Η Γερμανία ανακοίνωσε ότι θα αγοράσει 60 ελικόπτερα Chinook βαρέων μεταφορών από την αμερικανική Boeing για να αντικαταστήσει τον γερασμένο στόλο των CH-53, όπως γνωστοποίησε η υπουργός Άμυνας της χώρας Κριστίν Λάμπρεχτ.
Η απόφαση αυτή της Γερμανίας συνιστά πλήγμα για την ανταγωνίστρια εταιρεία Lockheed Martin, που διεκδικούσε επίσης τη σύμβαση.
«Με αυτό το μοντέλο ενισχύουμε τη δυνατότητά μας να συνεργαζόμαστε στην Ευρώπη», είπε η Λάμπρεχτ σε ομιλία της στη Μπούντεσταγκ (κάτω βουλή).
Με βάση τον προηγούμενο σχεδιασμό, ο γερμανικός στρατός (Μπούντεσβερ) επρόκειτο να αγοράσει 45-60 ελικόπτερα βαρέος τύπου έναντι 4 δισ. ευρώ, τα οποία επρόκειτο να παραδοθούν μεταξύ 2023-29. Η Boeing και η Sikorsky (που ανήκει στη Lockheed Martin) είναι οι μοναδικές δυτικές εταιρείες που διαθέτουν τέτοιου τύπου στρατιωτικά ελικόπτερα.
Προς απόσυρση τα CH-53
Ο γερμανικός στρατός χρησιμοποιεί τα CH-53 από τη δεκαετία του 1970 και σκοπεύει να τα παροπλίσει μέχρι το 2030.
Ο Μπούντεσβερ βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στα παλαιού τύπου CH-53 στην αποστολή του στο Αφγανιστάν, κατά την οποία όμως αποκαλύφθηκαν και οι αδυναμίες των γερασμένων ελικοπτέρων τα οποία χρειάζονταν πολλές εργασίες συντήρησης για να συνεχίσουν να πετούν.
Η Γερμανία εξετάζει το ενδεχόμενο αγοράς αντιπυραυλικής ασπίδας
Παράλληλα, από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η Γερμανία εξετάζει το ενδεχόμενο να αποκτήσει ισραηλινό σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας ανάλογο του «Σιδηρούν Θόλου», στο πλαίσιο του επανεξοπλισμού της, ανακοίνωσε ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς.
«Μπορώ να σας αποκαλύψω πως αυτό είναι ασφαλώς ανάμεσα στα πράγματα που συζητάμε, και για καλούς λόγους», δήλωσε στο δημόσιο τηλεοπτικό δίκτυο ARD.
Η απόφαση δεν έχει ακόμη επισημοποιηθεί, όμως το ζήτημα βρίσκεται στο τραπέζι αφότου ο καγκελάριος Σολτς ανήγγειλε πως θα δαπανηθούν 100 δισεκατομμύρια ευρώ για τον εκσυγχρονισμό των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων και ότι οι στρατιωτικές δαπάνες της Γερμανίας θα φθάνουν πλέον τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ ετησίως.
«Πρέπει να προστατευθούμε καλύτερα έναντι της ρωσικής απειλής»
«Πρέπει να προστατευθούμε καλύτερα έναντι της ρωσικής απειλής. Για αυτό, χρειαζόμαστε γρήγορα αντιπυραυλική ασπίδα σε παγγερμανική κλίμακα», εξήγησε ο ειδικός εισηγητής της Μπούντεσταγκ για τον αμυντικό προϋπολογισμό Αντρέας Σβαρτς, μέλος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (SPD) του καγκελάριου.
«Το ισραηλινό σύστημα Arrow 3 είναι καλή λύση», πρόσθεσε σε δηλώσεις του που δημοσίευσε η εφημερίδα Bild, αναφερόμενος στο ισραηλινό σύστημα που έχει σχεδιαστεί για την αντιμετώπιση των πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς.
«Σιδηρούς Θόλος»
Σύμφωνα με την Μπιλτ, το σύστημα αυτό, που έχει από σχεδιαστική σκοπιά τη βάση του σε αυτό που αποκαλείται «Σιδηρούς Θόλος», θα κοστίσει περίπου 2 δισεκ. ευρώ και μπορεί να είναι «επιχειρησιακό» –να έχει τεθεί σε υπηρεσία– από το 2025 σε τρεις τοποθεσίες στη Γερμανία.
«Δοθείσης της απειλής και των διαφόρων οπλικών συστημάτων που διαθέτει η Ρωσία, πρέπει βεβαίως να ενδιαφερθούμε, είναι λογικό», τόνισε από την πλευρά της στην εφημερίδα Welt η πρόεδρος της επιτροπής Άμυνας της Μπούντεσταγκ, η Μαρί-Άνιες Στρακ-Τσίμερμαν.
Επίσκεψη στο Ισραήλ
«Υπάρχουν διάφορες επιλογές» καθώς το σύστημα που θέλει να αποκτήσει η Γερμανία είναι κατασκευασμένο για πυραύλους «ακριβείας», που «φθάνουν σε πολύ μεγάλο ύψος», που έρχονται «από το διάστημα» (σ.σ. τη στρατόσφαιρα), άρα «τα κλασικά συστήματα (αντιπυραυλικής) άμυνας δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν».
«Είναι επομένως σημαντικό να καταπιαστούμε με το ζήτημα το συντομότερο δυνατό», πρόσθεσε ενόψει επίσκεψης στο Ισραήλ η κοινοβουλευτικός, το κόμμα της οποίας, αυτό των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP), είναι μέρος του κυβερνητικού συνασπισμού.
«Όλα αυτά πρέπει να γίνουν πολύ γρήγορα, αλλά πρέπει επίσης να συζητηθούν πολύ σοβαρά», έκρινε.
Η ασπίδα αυτή είναι επαρκώς ισχυρή για να καλύπτει επίσης την Πολωνία, τη Ρουμανία και τις χώρες της Βαλτικής, σύμφωνα με γερμανικές πηγές.
Για την άμυνά της έναντι πυραύλων μικρού βεληνεκούς, η Γερμανία διαθέτει ήδη το αμερικανικό σύστημα Patriot.
Η απόκτηση του συστήματος αυτού θα σήμαινε «πως θα διαδραματίζαμε ρόλο κλειδί για την ευρωπαϊκή ασφάλεια», υπερθεμάτισε ο κ. Σβαρτς.
Έπειτα από χρόνια έλλειψης επενδύσεων, η Γερμανία προχώρησε στα τέλη Φεβρουαρίου σε ιστορική αναστροφή της πολιτικής της για τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, που αποτέλεσε ηλεκτροσόκ για το Βερολίνο.