Ο πόλεμος ήρθε και σκέπασε τα πάντα, τη μέρα, τη νύχτα, τη σκέψη, τον φόβο μας. Κι όμως, ακόμη και σε αυτή τη στιγμή – που παρακολουθούμε παρά ταύτα από την άνεση των σπιτιών μας και τον ανέφελο από βόμβες ουρανό – η αλήθεια δεν βρίσκει δρόμο για την πρώτη γραμμή.
Αναζητάμε δράκους και ιππότες, έχουμε ανάγκη πρόσωπα καπνισμένα από τον όλεθρο του πολέμου, απεχθείς κακούς και αδιόρθωτα αιμοδιψείς αντιπάλους που θα κάνουν το ανδραγάθημά μας πιο ευγενές, πιο θαυμαστό και μοναδικό. Δημιουργούμε ξανά πρότυπα, ανθρώπους που ως χθες ήταν ένα από εμάς και χωρίς να τους ρωτήσει κανείς, τους φόρεσαν τη στολή του ήρωα και τους έριξαν στη μάχη.
Πόσο θα ήθελαν όλοι εκείνοι που γεμίζουν τις οθόνες μας με την απόγνωση και τη δυστυχία να ήταν απλά άνθρωποι σαν κι εμάς. Πόσο θα γαλήνευε η ψυχή τους αν αντί για ήρωες με σημαίες και τραγούδια ήταν οδοκαθαριστές, οδηγοί τρένων, πωλητές και γιατροί.
Αν αντί για viral στιγμιότυπα σε κάποιο σκοτεινό καταφύγιο δεκάδες μέτρα κάτω από τη γη, ήταν κι εκείνα παιδάκια σαν όλα τα άλλα που τραγουδούσαν με μια κούκλα στο χέρι και ζωγράφιζαν πεσμένα τα μπρούμυτα σε ένα χαλί με κόλλες και μαρκαδόρους και μολύβια.
Ψάχνουμε να βρούμε σε ποια όχθη του ποταμού που λέγεται έριδα, σε ποια πλευρά της κοίτης ενός ορμητικού χειμάρρου που ονομάζεται μίσος, πόλεμος και καταστροφή θα πιάσουμε στασίδι. Αναζητάμε να κρατήσουμε θέση μπροστά, μπροστά στο θέαμα της καταστροφής που συντροφεύει ακάματα την ανθρώπινη φύση μας. Ψάχνουμε να ζουλήξουμε τα γεγονότα, τα τεκταινόμενα, όσα συμβαίνουν γύρω μας σε κουτιά που να ταιριάζουν με τη σωστή πλευρά της ιστορίας.
Αγωνιούμε για πηχυαίους τίτλους που θα βάλουν το στέμμα στην στενόχωρη πραγματικότητά μας. Κι έτσι θα νιώσουμε κι εμείς μέρος της ιστορίας αυτής, κομμάτι της επικαιρότητας που αντιμετωπίζει τον ανθρώπινο πόνο περίπου όπως οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες τον σπαραγμό των Χριστιανών στο Κολοσσαίο: Ως ένα καλοφτιαγμένο θέαμα!
Ταΐζουμε τις εμμονές μας, πως τάχα ένα αόρατο χέρι επιθυμεί να μας συνθλίψει, μόνο και μόνο γιατί γεννηθήκαμε στο τάδε ή το δείνα μέρος του πλανήτη. Απαξιώνουμε την ίδια μας την ύπαρξη, γιγαντώνοντας μέσα μας τον φόβο, τον αναμεμειγμένο με το μίσος, που θέλει ένα σκοτεινό πέπλο να επιθυμεί τον αφανισμό μας, έτσι αυτάρεσκα και χωρίς να μας γνωρίζει.
Έχετε παρατηρήσει πως ζώα που έζησαν μεγάλο μέρος ή όλη τους τη ζωή στην αιχμαλωσία αδυνατούν να πιστέψουν πως η αλήθεια της ύπαρξής τους βρίσκεται μακριά από κλουβιά και υπερκινητικά παιδάκια που ουρλάζουν δείχνοντάς τα με το δάχτυλο και περιβάλλοντα κρύα εκεί που το σώμα διψά για ζέστη και καυτά όπου η φύση έχει ορίσει το κρύο; Μήπως άραγε αυτό σημαίνει πως η πολική αρκούδα πρέπει να το πάρει απόφαση πως θα μένει πια σε κλουβί στο Μαϊάμι;
Κι αφού έτσι σύρει πρώτη το χορό η αλήθεια, δεν μπορεί ποτέ, υποθέτω, να πούμε πως θ᾽ ακολουθούν πίσω της σωρός οι κακίες. Πώς είναι δυνατό; Μα απεναντίας, άκακο και δίκαιο ήθος, που θα τ᾽ ακολουθά και η σωφροσύνη.
Ο Πλάτωνας πίστευε πως πίσω από μια αλήθεια που σέρνει τον χορό, δεν υπάρχει περίπτωση να ακολουθήσουν οι κακίες και οι μικρότητες. Αντίθετα, πλάι στην αλήθεια θα δει κανείς μόνο το δίκαιο, την ηθική και στη σειρά τη σωφροσύνη. Το πρώτο πράγμα που σκότωσε αυτός ο πόλεμος – πιότερο έμοιαζε με χαριστική βολή παρά με γεγονός που φύτρωσε τώρα – ήταν η αλήθεια.
Λένε πως η αλήθεια, σαν το φως, βρίσκει πάντα τον δρόμο της, βγαίνει εκεί έξω και είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να διαλύσει το σκοτάδι. Φαίνεται όμως πως είμαστε ακόμη στη μέση ενός μεγάλου, θεοσκότεινου και τρομακτικού χειμώνα στο βορειότερο άκρο του πλανήτη. Εκεί που το φως δεν θα φτάσει για αρκετούς μήνες…