Επίσημα βασιλιάς ανακυρήχθηκε ο Κάρολος Γ’ σήμερα (10/9), δύο ημέρες μετά τον θάνατο της μητέρας του, της βασίλισσας Ελισάβετ.
Το Συμβουλίου Διαδοχής, μια ομάδα που αποτελείται από μέλη της βασιλικής οικογένειας, την πρωθυπουργό και άλλους ανώτερους πολιτικούς και τον Αρχιεπίσκοπο του Κάντερμπερι- συγκεντρώθηκαν για να ανακηρύξουν τον νέο βασιλιά.
«Ο πρίγκιπας Κάρολος Φίλιππος Άρθουρ Τζορτζ είναι τώρα ο Κάρολος Γ’».
Σύμφωνα με την διαδικασία, η εντολή θα διαβαστεί η Διακήρυξη στο Λονδίνο, το Εδιμβούργο, το Κάρντιφ και το Μπέλφαστ και την έναρξη των χαιρετισμών με όπλα στο Hyde Park και τον Πύργο του Λονδίνου το συντομότερο.
Η τελετή μεταφέρθηκε στην Αίθουσα του θρόνου, όπου το συμβούλιο χαιρέτησε τον νέο βασιλιά.
Πρόκειται για μια επίσημη τελετή ανακήρυξης που καλύπτεται τηλεοπτικά για πρώτη φορά και στην οποία παρευρίσκεται η σύζυγος του Καρόλου, Καμίλα, και ο πρωτότοκος γιος του Ουίλιαμ, τα μέλη του Συμβουλίου Διαδοχής και πλήθος αξιωματούχων της βρετανικής κυβέρνησης.
Στις 16:00, το Κοινοβούλιο θα ορκιστεί πίστη στον νέο βασιλιά και θα υποβάλει τα συλλυπητήριά του.
Τα πρώτα λόγια του βασιλιά Καρόλου
Ο νέος βασιλιάς του Ηνωμένου Βασιλείου ανακοίνωσε τον θάνατο της «αγαπημένης του μητέρας, της Βασίλισσας».
«Όλος ο κόσμος συμπάσχει μαζί μου για την ανεπανόρθωτη απώλεια που όλοι έχουμε υποστεί».
«Η μητέρα μου έδωσε ένα παράδειγμα δια βίου αγάπης και ανιδιοτελούς υπηρεσίας. Η βασιλεία της μητέρας μου ήταν απαράμιλλη κατά τη διάρκεια της σε αφοσίωση. Έχω βαθιά επίγνωση αυτής της βαθιάς κληρονομιάς και των σοβαρών καθηκόντων και ευθυνών που μου ανατίθενται τώρα».
«Με ενθαρρύνει βαθιά η συνεχής υποστήριξη της αγαπημένης μου συζύγου», πρόσθεσε ο βασιλιάς Κάρολος.
Έπειτα, ο βασιλιάς Κάρολος υπέγραψε αντίγραφα για να επιβεβαιώσει ότι δόθηκε ο όρκος, τα οποία υπέγραψαν στη συνέχεια η Καμίλα και ο πρίγκιπας Ουίλιαμ ως μάρτυρες.
Αργεί ακόμα η στέψη του Καρόλου
Η στέψη του Βρετανού μονάρχη είναι μια μεγαλοπρεπής τελετή, μοναδική στην Ευρώπη, της οποίας οι κανόνες χρονολογούνται πολλούς αιώνες πριν. Η στέψη του μονάρχη δεν λαμβάνει χώρα αμέσως μετά τον θάνατο του προκατόχου του θρόνου, προκειμένου να τηρηθεί μια περίοδος πένθους και να δοθεί η ευκαιρία να διοργανωθεί η τελετή.
