Ήταν Κυριακή, 27 Απριλίου 1941 όταν οι γερμανικές δυνάμεις μπήκαν στην Αθήνα.
Σε ένα καφενείο στους Αμπελόκηπους τέσσερις άνδρες που ανέλαβαν το θλιβερό καθήκον της παράδοσης της πόλης των Αθηνών περίμεναν τους Γερμανούς εισβολείς.
Τα γερμανικά μηχανοκίνητα τμήματα μπαίνουν στην Αθήνα. Όλος ο κόσμος μένει στα σπίτια του.
Στις 23 Απρίλη, τέσσερις μέρες πριν πέσει η Αθήνα στα χέρια των Γερμανών, ο βασιλιάς και η κυβέρνηση έφυγαν για την Κρήτη, αφήνοντας σαν «οπισθοφυλακή» τον υφυπουργό Ασφαλείας του μεταξικού καθεστώτος, Κ. Μανιαδάκη.
Μια εβδομάδα μετά από την έναρξη του Ελληνογερμανικού πολέμου τον Απρίλιο του 1941, το μέτωπο στη βόρεια Ελλάδα κατέρρευσε.
Στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία οι ελληνικές μονάδες αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και η Θεσσαλονίκη καταλήφθηκε στις 9 Απριλίου. Επόμενος στόχος των εισβολέων ήταν η Αθήνα. Το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα (ΒΕΣ) υποχωρούσε προς τον νότο. Στο στενό πέρασμα των Θερμοπυλών οι Βρετανοί προέβαλαν μια απεγνωσμένη αντίσταση, η οποία δεν κατάφερε να αναχαιτίσει την γερμανική προέλαση. Η ελληνική πρωτεύουσα βίωνε τις δικές της στιγμές αγωνίας, αναμένοντας το αναπόφευκτο.
Ποιοι ήταν οι 4 άνδρες που παρέδωσαν την πόλη
Ήταν ο φρούραρχος Αθηνών υποστράτηγος Χρ. Καβράκος, ο νομάρχης Αττικοβοιωτίας Κ. Πεζόπουλος και οι δήμαρχοι Αθηναίων και Πειραιώς Αμβρόσιος Πλυτάς και Μιχ. Μανούσκος.
Το καφενείο στους Αμπελόκηπους ονομαζόταν «Λουξ» – άλλοι έγραψαν «Παρθενών» -, ανήκε στον κτηματία Ανδρέα Γλεντζάκη και βρισκόταν στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας, απέναντι από την τότε έπαυλη Θων.
Οι Έλληνες αξιωματούχοι δήλωσαν πως η Αθήνα ήταν μια ανοχύρωτη πόλη που δεν είχε την πρόθεση να προβάλει αντίσταση. Ο Γερμανός αντισυνταγματάρχης Φον Σέιμπεν όρισε ουσιαστικά πολιτικούς διοικητές των Αθηνών και του Πειραιά τους δύο δημάρχους, ενώ κατέστησε αιχμάλωτο πολέμου και υπεύθυνο για τυχόν εχθρικές πράξεις τον υποστράτηγο Καβράκο.
Το δραματικό μήνυμα από τον Ραδιοσταθμό της Αθήνας
Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών κάθε πέντε λεπτά μετέδιδε διαταγή της μόνης κυβερνητικής αρχής που παρέμενε στην ελληνική πρωτεύουσα, του Ανώτερου Στρατιωτικού Διοικητή Αττικοβοιωτίας υποστράτηγου Χρ. Καβράκου. Λόγω επιτακτικής ανάγκης ζητούσε με τη διαταγή του ο στρατηγός να σταματήσει κάθε κίνηση στην Αθήνα, τον Πειραιά και τα προάστια, όλα τα καταστήματα να είναι κλειστά και οι κάτοικοι στα σπίτια τους, να σταματήσει η αντιαεροπορική άμυνα, οι στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις της περιοχής να παραμείνουν στις θέσεις τους και, πρόσθετε στη διαταγή, δεδομένου ότι η πόλις είναι ανοχύρωτος και ουδεμία θα προβληθή αντίστασις, αξιώ όπως μη ακουσθή ουδέ εις πυροβολισμός.
