Στα 82 του χρόνια έφυγε από τη ζωή ο μύθος του ποδοσφαίρου, Πελέ, αφού πάλεψε για περισσότερο από ένα χρόνο με τον καρκίνο του παχέος εντέρου.
Ο Πελέ, θεωρείται ως ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα από την FIFA και την Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής Ποδοσφαίρου (IFFHS). Κατά την διάρκεια της καριέρας του, ήταν για μεγάλη περίοδο ο καλύτερα αμειβόμενος αθλητής στον κόσμο. Ο πάπας της Pop Art, Άντι Γουόρχολ, έχει δηλώσει για τον άσο του ποδοσφαίρου: «Ο Πελέ ήταν ένας από τους λίγους που καταρρίπτουν τη θεωρία μου: αντί για 15 λεπτά δημοσιότητας, θα έχει 15 αιώνες».
Ο τρόπος που έφτανε στο γκολ είχε εμπνεύσει ακόμη και τον Ιταλό ποιητή, Πιέρ Πάολο Παζολίνι. «Τη στιγμή που η μπάλα έφτανε στα πόδια του Πελέ, το ποδόσφαιρο μεταμορφωνόταν σε ποίηση» είχε δηλώσει ο λογοτέχνης για τον Πελέ. Επίσημα, ο «Βασιλιάς του Ποδοσφαίρου» πέτυχε 753 γκολ – εδώ μερικά από τα καλύτερα – σε 813 παιχνίδια.
Από αυτά, τα 77 (σε 91 αγώνες) με την εθνική Βραζιλίας, αριθμός που τον κρατάει ακόμα στην κορυφή των σκόρερ της selesao, πλέον όμως από το Μουντιάλ του Κατάρ, μαζί με τον Νεϊμάρ. Εκείνος και όχι μόνο, συνηθίζει να αναφέρει τον αριθμό 1283 μιλώντας για τα γκολ, υπολογίζοντας εκείνα σε ανεπίσημα παιχνίδια (1281 σε 1363 παιχνίδια σύμφωνα με την FIFA).
Ζώντας μία ζωή σαν να ήταν χίλιες. Φτάνοντας στο στόμα ως όνομα και στα μάτια ως εικόνα, σε κάθε ποδοσφαιρική-και όχι μόνο- γειτονιά του πλανήτη. Ξεκινώντας την βασιλεία του, αρχίζοντας να συστήνεται -για τα καλά- αλλά και να κατακτά τον κόσμο, από τα γήπεδα της Σουηδίας, όταν σε ηλικία 17 ετών και εννέα μηνών κατέκτησε το πρώτο-από τα τρία συνολικά που πήρε- Μουντιάλ. Πόσοι στα αλήθεια άνθρωποι έχουν το προνόμιο τέτοιας μεγάλης διάρκειας στη δημοφιλία σε δισεκατομμύρια ανθρώπους στον κόσμο, μέσα σε διαφορετικές ηλικίες και γενιές;
Ο Πελέ «έφυγε», έχοντας… πέσει και σηκωθεί όρθιος σε μάχες δυσκολότερες από εκείνες που κέρδισε μέσα στα γήπεδα γράφοντας Ιστορία, μάχες ζωής, κουνώντας δυνατά το χέρι του στον αέρα, όπως συνήθιζε να κάνει. όλες τις προηγούμενες φορές, αλλά όχι αυτή.
Πριν δημιουργηθεί ο θρύλος, ο Πελέ γεννήθηκε ως Έντσον Αράντες ντο Νασιμέντο (Edson Arantes do Nascimento). Ο θρύλος, το «μαύρο μαργαριτάρι» (Perola negra) του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1940, στην πόλη Τρες Κορασόες (σ.σ: στα ελληνικά σημαίνει τρεις καρδιές) της πολιτείας Μίνας Ζεράις της Βραζιλίας. Ήταν το πρώτο παιδί από τα τρία της οικογένειας και βαφτίστηκε Έντισον προς τιμή του εφευρέτη Τόμας Έντισον (πήγε στη γενέθλια πόλη του λίγο καιρό πριν από τη γέννηση του Πελέ) και στη συνέχεια αφαιρέθηκε το «ι» από το όνομα.
Τα τελευταία χρόνια αντιμετώπισε προβλήματα υγείας. Έδινε μάχες, ενώ μπήκε -ξανά- στο νοσοκομείο στις 29 Νοεμβρίου, με λοίμωξη του αναπνευστικού, αλλά και για να επανεξετάσουν οι γιατροί την αγωγή του για την αντιμετώπιση του καρκίνου παχέος εντέρου, και έχοντας ολοκληρώσει στα τέλη Απριλίου τον τελευταίο γύρο θεραπείας. Ο Πελέ, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για αφαίρεση όγκου τον Σεπτέμβριο του 2021.
Όταν έγινε Πελέ και «βασιλιάς»
Κι αν το όνομα Πελέ είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο, εκείνος είχε δηλώσει πως δεν γνωρίζει πως προέκυψε το προσωνύμιο και επίσης ότι δεν του άρεσε, σημειώνοντας ότι δεν υποδηλώνει κάτι στην πορτογαλική γλώσσα («Το όνομά μου είναι Εντσον, μετά άρχισαν να με αποκαλούν Πελέ. Δεν μου άρεσε. Θαύμαζα τον Τόμας Εντισον, είναι σημαντικός! »).
Όταν πολύ αργότερα ένας θεολόγος του είπε ότι η λέξη αυτή υπάρχει στην Βίβλο και στα εβραϊκά σημαίνει θαύμα, άλλαξε την άποψή του. Του το «κόλλησε» ένας συμμαθητής του στο σχολείο. Μέχρι σήμερα υπάρχουν δύο εκδοχές για το πώς προέκυψε.
Η πρώτη αναφέρει πως μία ημέρα που έπαιζε ποδόσφαιρο, στα χωράφια του Τρες Κορασόες με τους φίλους του, με μία αυτοσχέδια μπάλα φτιαγμένη με πανιά και χαρτιά κάποια στιγμή βρήκε πεταμένη, κοντά σε σταθμό του τρένου μία παλιά, ξεφούσκωτη, χαλασμένη, αλλά δερμάτινη μπάλα.
Έτσι και το pele που σημαίνει δέρμα σε πολλές λατινογενείς γλώσσες. Η έτερη εκδοχή, είναι πως το όνομα προήλθε όταν ο ίδιος φώναζε λανθασμένα τον αγαπημένο παίκτη του «Μπιλέ», τερματοφύλακα της Βάσκο ντα Γκάμα. Όσο για το «βασιλιάς», είναι ένας τίτλος που του δόθηκε από τον θεατρικό συγγραφέα Νέλσον Ροντρίγκες όταν ήταν μόλις 17 ετών.