρία Γκεοργκίεβα, κάνοντας λόγο για «θετική» ένδειξη.
Συμβάλλει «το γεγονός ότι κυβερνήσεις ανέλαβαν γρήγορα δράση για να προσφέρουν οικονομική υποστήριξη στους πληθυσμούς μπροστά στην άνοδο των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας. Αλλά τα διαθέσιμα περιθώρια συρρικνώνονται».
«Εφόσον ο κόσμος έχει δουλειά, ακόμα κι αν οι τιμές είναι αυξημένες, καταναλώνει, κάτι που βοήθησε την οικονομία κατά το τρίτο τρίμηνο, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, όμως γνωρίζουμε πως ο αντίκτυπος της περιοριστικής οικονομικής πολιτικής μένει ακόμη να εκδηλωθεί», ειδικά σε ό,τι αφορά την ανεργία, επέμεινε η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ.
Ταυτόχρονα, οι συνέπειες της ανόδου των επιτοκίων στις χώρες με υψηλά χρέη ενδέχεται να αποδειχθούν δραματικές, ανέφερε η κυρία Γκεοργκίεβα, ο θεσμός της οποίας προειδοποιεί εδώ και μήνες για τον κίνδυνο το 60% των αναπτυσσόμενων χωρών να βυθιστεί σε κρίσεις δημόσιου χρέους.
Η παγκόσμια ύφεση θα μπορούσε να αποφευχθεί
«Για τις χώρες με υψηλά επίπεδα (κρατικού) χρέους, οι τίτλοι των οποίων εκδίδονται σε δολάρια, οι συνέπειες (σ.σ. των νομισματικών πολιτικών) θα είναι δραματικές. Και όταν έρχονται να προστεθούν σ’ αυτές υποτιμήσεις (σ.σ. των νομισμάτων τους), θα υπάρξουν μεγάλες δυσκολίες για τους πληθυσμούς τους», ανέλυσε η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ.
Πρόσθεσε πως θεωρεί αναγκαίο να υπάρξει αναδιάρθρωση των χρεών των κρατών που απειλούνται, ζήτημα για το οποίο «αναμένεται να έχουμε μια συνάντηση τον Φεβρουάριο στο υψηλότερο επίπεδο με τους κυριότερους πιστωτές την Κίνα, την Ινδία, τη Σαουδική Αραβία, καθώς και με τον ιδιωτικό τομέα».
Παρόλα αυτά, το ΔΝΤ εκτιμά πάντα πως «η παγκόσμια ύφεση μπορεί να αποφευχθεί», ακόμα κι αν ορισμένος αριθμός χωρών δει συρρίκνωση του ΑΕΠ, τουλάχιστον «αν δεν υπάρξει κάποιο επιπρόσθετο σοκ», ανέφερε η γενική διευθύντριά του.
Στην περίπτωση που δεν αμφισβητηθεί η αλλαγή πολιτικής της Κίνας όσον αφορά την αντιμετώπιση της πανδημίας του νέου κορονοϊού, η ανάκαμψη της οικονομίας στη χώρα αυτή μέσα στη χρονιά «ίσως είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας της παγκόσμιας ανάπτυξης το 2023», εκτίμησε η κυρία Γκεοργκίεβα.
«Εάν παραμείνει στην τροχιά αυτή, η Κίνα θα γίνει ξανά παράγοντας που συμβάλλει θετικά στην παγκόσμια ανάπτυξη, ακόμα κι αν αυτό δεν έχει τις διαστάσεις που παρατηρούσαμε ως εδώ», επέμεινε.
Από την άλλη πλευρά, η ανθεκτικότητα της αμερικανικής οικονομίας, της μεγαλύτερης στον κόσμο, ενδέχεται να επιτρέψει να αποφευχθεί η ύφεση σε παγκόσμια κλίμακα, πάντα κατά την επικεφαλής του ΔΝΤ.
«Αυτό που παρατηρούμε στις ΗΠΑ είναι αρκετά αξιοσημείωτο», υπογράμμισε, επισημαίνοντας την ιδιαίτερα χαμηλή ανεργία και την κατανάλωση που παραμένει αδιάπτωτη, ενώ «βλέπουμε επίσης ολίσθηση των δαπανών για αγαθά προς αυτές για υπηρεσίες», κάτι που υποστηρίζει τη δραστηριότητα.
Αυτό μπορεί να επιτρέψει οι ΗΠΑ να αποφύγουν την ύφεση, και ακόμη και «στην περίπτωση που καταγράψουν ύφεση από τεχνική σκοπιά, να είναι ελαφριά», συμπλήρωσε.