Η Ελισάβετ Β’, που έγινε βασίλισσα στις 6 Φεβρουαρίου του 1952, την ημέρα που πέθανε ο πατέρας της, στέφθηκε στις 2 Ιουνίου του 1953, δηλαδή 15 μήνες αργότερα μπροστά σε πάνω από 8.000 προσκεκλημένους στο Αββαείο του Ουέστμινστερ.
Ο νέος βασιλιάς, ο 73χρονος Κάρολος, αναμένεται να προτιμήσει «μια πιο γρήγορη και πιο μικρή στέψη», σύμφωνα με τον Μπομπ Μόρις, ειδικό σε θέματα που αφορούν τη βρετανική μοναρχία αλλά και πάλι είναι δεδομένο πως θα χρειαστούν μερικοί μήνες για την προετοιμασία της.
Η τελετή γίνεται στο Αββαείο του Ουέστμινστερ. Χοροστατεί ο αρχιεπίσκοπος του Καντέμπουρι, κορυφαίος θρησκευτικός αξιωματούχος της Αγγλικανικής Εκκλησίας και δεύτερος στην ιεραρχία της μετά το Βρετανό μονάρχη. Ο αρχιεπίσκοπος του Καντέμπουρι παρουσιάζει αρχικά τον νέο μονάρχη στους παρευρισκόμενους, που τον επιδοκιμάζουν διά βοής.
Στη συνέχεια, ο μονάρχης δίνει τον όρκο της στέψης (Coronation Oath Act), που γράφτηκε το 1688: δεσμεύεται να κυβερνήσει τον λαό του με βάση τους νόμους του Κοινοβουλίου, να εφαρμόσει τον νόμο και τη δικαιοσύνη «με ευσπλαχνία» και να «κάνει ό,τι είναι δυνατόν» για να προστατεύσει την Αγγλικανική Εκκλησία και τον προτεσταντισμό.
Έπειτα, ακολουθεί το τελετουργικό του χρίσματος με καθαγιασμένο λάδι και ο αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι ευλογεί τον μονάρχη στον θρόνο του βασιλιά Εδουάρδου, που κατασκευάστηκε το 1300 και χρησιμοποιείται σε κάθε στέψη από το 1626. Ο μονάρχης στη συνέχεια λαμβάνει τα βασιλικά σύμβολα, ένα σκήπτρο και μετά το στέμμα που θα τοποθετήσει στο κεφάλι του νέου βασιλιά ο αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι. Τα μέλη της βασιλικής οικογένειας υποβάλλουν τα σέβη τους και μεταλαμβάνουν της Θείας Κοινωνίας.
Οι εξουσίες του μονάρχη του Ηνωμένου Βασιλείου
Στη Βρετανία ο βασιλιάς έχει κυρίως τελετουργικό ρόλο και δεν αναμένεται από αυτόν να παρεμβαίνει στις πολιτικές υποθέσεις. Ωστόσο ως αρχηγός του κράτους διατηρεί ορισμένες συνταγματικές εξουσίες. Το κοινοβούλιο είναι η ανώτατη νομοθετική αρχή στη Βρετανία και περιλαμβάνει τη Βουλή των Κοινοτήτων, τη Βουλή των Λόρδων και το Στέμμα – άλλος όρος για τη μοναρχία. Το Στέμμα είναι η πιο παλιά συνιστώσα του βρετανικού συστήματος διακυβέρνησης, αλλά οι εξουσίες του έχουν εξασθενήσει με την πάροδο του χρόνου και σήμερα είναι σε μεγάλο βαθμό τιμητικές.
Την επομένη των βουλευτικών εκλογών, ο μονάρχης καλεί τον αρχηγό του κόμματος που κέρδισε τις περισσότερες έδρες βουλευτών στην Βουλή των Κοινοτήτων να αναλάβει την πρωθυπουργία και να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο μονάρχης κηρύσσει την έναρξη των εργασιών του κοινοβουλίου κάθε χρόνο σε μια τελετή γεμάτη παραδόσεις, που ονομάζεται η Ομιλία του Θρόνου, και προχωράει στην ανάγνωση των σχεδίων της κυβέρνησης για τους επόμενους 12 μήνες.
