Εδώ και πάρα πολλούς μήνες οι εμπρηστικές δηλώσεις τόσο κυβερνητικών στελεχών, αλλά και του ίδιου του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για την Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου έχουν κυρίαρχη θέση στον δημόσιο διάλογο στην Τουρκία.
Πρόσφατα είναι άλλωστε τα παραδείγματα τόσο στην Σύνοδο της Πράγας, όσο και στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπου ο Τούρκος πρόεδρος εξαπέλυσε σφοδρές κατηγορίες έναντι της Ελλάδας και του Κυριάκου Μητσοτάκη προσωπικά.
Αντιστοίχως, το ίδιο κλίμα επικρατεί και στην Ελλάδα αναφορικά με την Τουρκία, συνήθως ως αντίδραση σε αυτό που εκλαμβάνεται ως προκλητικότητα εκ μέρους της Τουρκίας, καθώς τόσο ο Έλληνας πρωθυπουργός, αντίστοιχα σε Πράγα και ΟΗΕ, όσο και σύσσωμη η αντιπολίτευση καταδικάζει την πολεμική ρητορική και τις ακραίες προκλήσεις της Τουρκίας.
Όμως, στην Τουρκία υπάρχει εδώ και καιρό μια αξιοσημείωτη όξυνση του κλίματος που χαρακτηρίζεται ως άκρως επικίνδυνη δεδομένου ότι και η τουρκική αντιπολίτευση φαίνεται να στηρίζει τη σκληρή αναθεωρητική γραμμή του προέδρου Ερντογάν και της κυβέρνησης του.
Η αποτίμηση του Ερντογάν ως προσωπικότητα
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποτελεί μια «υψηλής τάσης» προσωπικότητα, στην οποία αποδίδονται αρκετά χαρακτηριστικά και ιδιότητες. Αυτή η «υψηλή τάση» τροφοδοτείται και από την πολιτική διαδρομή του, αλλά και από την μετάλλαξη του από έναν μεταρρυθμιστή ηγέτη σε έναν αυταρχικό «Σουλτάνο».
Αυτή η μετάλλαξη ταυτίζεται με την πορεία της Τουρκίας, αλλά αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο ένας «ηγέτης» οικειοποιείται και «εργαλειοποιεί» τις κοινωνικές τάσεις που προκύπτουν στην ευρύτερη περιοχή του, για να παγιώσει ένα δικό του σύστημα διατήρησης της εξουσίας.
Η αποδοχή από τον τουρκικό λαό
Η δυναμική αποδοχή της προσωπικότητάς του από τον τουρκικό λαό αποτελεί πόλο διαφορετικών προσεγγίσεων και αναγνώσεων.
Μια ανάγνωση αποτελεί η πεποίθηση της αδιαμφισβήτητης κυριαρχίας του, τόσο στο εσωτερικό του κόμματος του, όσο και συνολικότερα στη χώρα.
Η κυριαρχία Ερντογάν βασίστηκε στην καθοριστική του παρέμβαση στον κοινωνικό ιστό της χώρας, σφυρηλατείται μέσω του ιδεολογήματος της «περιφερειακής δύναμης» και τεκμαίρεται από την διείσδυση και την ενσωμάτωσή της, τόσο στο σύστημα, όσο και στο συλλογικό ασυνείδητο.
Η πολιτική του Ερντογάν, τουλάχιστον κατά τα πρώτα χρόνια της, συνέβαλε καθοριστικά στην ένταξη πληθυσμιακών ομάδων, που βίωναν μέχρι τότε τον αποκλεισμό, στον κοινωνικό ιστό και στη μετατροπή τους σε μια νέα «μεσαία τάξη».
Για τους ανθρώπους αυτούς, είναι «σωτήρας», «προστάτης», «ευεργέτης» και η αφοσίωση τους προς αυτόν είναι δεδομένη και απόλυτη.
Το αφήγημα που δομείται γύρω από την «Αναβίωση του Μεγαλείου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» είναι γοητευτικό και ίσως λειτουργεί οραματικά για το μεγαλύτερο μέρος του λαού, καθώς υπόσχεται τη «θεραπεία» συλλογικών πληγών, που προκύπτουν μέσα από την εθνική ανάγνωση της Ιστορίας.
Παράλληλα, ένα μεγαλόπνοο αφήγημα «νομιμοποιεί» τη συγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπο αυτού που καλείται να το κάνει πράξη.
Θα μπορούσε κανείς να πει πως ο «ερντογανισμός» αποτελεί πια αναπόσπαστο στοιχείο της τουρκικής πολιτικής κουλτούρας και θα συμβάλει στη διαμόρφωση των δυναμικών και τάσεων στην χώρα, ακόμη και όταν εκλείψει η φυσική παρουσία του Ερντογάν.
Ένδεια εναλλακτικών στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας
Παρατηρείται αδυναμία εντοπισμού ισχυρών προσωπικοτήτων, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντίβαρο στην παρουσία του Ερντογάν, με αποτέλεσμα να μην έχει κτισθεί ένας δυνατός πόλος ενδιαφέροντος, που να συνδέεται με διακριτό αφήγημα και να δημιουργεί προσδοκίες «ανατροπής».
Για πολλούς, ο πιο πιθανός διάδοχος του Ερντογάν στην ηγεσία του ΑΚΡ είναι ο Σουλεϊμάν Σοϊλού. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που, από την τουρκική κοινή γνώμη, χαρακτηρίζεται ως μια σημαντική προσωπικότητα με μεγάλη ανθεκτικότητα τα τελευταία χρόνια.