Επιχειρώντας να δώσει κουράγιο στους θλιμμένους Αθηναίους, ο εκφωνητής του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, Κωσνταντίνος Σταυρόπουλος, μετέδιδε με τη χαρακτηριστική ένρινη φωνή του τις τελευταίες ελεύθερες φράσεις που μπορούσαν να ακουσθούν:
Εδώ ελεύθεραι ακόμα Αθήναι…
Έλληνες! Οι Γερμανοί εισβολείς ευρίσκονται εις τα πρόθυρα των Αθηνών.
Αδέλφια! Κρατήστε καλά μέσα στην ψυχή σας το πνεύμα του μετώπου.
Ο εισβολεύς εισέρχεται με όλας τας προφυλάξεις εις την έρημον πόλιν με τα κατάκλειστα σπίτια.
Έλληνες! Ψηλά τις καρδιές!
Την ίδια ώρα που ακούγονταν τα λόγια αυτά, στις 8 το πρωί, τα πρώτα γερμανικά μηχανοκίνητα τμήματα εισέρχονται στην πρωτεύουσα.
Η Πηνελόπη Δέλτα αυτοκτονεί
Η είδηση των Γερμανικών στρατευμάτων στην πρωτεύουσα οδηγεί την Πηνελόπη Δέλτα στην τραγική αυτοχειρία, παίρνοντας δηλητήριο. Θα κηδευτεί στο κήπο του σπιτιού της, στις 2 Μαΐου κατόπιν δικού της αιτήματος σε ιδιόχειρο σημείωμα με μια μικρή τελετή που τελεί ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος. Στον τάφο της θα χαραχτεί μόνο μια λέξη… Σιωπή…
Τα πριν και τα μετά
Στις 21 Απρίλη, στο Βοτονόσι Μετσόβου υπογράφεται το «Πρωτόκολλο Παραδόσεως» της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου – Μακεδονίας. Το πρωτόκολλο υπογράφουν από την Ανώτατη Γερμανική Διοίκηση ο αντιστράτηγος Γκρίφεμπεργκ και από την ελληνική πλευρά ο στρατηγός Γ. Τσολάκογλου. Ακολουθεί η κατάρρευση και η διάλυση του στρατού.
Η κυβέρνηση έχει χάσει τον έλεγχο της κατάστασης και δεν ξέρει καν πού βρίσκονται οι Γερμανοί . Το μόνο που ενδιαφέρει τους αξιωματούχους του καθεστώτος είναι να φύγουν το γρηγορότερο από τη χώρα. Από τις 17 Απρίλη, ενώ δίνονταν ακόμη μάχες στον Όλυμπο και τη Δυτ. Μακεδονία, έφυγαν οι πρίγκιπες, οι πριγκίπισσες και πολλοί αυλικοί. Τη νύχτα 22 προς 23 Απρίλη υπουργοί και άλλοι επίσημοι στοιβάχτηκαν στα πολεμικά πλοία που περίμεναν στον Πειραιά.
«Οι πλείστοι με τα οικογενείας των – γυναίκαι, τέκνα, πεθερές, κουβερνάντες – και με τας αποσκευάς των – μπαούλα, βαλίτσες με τουαλέτες, τζάντες με ρουχισμό, μερικοί με παιχνίδια των παιδιών των και κάποιοι με τα χρυσαφικά τους», γράφει ο ναύαρχος Σακελαρίου και συνεχίζει: «Φαίνεται όμως ότι η θέα τοσούτον ασυνηθίστου διά πολεμικόν πλοίον φορτίου και δη εν καιρώ πολέμου εξηρέθισε τα πληρώματα εις τοιούτον βαθμόν ώστε εις την Σούδαν εξεδηλώθη μικρά στάσις επί της Βασιλίσσης Ολγας».