Αυτό το μεγάλο ετήσιο γεγονός αρχίζει εν γένει με την άφιξη του μονάρχη στο Ουέστμινστερ, με πομπή από τα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ. Φορώντας το αυτοκρατορικό στέμμα, ο βασιλιάς ή η βασίλισσα εισέρχεται στην Βουλή των Λόρδων.
Ο αξιωματούχος του κοινοβουλίου που είναι γνωστός ως “Black Rod” πηγαίνει τότε να καλέσει τους βουλευτές της Βουλής των Κοινοτήτων, όπου αυτοί του κλείνουν συμβολικά την πόρτα στο πρόσωπο, σε μια ένδειξη ανεξαρτησίας από τη μοναρχία.Το Στέμμα διαλύει με την ίδια επισημότητα το κοινοβούλιο πριν από τη διεξαγωγή νέων βουλευτικών εκλογών.
Όταν ένα σχέδιο νόμου εγκρίνεται από την Βουλή των Κοινοτήτων και την Βουλή των Λόρδων, αυτό επιδίδεται στον μονάρχη για να επικυρωθεί και να αποκτήσει την ισχύ νόμου. Αν και ο βασιλιάς μπορεί να αρνηθεί να επικυρώσει ένα νομοσχέδιο, στην πραγματικότητα πρόκειται απλώς για μια τυπική διαδικασία. Ο τελευταίος μονάρχης που αρνήθηκε να δώσει την έγκρισή του ήταν η βασίλισσα Άννα, το 1708.
Η βασίλισσα Ελισάβετ Β’ δεχόταν τους πρωθυπουργούς μία φορά την εβδομάδα, σε μια ακρόαση κατά τη διάρκεια της οποίας αυτοί την ενημέρωναν για τα σχέδιά τους και τις ανησυχίες τους. Η συνάντηση αυτή γινόταν όλο και περισσότερο μέσω τηλεδιάσκεψης προς το τέλος της βασιλείας της.
«Μου λένε τι συμβαίνει ή αν έχουν προβλήματα, και μερικές φορές μπορώ επίσης να τους βοηθήσω με τον έναν ή τον άλλο τρόπο», δήλωνε η εκλιπούσα βασίλισσα σε ένα ντοκιμαντέρ που μεταδόθηκε το 1992, σημειώνοντας ότι «αυτοί γνωρίζουν ότι μπορώ να είμαι αμερόληπτη».
Ο μονάρχης έχει την εξουσία να διορίσει Λόρδους στο κοινοβούλιο, αλλά η εξουσία αυτή ασκείται μόνον βάσει της γνώμης των υπουργών της κυβέρνησης. Ο βασιλιάς απονέμει επίσης προσωπικά τον τίτλο του ιππότη, τιμώντας αυτούς που είχαν σημαντική συμβολή στην βρετανική κοινωνία, σε όλους τους τομείς. Η κυβέρνηση παραδίδει στον μονάρχη κάθε χρόνο κατάλογο με τους υποψηφίους προς έγκριση για δημόσιες τιμές.
Ο μονάρχης έχει την εξουσία να ασκήσει τα βασιλικά του προνόμια «σε περίπτωση σοβαρής συνταγματικής κρίσης» – τότε εξουσιοδοτείται να διαφωνήσει με την γνώμη των υπουργών, αλλά αυτό δεν έχει συμβεί ποτέ στην σύγχρονη εποχή. Ως κεφαλή της Εκκλησίας της Αγγλίας, ο βασιλιάς έχει την εξουσία να διορίζει επισκόπους και αρχιεπισκόπους, αλλά ακόμη και σε αυτό, αυτή του η εξουσία ασκείται σύμφωνα με τη γνώμη εκκλησιαστικής επιτροπής.