Για κάποιους, αντιπρόταση μπορεί να θεωρηθεί ο Αλί Μπαμπατζάν, ο οποίος είναι μια συγκροτημένη προσωπικότητα με προοδευτικές και σύγχρονες ιδέες και με μια λιγότερο αυταρχική προσέγγιση του πολιτικού Ισλάμ αλλά, δυστυχώς για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, είναι «αόρατος» για μεγάλο μέρος του τουρκικού λαού.
Ως μοναδική εναλλακτική οδό σε ένα πολιτικό σύστημα που παρακμάζει μοιάζει ο Εκρέμ Ιμάμογλου, αλλά δείχνει να ευνοείται περισσότερο από τις συγκυρίες παρά από τις ικανότητές του.
«Δεν θα μπω στην διεκδίκηση της ηγεσίας του CHP από τον Κεμάλ Κιλιτσντσάρογλου, υπάρχει μια “κούρσα” με τον Δήμαρχο της Άγκυρας, τον φίλο μου Μανσούρ Γιαβάς» δήλωσε πρόσφατα ο Δήμαρχος Κωνσταντινούπολης, που υποστήριξε πως δεν είναι στα άμεσα σχέδιά του η διεκδίκηση του ανώτατου πολιτειακού αξιώματος της Τουρκίας.
Η επικίνδυνη τουρκική αντιπολίτευση
Η τουρκική αντιπολίτευση είναι ετερόκλητη και χωρίς βάθος προγραμματικής συμφωνίας. Το αποτέλεσμα είναι στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας να παίζει στο γήπεδο του νυν προέδρου, προσπαθώντας να τον αντιπολιτευθεί από θέσεις περισσότερο εθνικιστικές.
Ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, επικεφαλής του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Με επανειλημμένες παρεμβάσεις του το τελευταίο διάστημα «βάζει φωτιά» εκεί όπου ο Ερντογάν επιχειρεί να κλείσει παλαιά μέτωπα προς ανατολάς, ενώ στα ελληνοτουρκικά απλώς κατηγορεί τον ένοικο του Λευκού Ανακτόρου ότι «δειλιάζει» και δεν είναι ειλικρινής όταν κλιμακώνει την ένταση.
Την ώρα που Ερντογάν επείγεται να αποκαταστήσει τις σχέσεις με το Ισραήλ, ο Κιλιτσντάρογλου μνημονεύει τους νεκρούς της ισραηλινής επιχείρησης εναντίον του πλοίου Mavi Marmara ανοικτά της Γάζας, το 2010.
Τις πιο έντονα εμπρηστικές δηλώσεις ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης της Τουρκίας τις επιφυλάσσει για τα ελληνοτουρκικά. Άλλωστε δικής του εμπνεύσεως ήταν η θεωρία των «16 κατειλημμένων από την Ελλάδα νησιών του ανατολικού Αιγαίου», που με διαφορά λίγων ετών υιοθέτησαν και διεύρυναν οι κυβερνώντες.
Στην ίδια κατεύθυνση οδηγεί και η σύμπηξη εξακομματικού μετώπου της αντιπολίτευσης στο οποίο δεσπόζοντα ρόλο παίζει το διαρκώς ενισχυόμενο εθνικιστικό «Καλό Κόμμα» της Μεράλ Άκσενερ (φερόμενης ως μελλοντικής πρωθυπουργού υπό πρόεδρο προερχόμενο από το CHP, εάν ηττηθεί ο Ερντογάν και αποκατασταθεί το σύστημα της κοινοβουλευτικής προεδρευόμενης δημοκρατίας).
Γιατί η Ελλάδα αποτελεί στόχο όλου του τουρκικού πολιτικού κόσμου
Ο τουρκικός αναθεωρητισμός είναι διαχρονικός (τουλάχιστον 5 δεκαετιών), κλιμακωτός, επίμονος, και ουσιαστικός. Το κύριο ερώτημα είναι γιατί η Ελλάδα είναι οικουμενικός στόχος σχεδόν όλων των πολιτικών δυνάμεων της γειτονικής χώρας.
Η άμεση συσχέτιση της ίδρυσης της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923 μετά από έναν απελευθερωτικό αγώνα κατά των Ελλήνων και των συμμάχων τους έχει αδιαμφισβήτητα διαμορφώσει τη γενικότερη αρνητική αντίληψη που έχουν πολλές γενιές Τούρκων για την Ελλάδα.
Επίσης, δεν πρέπει να λησμονήσουμε ότι ο αργός και βασανιστικός θάνατος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποδόθηκε και στην Ελληνική Επανάσταση που ώθησε άλλους λαούς των Βαλκανίων να διεκδικήσουν τη δικιά τους απελευθέρωση από τους Οθωμανούς.
Ο Ερντογάν έχει αποφασίσει να κερδίσει τις εκλογές, οπότε ο λιθοβολισμός της Ελλάδας θα αυξηθεί διότι η πρόσφατη ιστορία δείχνει ότι η παρουσία ενός μπαμπούλα όπως η Ελλάδα, που παρουσιάζεται να επιθυμεί το «κακό» της Τουρκίας θα του δώσει πολύτιμες δημοσκοπικές ανάσες.
Η αντιπολίτευση δεν θα έχει άλλη επιλογή παρά να τον ακολουθήσει και να συμβάλλει στην πλειοδοσία επιθετικότητας κατά της Ελλάδας, μη θέλοντας να αφήσει το πλεονέκτημα στην κυβέρνηση και στους συμμάχους της.